Για κείνον με την αντρίκια φωνή-ματιά και με χέρια μεγάλες φτερούγες που δεν τις ξεχνάω το απόγεμα είπες – τριάντα χρόνια σε περίμενα – κι ένιωσα πρώτη φορά «le vierge le vivace et le bel aujourd’hui» μετά έντονος αέρας αγάπης άνοιξε διάπλατα ένα παράθυρο μέσα μου και μπήκανε μεγάλες σταγόνες αγαλλίασης καθώς ο νοτιάς έστριβε βουίζοντας απ’ τη γωνιά της καρδιάς μου το σώμα είναι χώμα διψασμένο από σένα έμαθε τις πλημμύρες του έρωτα πολλά νομίζω θα μιλήσω τώρα πολλά που φύλαγα σε μια κρυψώνα θα τ’ απλώσω εδώ όσο μπορώ καλύτερα και ό,τι θέλει ας γενεί – στοές θα σκάψω κάτω πάνω μέσα απ’ τα λόγια – τι συνεννόηση θα ’χουμε αλλιώτικα – ήρθανε βλέπεις κι έδεσαν στις δικές μας σημαδούρες ξένοι με διαφορετικές γλώσσες – πως τρυπώνω τα χέρια μου παραμάσχαλα αναμένοντάς σε τις νύχτες όταν κρυώνω – έτσι αυτή τη στιγμή έχωσα εδώ και θα χώνω αλλού λέξεις κλεμμένες ή δικές μου που σου αρέσανε για να σε χαϊδεύει η μουσούδα του γραφτού μου πάλι ό,τι βρω δικό σου θα το φάω θα το τραγανίσω θα το καταπιώ ώσπου μιαν ώρα μες στο λιοπύρι θα μου βγει αχνός ίδρωτας πάνω απ’ το στόμα θα 'θελα ν’ ακουμπήσω δίπλα σου κι άλλα της εκλογής μου – μέρη μέρη διάσπαρτα με ασφόδελους ή μεγάλες άγριες μαργαρίτες και πιο πέρα έναν τεράστιο κέδρο του Λίβανου αλλού πάλι να ’χει αμμόλοφους με σπόνδυλους από δωρικές κολόνες αραδιασμένους χάμω θα σου έρθει κείνο το κυβικό κλουβί που σου 'χω τάξει με μικρά κόκκινα γαρίφαλα μέσα να πετάνε πέρα δώθε τραγουδώντας φλογερά και σαν λαχανιάζω από τον πολύ οίστρο θα 'θελα τότε οι κουβέντες μου να’ ναι για σένα ξόμπλια όμοια με πέρδικας φτερά – θα 'θελα μερικά από τ’ αστεία που μαζί ξαναφέρναμε (α εκείνες οι συμπαιγνίες) να χαμογελάνε ακόμα με λακκούβες στην άκρη των χειλιών – θα 'θελα να είχαμε πάει οι δυο μας στην πόλη άλλοθι όλων των σύννεφων – θα 'θελα όταν τα σανίδια κάτω στο πάτωμα τρίζουνε ξαφνικά τη νύχτα την ίδια ώρα που τα έπιπλα και η κασέλα αντιλαλούν – θα 'θελα να δημιουργείται το γνωστό έργο της συγκεκριμένης μουσικής που λέγεται «κοντσέρτο για έναν άνθρωπο μόνο» – θα ’θελα εσένα που η καρδιά σου πιάνει από την διώρυγα του Μπέριγκ μέσα απ’ όλη τη Ρωσία και απ’ το φαράγγι Λονδίνο Παρίσι Γενεύη για να φτάσει ως το Αιγαίο
-θα ’θελα όποιοι και να ’ναι οι πόθοι που έχεις να σου τους φέρνει ο γέρο άνεμος μπροστά σου εκεί που στέκεις να πέφτουνε βροχή όπως τα βατράχια τα σαλιγκάρια και άλλα μικρά ζώα που μας έρχονται έτσι από μακρινές περιοχές υπερπόντιες να σε κοιτάει ο κόσμος και να σαστίζει βλέποντας τον εσαεί ευδαίμονα άντρα μαζί δεν λέγαμε ότι για την τύχη μας οι πόθοι σαν χορταίνουν άλλους πόθους γεννάνε
θα 'θελα μα πόσο θα’ θελα ναι θα 'θελα αμέσως τώρα τώρα θέλω να ξεμαλλιάσω λίγο τη σύνταξη για να σε τραγουδήσω όπως έμαθα στο Παρίσι
εσένα σ’ έχω Δεινόσαυρο από τους πιο εκπληκτικούς
εσένα σ’ έχω βότσαλο φρούτο απαλό που τ’ ωρίμασε η θάλασσα σ’ ερωτεύω
σε ζηλεύω σε γιασεμί
σε καλπασμό αλόγου μες στο δάσος το φθινόπωρο με φοράω νέγρικο προσωπείο για να μας θέλεις εσύ με κεντρίζεις μεταξένια άσπρο μου κουκούλι
με κοιτάζεις πολύ προσεκτικά
tu m’ abysses tu m’ oasis
je te gougouch
je me tombeau bientôt
εσένα σ’ έχω δέκα ανθρώπους του Giacometti
σ’ έχω κόνδορα καθώς απλώνεσαι πάνω από τις Άνδεις σ’ έχω θάλασσα γύρω τριγύρω από τα νησιά του Πάσχα εσύ σπλάχνο μου πως με γεννάς
σε μίσχος σε φόρμιγξ
με φλοισβίζεις
σε ζαργάνα α μ’ αρέσει
δυο κροταλίες όρθιοι στρίβουν και ξαναστρίβουν γλιστρώντας ο
ένας γύρω απ’ τον άλλο όταν σταματήσουν η περίπτυξή τους είναι το μονό - γραμμά σου
tu m’ es Mallarmé Rimbaud Apollinaire je te Wellingtonia
je t’ocarina
εγώ σε Τσεπέλοβο Πάπιγκο Ελαφότοπο
εγώ σε Βίκο με τα γιοφύρια του κει που διαβαίνει ο χρόνος σ’ έχω πει και ψέματα για να τους ξεγελάσουμε
εγώ σ’ έχω άρωμα έρωτα σ’ έχω μαύρο λιοντάρι
σε ονειροβάτησα μαζί μου ως το γκρεμό
εσέ ασύλληπτο θυμάμαι και τον ύπνο μου χάνω
εσύ μάχες και ένσαρκα άλογα του Uccello
εσύ δωρητής (δεξιά κάτω της εικόνας) εκείνου του μικρού κίτρινου αγριο-
λούλουδου
εσύ κένταυρου ζέση
εσύ συντεχνία ολάκερη που έργα ποιείς διαβαίνοντας εν τη
ανωνυμία je te ouf quelle chaleur tu m’ accèdes partout presque
je te glycine
εσύ φεγγάρι που ένα σύννεφο αναβοσβήνει
εσύ δε βαριέσαι παράτα το το σύμπαν έτσι που το 'χουμε αλαζονήσει
και δαύτο πώς να συναντηθούμε ποτέ
εσύ σε τρυφερό λόγο με το λόγο έτσι δεν είναι πες εσύ σελίδα μου
εσύ μολύβι μου ερμηνευτή μου
σε ανοίγω συρτάρια πώς γιατί δεν ήρθες τόσες φορές σε ξεμάκρυνα εγώ λέω τώρα
δίχως τέλος λυπάμαι
σε κρυάδα γνώρισες ποτέ την καρδιά μου σε μιαν έκπαγλη χρονιά ανταμώσαμε
σε ληστεύω από αλλουνού τα χέρια σε ακούω από δω από κει
σε σιωπώ μες στην απέραντη τρυφερότητα
σιγά σιγά να καταλαγιάσουμε όλα δεν τα 'χω πει…
ΜΕ ΕΚΡΙΖΩΝΕΙΣ»
****
ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΣΤΟΝ ΑΝΔΡΕΑ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟ 1946 - 1947*
«Αγαπητό μου gougouchaki», (έτσι προσφωνούσε χαϊδευτικά τον Εμπειρίκο), «γνώρισα τον Tzara και τσακωθήκαμε από την πρώτη στιγμή αγρίως. Εκείνος με είπε σχεδόν ταγματαλήτισσα και collaboratrice και εγώ τον είπα περίπου ηλίθιο και αφελή να πιστεύει κατά λέξη την προπαγάνδα του Κ.Κ. Στο τέλος, όταν κάπως καλμάραμε, μου λέει: "Έχω γνωρίσει έναν συμπαθέστατο Έλληνα, τον Εμπειρίκο". "Μάλιστα", του λέω, "πρώην άντρας μου". "Ah oui?", με ύφος λέει, "ε τότε, κυρία μου, ίσως να μην είστε και τόσο φριχτή"».
Και κάπου παρακάτω:
«Μια ζωή είναι αυτή, θα κοιτάξω να τη ζήσω σύμφωνα με τον εαυτό μου. Δεν έχω δυστυχώς ταμπεραμέντο πιστού...»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου