31.7.22

ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ Δ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «ΣΤΟ ΙΔΙΟ ΔΩΜΑΤΙΟ» (εκδ. Νησίδες, Θεσσαλονίκη, 2022)


Ο Διονύσης Στεργιούλας υπέγραψε το 2019 την εισαγωγή στην ανατύπωση από τις Εκδόσεις Οδός Πανός τού βιβλίου τής Ανθούλας Σταθοπούλου-Βαφοπούλου «Νύχτες αγρύπνιας», που είχε εκδοθεί στη Θεσσαλονίκη το 1931 ή 1932. Είναι άλλωστε και το μόνο που κυκλοφόρησε όσο η ποιήτρια ήταν στη ζωή. Κατόπιν, το 1936, ο σύζυγός της, ο ποιητής Γιώργος Θ. Βαφόπουλος (1903-1996), συγκέντρωσε το αδημοσίευτο υλικό σε ένα τόμο, κυρίως θέατρο, και το εξέδωσε υπό τον τίτλο «Έργα», σε πρόλογο Γρηγόρη Ξενόπουλου. Η ποιήτρια άφησε την τελευταία της πνοή, χτυπημένη από τη φυματίωση, το 1935 σε ηλικία μόλις 27 ετών.
Η προσωπικότητά της, η δραματική της ζωή, αλλά και η ποιότητα του έργου της, συνάρπασαν τον Στεργιούλα: «Τα δραματικά γεγονότα του βίου της και η φυσική της ευφυΐα προσέδωσαν στο κορίτσι που καταγόταν από τη Θεσσαλία μια ωριμότητα δυσανάλογα μεγάλη για την ηλικία του. Ίσως αυτή ακριβώς η ωριμότητα, σε συνδυασμό με την ιδιαίτερη ευαισθησία της, θα έδινε αργότερα στο έργο της και στη συμπεριφορά της έναν ανατρεπτικό-επαναστατικό τόνο. Ήθελε να προκαλεί τους συντηρητικούς αναγνώστες προβάλλοντας τον δικό της ελεύθερο τρόπο σκέψης και αμφισβητώντας στερεότυπες απόψεις της εποχής της για τη θέση και τον ρόλο της γυναίκας».
Δεν είναι εύκολο να αποτιμηθεί ένα πνευματικό έργο, που το διακόπτει ο θάνατος πριν καλά ξεκινήσει. Ίσως πρέπει να πάψουμε να αναρωτιόμαστε για το τι επιπλέον θα μπορούσε να προσφέρει η κάθε Ανθούλα στα Γράμματα, να θεωρήσουμε ότι η ίδια η ζωή προνοεί ώστε κανένα έργο να μη μένει ημιτελές. Μέχρι εκεί ήταν.
Έγραφε για την απώλειά της ο Τέλλος Άγρας στην «Νέα Εστία» (τ. 202, 15 Μαΐου 1935): «…Αρχίζει, αλήθεια, από τον Καρυωτάκη, που έγινε ο Λαφόργκ τής γενεάς μας και της γενεάς που έρχεται. Απαισιοδοξία, ρεαλισμός, ποιήματα γραμμένα στα φθισιατρεία… Μα έπειτα, ποιος θα το πίστευε! Έπειτα, να το αίσθημα, να η αγάπη, να οι στιγμές τού έρωτος, να η χαρά τής ζωής! Από την τραγική τριάδα τών ποιητριών –που άρχισε με την Πολυδούρη, συνεχίσθηκε με την Ζάμπα και συνεχίζεται με την Βαφοπούλου, -αυτή, η τελευταία, είν’ εκείνη που λιγότερο μιλεί για το κορμί της, και περισσότερο για την καρδιά της». Και κατέληγε: «Εχάθηκε (–το πιστεύω-) μια νεαρώτατη, μικρή ποιήτρια».
Ένα χρόνο μετά ο Κλέων Παράσχος έσυρε τις παρακάτω γραμμές («Νέα Εστία», τ. 224, 15 Απριλίου 1936): «Δεν μπορούμε να ξέρουμε τι έργα θα μας έδινε η Ανθούλα Βαφοπούλου αν ζούσε. Μα εκείνο που βλέπουμε, εκείνο που γι’ αυτό δεν μας επιτρέπεται καθόλου να αμφιβάλλουμε, είναι ότι ήταν μια αληθινή ψυχή ποιητική, κι’ ότι είχε αρχίσει να νοιώθει, μ’ έναν τρόπο αληθινά δικό της, τον κόσμο».
Αξίζει να ακούσουμε μερικούς στίχους της, για να μπούμε στο κλίμα τού βιβλίου τού Στεργιούλα: «Της ζωής απόκληροι κι’ απελπισμένοι, / με μια αγωνία προσμένουν θλιβερή / το θάνατο, στον πόνο τους δοσμένοι. / (…) / Μ’ αν η ζωή τους είναι έτσι πικρή, / απ’ τους Θεούς αυτοί είναι οι διαλεγμένοι. / Γι’ αυτό κανείς δεν πρέπει ν’ απορεί / στους ζωντανούς πώς ζούνε πεθαμένοι» (Σ’ αυτούς που φθίνουν νέοι, «Νέα Εστία», τ. 95-96).
Και: «Σε κοιτάζω με τρόμο στα παράξενα μάτια, / μισητό συ, είδωλό μου, στον καθρέφτη απ’ αγνάντια, / και ζητώ να μαντέψω της ψυχής σου τον πόθο, / που κρυφά να μου φθείρη τη ζωή μου τον νιώθω. // Σε κοιτάζω με φρίκη, γατί δαίμονα μοιάζεις· / Απ’ τα πράσινα μάτια, σπίθες πράσινες βγάζεις, / Και τα χείλη, που τρέμουν στων φιλιών τη μαγεία, / τα φιλιά σου ζητούνε στο γυαλί με μανία. // Σε κοιτάζω με πόνο στο ερωτόπληχτο βλέμμα, / κ’ ένα ρίγος θανάτου μού παγώνει το βλέμμα. / Μ’ αν ο χρόνος ρυτίδες δε σου σκάφτει ακόμα, / η Ανία κρεβάτι σού ετοιμάζει από χώμα. // Είσαι εχθρός δυνατός, όμως πια δεν τρομάζω. / του εγώ σου τη λίμνη με πετριές την ταράζω, / να λαβώσω γυρεύω, μες στ’ απύθμενα βάθη, / τα τρελά που σε πνίγουν των ερώτων σου πάθη» (Μπροστά στον καθρέφτη, «Νέα Εστία», τ. 99).
Όλα αυτά, που διαδραματίστηκαν στο ζοφερό τοπίο τής φυματίωσης, της φοβερής τον παλιό καιρό αρρώστιας, συνυπολογίζοντας, βεβαίως, και το κακό τής τωρινής πανδημίας τού Covid-19, συγκίνησαν τον Διονύση Στεργιούλα και τον ενέπνευσαν να γράψει ένα θεατρικό μονόλογο, στον οποίον «αναπλάθονται οι τελευταίες στιγμές της ποιήτριας» στο σανατόριο στο Ασβεστοχώρι. Σημειώνει στον Πρόλογό του: «Μόνο με όρους αρχαίας τραγωδίας μπορεί να περιγραφεί η σύντομη ζωή της σημαντικής ποιήτριας Ανθούλας Σταθοπούλου, (…) αφού μέσα σε μία δεκαετία έχασε από ασθένειες τον αδελφό της (1922), τη μητέρα της (1928) και την αδελφή της (1931)…». Έχοντας ήδη ασχοληθεί με το έργο και άλλων γυναικών, παρατηρεί ότι το έργο τους «είχε υποτιμηθεί ή είχε αποσιωπηθεί όσο ζούσαν ή και για μεγάλο διάστημα μετά τον θάνατό τους. Καθοριστική αιτία υπήρξε το φύλο τους και συχνά και ο ανυπότακτος χαρακτήρας τους». Εκφράζει δε την άποψη ότι «στο μέλλον θα διορθωθούν πολλές από αυτού του τύπου τις αδικίες, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι η εξέλιξη του ανθρώπινου πνεύματος και της φιλολογικής επιστήμης δεν θα σταματήσει ούτε θα οπισθοδρομήσει».
Ο μονόλογος αναπτύσσεται σε μια ακολουθία επτά Ωρών: Στο δωμάτιο της Νίτσας, Ο Γιώργος, Οι φίλες του σανατορίου, Μνήμες, Οι λογοτέχνες – Η θάλασσα, Πεθαίνουν οι ποιητές; και Έξοδος. Τις σιωπές τής Ανθούλας γεμίζουν μουσικές τού Τσιτσάνη («Το καράβι», σε στίχους Κώστα Βίρβου: «Ο καθένας άνθρωπος μοιάζει με καράβι / που θαλασσοδέρνεται βράδυ και πρωί…»), του Γιώργου Κατσαρού («Μάνα μου είμαι φθισικός, έχω μεγάλη φθίση, / φύλα τον άλλο μου αδερφό, μάνα, να μην κολλήσει») και άλλων. Ακούγεται και το τραγούδι «Ακρογιαλιές δειλινά» του Τσιτσάνη, ο πέμπτος στίχος τού οποίου, «Μπορεί να το ’χουν πλανέψει ακρογιαλιές δειλινά», αποτελεί, κατά τον Στεργιούλα, «παραλλαγή στίχου από το ποίημα της Ανθούλας Σταθοπούλου «Μπορεί»: «Μπορεί να με πλανέψουν κι άλλες ακρογιαλιές και δειλινά». Δεν αποκλείεται οι στίχοι του τραγουδιού να αφορούν την ίδια την ποιήτρια, την τραγική ιστορία της οποίας γνώριζε πολύ καλά ο Τσιτσάνης».
Στο βιβλίο αυτό παρατηρώ και την πρόθεση του ποιητή να επανασυνδέσει το θέατρο με την ποίηση. Το προσωπικό δράμα, διά της θεατρικής τέχνης, μετουσιώνεται σε ποίηση τραγική. Εύχομαι σύντομα η ηρωίδα να βρει την ενσάρκωσή της και στα φώτα τής ράμπας.
Ας ακούσουμε και τη φωνή τής κατά Στεργιούλα Ανθούλας Σταθοπούλου: «Πεθαίνουν οι ποιητές; / Πεθαίνει το έργο τους; / Πεθαίνουν λίγο λίγο εν ζωή / και ζουν μετά τον θάνατό τους; / Όσο ζουν κοιτούν τον ουρανό / κι όταν πεθαίνουν κοιτούν από ψηλά στη γη; / Θα διαβάζουν ποτέ τα ποιήματά μου / κορίτσια κι αγόρια πριν κοιμηθούν; / Θα τα απαγγέλλουν στον αγαπημένο / ή στην αγαπημένη τους; / Ή θα χαθούν μέσα στον χρόνο / μέσα στα σκοτεινά του μονοπάτια; / Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου / και περισσότερο τα τελευταία χρόνια / έχω μπροστά μου ένα χαρτί και γράφω. / Κάθε μέρα. Κάθε νύχτα. / Χιλιάδες νύχτες αγρύπνιας. / Και μετά φαντάζομαι τις λέξεις / να με κοιτούν σαν νεογέννητες ψυχές. / Και άλλοτε καθώς τις κοιτάζω / μου φαίνεται ότι κοιτώ σε καθρέφτη. / Αν ήξερα ότι θα ζήσω άλλη μία μέρα / αυτήν τη μέρα θα έγραφα ποιήματα. / Αν ήξερα ότι θα ζήσω μία εβδομάδα / θα έγραφα ένα διήγημα. / Αν ήξερα ότι θα ζήσω ένα μήνα / θα έγραφα ένα θεατρικό έργο. / Αν ήξερα ότι θα ζήσω για πάντα / για ένα διάστημα δεν θα έκανα τίποτα. (…)».

Δεν υπάρχουν σχόλια: