26.7.22

Φάλαινες κινδυνεύουν στα ρηχά


Μαρία Τοπαλη

Από τον πρώτο στίχο του πρώτου βιβλίου του, πάνε είκοσι τόσα χρόνια, μας γοητεύει στον Λίλλη το ποιητικό ρίσκο. Πολλοί θεωρούν ότι η ποίηση –η κάθε τέχνη, ίσως– είναι ευφυΐα και ευρηματικότητα, συγκίνηση και σθένος· πασχίζοντας να τα συνοψίσουν λένε «ταλέντο» 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΙΛΛΗΣ Το χάπι μούρτι-μπινγκ εκδ. Ενύπνιο, σελ. 50 

Από τον πρώτο στίχο του πρώτου βιβλίου του, πάνε είκοσι τόσα χρόνια, μας γοητεύει στον Λίλλη το ποιητικό ρίσκο. Πολλοί θεωρούν ότι η ποίηση –η κάθε τέχνη, ίσως– είναι ευφυΐα και ευρηματικότητα, συγκίνηση και σθένος· πασχίζοντας να τα συνοψίσουν λένε «ταλέντο». Κι αμέσως ξέρουν (ξέρουμε) πως κάτι λείπει από τη λέξη και από τη συζήτηση. Λείπει αυτό που κατεξοχήν κάνει τον ποιητή, κάνει τον καλλιτέχνη: το ρίσκο. Oταν διαβάζουμε, όταν βλέπουμε, όταν παρακολουθούμε ένα έργο, η βαθύτερη τέρψη και η ηδονή μας έγκειται σε εκείνο το «δι’ ελέου και φόβου», που στη μοναχική συνθήκη της ποίησης παράγεται αποκλειστικά από την αναμέτρηση της ποιήτριας/του ποιητή με το υλικό της/του. Δοκιμάζει με τις λέξεις τρόπους για να το πετύχει. Η σκηνοθεσία αυτής της αναμέτρησης κάνει το ποίημα περισσότερο ή λιγότερο αποτελεσματικό. Υπάρχουν έτσι ποιήτριες/ποιητές που, όσο κι αν τις/τους συμπαθούμε, γνωρίζουμε ότι αν και καταβάλλουν την επιμέλεια του καλού μαθητή, πλατσουρίζουν στα ρηχά εκ του ασφαλούς. Και θα ξεχάσουμε τους στίχους τους το επόμενο δευτερόλεπτο, αφού τους διαβάσουμε. Ο Λίλλης συχνά έχει υπάρξει άνισος, ενώ και στο υπό συζήτηση βιβλίο πέφτει καμιά φορά στον πειρασμό να πει απλώς τα σύκα σύκα. Oμως η ποίησή του είναι πάντα δυνατή γιατί αναλαμβάνει συνειδητά τα ρίσκα της, καλλιτεχνικά και υπαρξιακά. Ούτε ακκίζεται φιλοσοφικά ούτε φοβάται τον λυρισμό. Είναι σταθερά σε καλό δρόμο και συχνά δίνει ωραίους καρπούς. Ηδη στο πρώτο ποίημα, που εισάγει την ενιαία προβληματική της συλλογής, στηριγμένη πάνω στο «χάπι μούρτι-μπινγκ» του Τσέσλαβ Μίλος (ένα ελιξήριο ψυχικής ευφορίας), απολαμβάνουμε τη μουσική που παράγει η κυκλικότητα, η επανάληψη λέξεων και στίχων: «τελικά έμαθα να μιλώ τη γλώσσα σας» και μια στροφή πιο κάτω «τελικά έμαθα να χορεύω τους χορούς σας», κυρίως όμως την επανάληψη μιας ολόκληρης ομάδας στίχων: «είμαι αυτός που έμαθε να γελά με τα αστεία σας/ ο κομψός κύριος/ με τους καθωσπρέπει τρόπους/ περήφανος κηρύσσω δημόσια την άνοιξη/ πίνω το χάπι σας». Ο ποιητής δεν πρέπει να φοβάται τη γλώσσα και η άνεση με την οποία συντελείται η επανάληψη στο ποίημα αυτό μας καθηλώνει στη συνθήκη μιας παλιάς εμπιστοσύνης. Στα επόμενα ποιήματα η χρήση της επανάληψης εμπεδώνεται πολύ ικανοποιητικά, όπως π.χ. στο ποίημα «Η φαντασία στην εξουσία», που θα ήταν μάλλον κοινότοπο, αλλά η επανάληψη σε ύφος παιδικού τραγουδιού –του «δεν θα μας δεις, όχι, δεν θα μας δεις»– του δίνει φτερά. Eνα άλλο χαρακτηριστικό του Λίλλη είναι οι αποφθεγματικές κατακλείδες. Oταν έρχονται σαν ένα είδος λογικού συμπεράσματος καθηλώνουν το ποίημα – είναι μια σχολική συνήθεια από την οποία πλήθος ποιητριών και ποιητών της σύγχρονης Ελλάδας δυσκολεύονται να απεμπλακούν. Oταν όμως η κατακλείδα ανατρέπει και ξαφνιάζει, τότε αντί για το ποίημα καθηλώνεται, όπως είναι το ζητούμενο, ο αναγνώστης. Eτσι, π.χ., στο «Συνηθισμένη μέρα» διαβάζουμε στους εύστοχους τελευταίους στίχους ότι «Κανείς δεν θέλει στη ζωή του/ ωκεανούς θυμωμένους/ αλλά μια θάλασσα ρηχή που να πατώνει». Ολόκληρο το «Στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή ΙΙ» μπορεί να διαβαστεί ως ειρωνική – αποφθεγματική απόκρουση της ψυχανάλυσης: «Oχι, ας μην αρχίζουμε πάλι τα ίδια/ με την παιδική ηλικία./ Το ξεκαθαρίσαμε αυτό. Ο πατέρας είχε/ χέρι βαρύ/ αλλά ώς εκεί./ Πώς; Να αναζητήσουμε τις αιτίες/ στο ασυνείδητο; Ας γελάσουμε!/ Μπορεί κάποιος να ψαρέψει φάλαινα με πετονιά;». Δεν περνάει απαρατήρητος ο στακάτος ρυθμός του διαλόγου που και σε άλλα, παρόμοια ποιήματα, αφήνει άριστες εντυπώσεις, π.χ. στο «Οικογενειακό τραπέζι» και στο «Σίσυφος». 

 

https://www.kathimerini.gr/culture/books/561938461/falaines-kindyneyoyn-sta-richa/?fbclid=IwAR1ksqLT7HyRLcx_ATaXpuA2kJXs4HESTsvyPD-indNKCBab0X5ozwErkGo 

Δεν υπάρχουν σχόλια: