Γράφει η Ιωάννα Κολοβού
Ρέα Γαλανάκη «Εμμανουήλ και Αικατερίνη» -Τα παραμύθια που δεν είναι παραμύθια, εκδ. Καστανιώτη
Τη Ρέα Γαλανάκη τη «συνάντησα» γύρω στα τέλη των 80ς. Με σύστησε ο αείμνηστος Δήμος Μαυρομμάτης, ο μέντοράς μου, δίνοντάς μου να διαβάσω το βιβλίο της «Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ Πασά». Ζορίστηκα στις δέκα πρώτες σελίδες η «πόρτα» δεν άνοιγε εύκολα. Σκεφτόμουν κιόλας σοβαρά να το παρατήσω κάτι που δεν κάνω ποτέ γιατί σέβομαι αυτόν που γράφει. Και ξαφνικά δεν ξέρω πότε ακριβώς, συνέβη το «θαύμα κι αντίθαμα» κι άρχισα να κατρακυλάω πάνω στις λέξεις, να καταβροχθίζω τις σελίδες. Με μια ηδονή και μια λαχτάρα. Δε έχασα κανένα βιβλίο της από τότε.
Τη συνάντησα αργότερα δια ζώσης στην Πάτρα σε μια εκδήλωση για την ποίηση. Τότε η συγγραφέας ζούσε στην Πάτρα. Μας σύστησε ο φίλος μου ποιητής, Διονύσης Καρατζάς. Ήταν τόση η ταραχή μου όταν τη συνάντησα που δεν μπορούσα να μιλήσω. Εύρισκα ότι οι κοινότυπες φράσεις που λέγονται σ αυτές τις περιπτώσεις ήταν περιττές, άχρηστες.
Εντέλει τη γνώρισα πιο καλά όταν της ετοιμάζαμε το ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ όπου μας διηγήθηκε την αυτοβιογραφία της, πριν δυο χρόνια.
Και τώρα να κρατώ στα χέρια μου το πρόσφατο μυθιστόρημά της. Ένα παλίμψηστο βυζαντινό τρίπτυχο: Οι γεννήτορες, η Ρέα, η Ιστορία. Τίτλος: «Εμμανουήλ και Αικατερίνη» -Τα παραμύθια που δεν είναι παραμύθια. Μέσα στο βιβλίο βρίσκεται και μια κάρτα: στη μια πλευρά η μητέρα, Αικατερίνη Παπαματθαιάκη, γιατρός μικροβιολογος στο εργαστήριο: παρατηρεί κάτι στο μικροσκόπιο. Στην άλλη πλευρά, ο πατέρας Εμμανουήλ Γαλανάκης ιππεύει το άσπρο άτι του, τον αχώριστο σύντροφό του.
Ήταν ως φαίνεται η ώρα να βγει αυτό το μυθιστόρημα. Τώρα που η συγγραφέας τακτοποίησε τους λογαριασμούς της με τον εαυτό της, κρίθηκε, αυτό-κρίθηκε, και πέτυχε αυτό που λίγοι καταφέρνουν: να προσεγγίσει την ολοκλήρωση. Και ήταν η ώρα να το τολμήσει. Έτσι επιχειρεί μια ανίερη πράξη. Με σκοπό άραγε την κάθαρση; Εισβάλλει στην «κρυφή» ζωή των γονιών της πριν να γεννηθεί η ίδια. Δυο ανθρώπων που αγαπήθηκαν με πάθος σε μια εποχή που αυτό ήταν κάτι αδιανόητο, που αγάπησαν την επιστήμη τους με πάθος, αδιανόητο κι αυτό, ιδιαίτερα για τις γυναίκες, που αγάπησαν το τόπο τους με πάθος κι έμειναν εκεί, ενώ θα μπορούσαν να είχαν διαπρέψει στο εξωτερικό. Η Ρέα Γαλανάκη ακροπατεί αφουγκραζόμενη, φανταζόμενη τις μύχιες σκέψεις, τους κρυφούς διαλόγους τους. Φτιάχνει την εικόνα. Η μάνα γιατρός, μικροβιολόγος, στο γάμο φοράει ακριβό ολομέταξο νυφικό, με πολλές πτυχές… πανάκριβο φαίνεται, (θυμάστε τα αλεξίπτωτα με τα οποία κατέβαιναν οι Γερμανοί στην Κρήτη;) ο πατέρας καβαλάει το άσπρο άτι του και περιδιαβαίνει τα χωριά θεραπεύοντας χωρικούς και αντάρτες…
Και πίσω από όλα αυτά σαν σε φόντο η Ιστορία παραμονεύει πάμφωτη… Φλόγες φωτίζουν και κατακαίουν την ιστορική πορεία ενός λαού τον προηγούμενο αιώνα που δεν έσκυψε ποτέ το κεφάλι. Κι ας τον βρήκαν τόσες συμφορές. Κι ας γύρισε με τα πόδια από το Εσκι Σεχίρ και από την Αλβανία. Κι ας υπέφερε μια Γερμανική Κατοχή, έναν εμφύλιο, μια δικτατορία… Η Ρέα Γαλανάκη τον συμπονάει αυτό τον λαό. Γιατί είναι φύτρα του. Με ρίζα βαθειά, δυνατή. Και μέσα από την Ιστορία των γονιών και των προγόνων της, μας τον ξανασυστήνει με το μυθιστόρημά της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου