Ισμήνη Καρυωτάκη, Φυγόδικος δεν ήμουν, εκδ. Ποταμός, Αθήνα 2022.
We are such stuff as dreams are made on
and our little life is rounded with a sleep
Από την Τρικυμία του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, Πράξη Δ.
Η περιοχή της Ηπείρου, ως γενέθλιος τόπος, όχι μόνο μας έχει δώσει πολύ σημαντικούς πεζογράφους (Χατζής, Μηλιώνης, Γκουρογιάννης, Δημητρίου κ.ά.) αλλά και συχνά πρωταγωνιστεί, ως σκηνικό σε σύγχρονα λογοτεχνικά έργα, η δράση των οποίων διαδραματίζεται στο πετρώδες και εντυπωσιακό τοπίο της και στο ιδιαίτερο πολιτισμικό στίγμα της. Ελάχιστα, ωστόσο, έχουν γραφεί από γυναίκες συγγραφείς. Ενδεικτικά μπορούμε να θυμηθούμε την εξαιρετική συλλογή διηγημάτων Του χιονιού της
Τασίας Βενέτη (Τό Ροδακιό, 2013). Τη σκυτάλη, πλέον, λαμβάνει η Ισμήνη Καρυωτάκη με τη μυθιστορία της Φυγόδικος δεν ήμουν, από τις εκδόσεις «Ποταμός» για να συμπληρώσει όψεις αυτού του τόπου που εξακολουθεί να μεταμορφώνεται διαρκώς και να μυθο-ποιείται.Η χρήση του όρου «μυθιστορία» δεν είναι τυχαία. Το βιβλίο δεν αναγράφει, ως είθισται, στο εξώφυλλο αν ανήκει στο λογοτεχνικό είδος της νουβέλας ή του μυθιστορήματος. Σε μια εποχή που τα όρια μεταξύ των ειδών είναι εξαιρετικά ρευστά και ασταθή και νουβέλες συνήθως χαρακτηρίζονται ως μυθιστορήματα, ενδεχομένως για λόγους που συνδέονται με την εμπορική προώθηση ενός βιβλίου, η Καρυωτάκη αφηγείται την ιστορία της και αφήνει εμάς να την απολαύσουμε, χωρίς η ίδια να την κατηγοριοποιεί. Δημιουργεί το δικό της αφηγηματικό σύμπαν στο οποίο προτεραιότητα έχει η επινόηση τρόπων ώστε να υλοποιηθεί, μέσω της λογοτεχνικής τροπικότητας, η διήθηση μεταξύ των χρονικών επιπέδων και η διαπερατότητα των ορίων μεταξύ ονειρικού και πραγματικού.
Η δράση του έργου ξεκινά μιαν Αυγουστιάτικη νύχτα του 1972, τότε που, όπως μας λέει ο Ελύτης, «αλλάζουν των αστερισμών οι βάρδιες και τα βουνά ελαφρά γιομάτα σκοτεινόν αέρα στέκουν λίγο πιο πάνω απ’ τη γραμμή του ορίζοντα». Ένα ζευγάρι εραστών, η Εριφύλλη και ο Σπήλιος, προσπαθεί, σε αυτόν τον «σκοτεινό αέρα» να διασχίσει, παρά την καταιγίδα, μια χαράδρα, προκειμένου να διαφύγει εκείνος, αν και δεν καταζητείται («Φυγόδικος δεν ήμουν»). Βρισκόμαστε στην περίοδο της δικτατορίας και οι διώξεις είναι συνεχείς. Ωστόσο, η δράση δεν διαδραματίζεται μόνο στα χρόνια της Επταετίας. Αυγουστιάτικη ήταν και η νύχτα του 1948 όταν σε μιαν άλλη χαράδρα, εκείνη του Χάρου στον Γράμμο, βούτηξαν στο κενό μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού. Λίγες σελίδες μετά θα μας εξιστορήσει τη σύνδεση των γεγονότων. Μέσα από συνεχή flashback παρακολουθούμε μια οικογενειακή ιστορία που μας πηγαίνει πίσω στον χρόνο, στο 1948, στην κορύφωση του Εμφυλίου, λίγο μετά τη σημαντική μάχη της Κόνιτσας που αποτέλεσε σημείο καμπής για την εξέλιξη της τελικής αναμέτρησης, αλλά και λίγους μήνες μετά την επίσκεψη της βασίλισσας Φρειδερίκης στην περιοχή. Με βάση το υλικό των σημειώσεων στο τέλος, εύλογα μπορούμε να εικάσουμε ότι η περιοχή όπου κινούνται τα πρόσωπα είναι η πόλη της Κόνιτσας. Παρενθετικά, υπενθυμίζουμε ότι το 1948 έχει επέλθει η ρήξη στις σχέσεις Τίτο-Στάλιν και έχει ξεκινήσει η αντίστροφη μέτρηση για την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού. Οι αντανακλάσεις της συλλογικής μνήμης για τα γεγονότα του Εμφυλίου αλλά και για την πορεία της μετεμφυλιακής Ελλάδας συνδέονται με τις ατομικές περιπέτειες των προσώπων. Η μοίρα τους διαπλέκεται αναπόφευκτα με τα τρικυμιώδη ιστορικά γεγονότα της εποχής στην περιοχή της Ηπείρου αλλά, όπως συμβαίνει πάντα στη λογοτεχνία, τα πρόσωπα προσπαθούν ταυτόχρονα να ξεφύγουν όχι μόνο από εξουσιαστικούς μηχανισμούς που τα συνθλίβουν αλλά και από τα δεσμά του χρόνου και του τόπου, με κινητήρια δύναμη τον έρωτα.
Στη μυθιστορία της Καρυωτάκη όμως δεν πρωταγωνιστεί μόνο η Ήπειρος, η σύγχρονη ιστορία της και το ζευγάρι των εραστών. Πρωταγωνιστεί κι ένα αρχοντικό, με θέα στην κοιλάδα του Αώου, απομεινάρι της εποχής εκείνης κατά την οποία η Ήπειρος μπορούσε να καμαρώνει για την εξέχουσα θέση της στο εμπόριο και στην πνευματική παραγωγή. Στο αρχοντικό αυτό, που συνιστά όχι απλώς ένα σκηνικό αλλά βιωμένο χώρο, διαδραματίζεται ένα σημαντικό μέρος της πλοκής, αφού εκεί αναδεικνύονται οι χαρακτήρες, οι δεσμεύσεις, τα μυστικά και οι συγκρούσεις τους. Επίσης, συνιστά και ένα σημαντικό στοιχείο διαμόρφωσης της ταξικής αλλά και έμφυλης ταυτότητας που καθορίζει τον ψυχισμό των γυναικών που το ενοικούν. Πρόκειται για σύμβολο ενός πανίσχυρου αξιακού κώδικα, που ακολουθεί τα πρόσωπα ακόμα κι όταν αυτά δεν το ενοικούν ή προσπαθούν εναγώνια να σπάσουν τα δεσμά του. Ο χώρος του συνιστά το πλάνο για τις διαρκείς χρονικές διηθήσεις και συναρθρώσεις που χαρακτηρίζουν την αφήγηση της ιστορίας.
Τα επίπεδα ανάγνωσης είναι, επομένως, πολλαπλά. Ενώ η «φωνή» του ομοδιηγητικού αφηγητή είναι η «φωνή» ενός άνδρα, του Σπήλιου, όλη η μυθιστορία ουσιαστικά κινείται γύρω από τις ηρωίδες που ενοικούν το αρχοντικό που τις (περι)ορίζει. Γυναίκες που προσπαθούν να ανταποκριθούν στους πολλαπλούς κοινωνικούς τους ρόλους στο πλαίσιο μιας κοινωνίας που αναδιαμορφώνεται ραγδαία και βίαια μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η Φλώρα, η Εριφύλλη (πιθανότατα persona της συγγραφέως, όπως και η Μυρσίνη στη νουβέλα Οι ληστές της «Ανθολογίας του μαύρου χιούμορ», πάλι από τις εκδόσεις Ποταμός), είναι πρόσωπα που οι ζωές τους καθορίστηκαν από την ιστορία του τόπου τους, όσο κι αν επιχείρησαν με γενναιότητα –κι εκείνες– να διαφύγουν. Μια γενναιότητα που φαντάζει αδιανόητη αν δεν συσχετισθεί με την ψυχική δύναμη και τόλμη που μόνο ο έρωτας μπορεί να προσφέρει απλόχερα σε κάθε απόπειρα απόδρασης από πολυποίκιλους εγκλεισμούς (πολιτικούς, κοινωνικούς, οικογενειακούς).
Κοινό νήμα που συνδέει την αφήγηση είναι η εικόνα του γυμνού σώματος. Ευά-λωτο και διαρκώς σε κίνδυνο, αν είναι γυναικείο (ενήλικο σώμα που κινδυνεύει με πνιγμό στη χαράδρα ή ανήλικο στην αγκαλιά ενός κακοποιητή), όπως το σώμα της Ζωής Λάσκαρη στην ταινία Κατήφορος, ή τραυματισμένο σε συνθήκες πολέμου ή σε συνθήκες βασανισμού. Σώμα που πάλλεται ερωτικά σε συνθήκες «εμφιλίου» (με γιώτα, όπως προτείνει η συγγραφέας), σώμα που τανύζεται καθώς το διαπερνά ο πόνος ή επιδιώκει την ψυχική αποφόρτιση, όπως έκανε η Βαυβώ στον γνωστό αρχαιοελληνικό μύθο, όπου επιδεικνύοντας το αιδοίο της στην συντετριμμένη Δήμητρα την έκανε να ξεχάσει, για λίγο, γελώντας, την απώλεια της Κόρης, ακριβώς όπως και στη σκηνή με τις μοναχές, όπου ανάλογη αποκάλυψη σκόρπισε τον γέλωτα και την αισιοδοξία.
Η γραφή της Καρυωτάκη είναι κινηματογραφική, οι σκηνές εναλλάσσονται σαν πλάνα μιας υπερρεαλιστικής ταινίας. Σε αρκετά σημεία η εναλλαγή των εικόνων θυμίζει την τεχνική του παράλληλου μοντάζ (crosscutting), δηλαδή εναλλάσσονται στον ίδιο χώρο πλάνα από διαφορετικές δράσεις που εξελίσσονται σε διαφορετικό χρόνο. Βλέπουμε να αναδύονται στην αφήγηση περιστατικά που έχουν συμβεί σε διαφορετικά χρονικά σημεία, αλλά όλα συμφύρονται στον απροσδιόριστο χρόνο που κυλά εντός του αρχοντικού. Όταν επιλέγει να σταματήσει την αφήγηση για να περιγράψει έναν χώρο, τότε μπροστά μας εμφανίζεται μια χρωματική παλέτα ιδιαίτερα επιμελημένη. Τελικά, η Καρυωτάκη, μετά τις πολλαπλές κι ενδιαφέρουσες διαδρομές της «Στους δρόμους», «Χωρίς ταξίμετρο», κάνει μια «Απόπειρα συνάντησης» με τον γενέθλιο τόπο της, τις οικογενειακές μνήμες, την προσωπική διαδρομή της στον χώρο του κινηματογράφου, της ζωγραφικής και της γραφής με μια μυθιστορία στην οποία συναντάται η ατομική της περιπέτεια με την οικογενειακή, την τοπική αλλά και τη συλλογική, με έναν τρόπο απρόσμενα ποιητικό.
https://frear.gr/?p=33669&fbclid=IwAR3l_8xyZhQhWbMZxjJbLChOsoOp9AUepnhF-aCuPvGF6Uc8NTj0EeR8nYg
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου