Της Μαρίας Μοίρα
Στις ατραπούς της νεοελληνικής πεζογραφίας, τρία βιβλία με συγγενή θεματολογία, τρεις μελέτες που διερευνούν από διακριτές οπτικές γωνίες, με διαφορετικά μεθοδολογικά εργαλεία και ερμηνευτικές προσεγγίσεις την μυθοπλασία και διηγηματογραφία της πρώιμης και όψιμης περιόδου της μεταπολίτευσης. Τρεις σημαντικοί, έγκυροι και έγκριτοι κριτικοί βιβλίων με πλούσια συμβολή στα λογοτεχνικά συμβαίνοντα, ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, η Ελισάβετ Κοτζιά και ο Δημοσθένης Κούρτοβικ, με τρεις ευρέως ενδιαφέροντος εκδόσεις, ξεδιπλώνουν το αφήγημα της συγγραφής και της ανάγνωσης μυθιστορημάτων και διηγημάτων σε αντίστοιχα χρονικά διαστήματα, καθόσον εκκινούν από την πτώση της δικτατορίας το 1974 και διαφοροποιούνται ως προς το τέλος της περιόδου αναφοράς. Και καθώς διασταυρώνονται, συγκλίνουν ή αποκλίνουν, συναντώνται ή ακολουθούν διακριτές πορείες στις ατραπούς της νεοελληνικής λογοτεχνίας, μεταδίδουν στους αναγνώστες τους την ευφρόσυνη αίσθηση μιας γόνιμης και αποκαλυπτικής περιπλάνησης στο δάσος της αφήγησης.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Η κίνηση του εκκρεμούς. Άτομο και κοινωνία στη νεότερη ελληνική πεζογραφία: 1974-2017, εκδόσεις Πόλις, σελ. 910
Ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, συγγραφέας δοκιμίων και κριτικός βιβλίων με μακρά εμπειρία και ευδόκιμη θητεία στα ελληνικά γράμματα, ο οποίος παρακολουθεί τη λογοτεχνική σκηνή από το 1979 μέχρι σήμερα από ποικίλα παρατηρητήρια και καίριες θέσεις, καταθέτει μια ενδιαφέρουσα μελέτη η οποία εγγράφεται επιστημολογικά στην ιστορία της λογοτεχνίας και τη γραμματολογία, καθόσον εξετάζει αναλυτικά και κριτικά, πρωτίστως λογοτεχνικά κείμενα. Αντικείμενό της, όπως ο ίδιος γράφει στην εισαγωγή του βιβλίου, αποτελεί «η τεσσαρακονταετία της μεταπολιτευτικής πεζογραφίας, γιατί στο σώμα της αποτυπώνονται όχι μόνον οι εξελίξεις του τέλους του 20ού και των απαρχών του 21ου αιώνα, αλλά και ολόκληρη η τροχιά την οποία χαράσσει η ελληνική λογοτεχνία μετά το πέρας του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου».
Ο συγγραφέας, σε μια πολυσέλιδη, ενδελεχή και εμπεριστατωμένη έρευνα, παρακολουθεί και καταγράφει την παλινδρομική τροχιά του εκκρεμούς την οποία διαγράφει η μεταπολιτευτική λογοτεχνία, καθώς κινείται από την κοινωνία προς το άτομο και από το άτομο προς την κοινωνία. Αποτυπώνει αυτήν την πολυτάραχη και ανατρεπτική, θορυβώδη και αμφίσημη διαδικασία μετάβασης από την παραλυτική απραξία και αφωνία της δικτατορίας στην ενθουσιώδη πολιτική δράση και την δημοκρατική πολιτειακή σταθερότητα, εξετάζοντας επισταμένα, με σαφή κριτήρια και γνώμονα τα κοινωνικά, πολιτικά και πολιτισμικά συμφραζόμενα, έναν ευρύ, πολυσυλλεκτικό κατάλογο συγγραφέων και κειμένων. Σ΄ αυτήν την ιστορική προοπτική θεώρησης της λογοτεχνίας, τομές αποτελούν αναμφίβολα η πτώση της δικτατορίας το 1974, η εποχή της κρίσης και εν τέλει της πανδημίας που την ακολούθησε, αποκαθηλώνοντας οράματα και βεβαιότητες, δίνοντας ένα δραματικό τέλος σε μια συνθήκη αντινομιών και εύθραυστων ισορροπιών, σαθρής ευφορίας και πλασματικής ανάπτυξης.
Ο Χατζηβασιλείου δοκιμάζει να απαντήσει στο θεμελιώδες κατά την κρίση του ερώτημα, για τον τρόπο με τον οποίο αναπαρίσταται η σχέση ατομικού και συλλογικού στην πεζογραφία της Μεταπολίτευσης. Στα δέκα κεφάλαια του βιβλίου επεξεργάζεται, με πολλαπλά παραδείγματα λογοτεχνικών κειμένων και θεωρητικές αναφορές, την διελκυστίνδα ανάμεσα στο προσωπικό και στο δημόσιο, η οποία παρουσιάζει συνεχείς ανατροπές και αποκλίσεις, απρόσμενες ωσμώσεις και υβριδισμούς. Το πρώτο κεφάλαιο εκκινεί από την φορτισμένη πολιτικά και ιδεολογικά ατμόσφαιρα της πρώιμης μεταπολεμικής λογοτεχνίας, όπου οι συγγραφείς, κινούμενοι ανάμεσα σε μοντερνισμό και αρχόμενο μεταμοντερνισμό, εναλλάσσοντας ή συμπτύσσοντας λογοτεχνικά είδη, συνδιαλέγονται διαρκώς με την πολιτική και την Ιστορία, στην προσπάθειά τους να διαχειριστούν μυθοπλαστικά το επώδυνο παρελθόν της Κατοχής, της Αντίστασης και του Εμφυλίου.
Η γραμματολογικά δεύτερη μεταπολεμική γενιά συγγραφέων που παίρνει τη σκυτάλη χρησιμοποιεί τη μνήμη ως εφαλτήριο, για να αναδείξει τον τρόπο που το ατομικό καθρεφτίζεται σ’ ένα συλλογικό περίγυρο ακόμη φορτισμένο από το τραύμα της απώλειας και της ήττας. Οι κατοχικές, εμφυλιακές και μετεμφυλιακές συγκρούσεις αποτελούν πλέον προϊόν διαμεσολάβησης για τους λογοτέχνες της δεκαετίας του εξήντα. Ανασύρονται ως σπαράγματα από την παιδική και εφηβική μνήμη, με την υποκειμενικότητα να ξεπηδά απρόσμενα μέσα από την αίσθηση του συλλογικού. Το τρίτο κεφάλαιο παρακολουθεί την αμφίρροπη μάχη υπέρ της ατομικότητας και της ελευθερίας. Επισημαίνει τις αποστάσεις που παίρνει η μυθοπλασία από τον κλοιό της πολιτικής και της Ιστορίας, για να μετατοπίσει το βλέμμα του αναγνώστη προς το εσωτερικό δράμα του υποκειμένου, τους καταναγκασμούς της καθημερινότητας και την προσπάθεια αυτοπροσδιορισμού και αυτοδιάθεσης. Ο αγώνας για μια ισορροπημένη ταυτότητα ανασύρει τις μυθοπλαστικές εκδοχές του έρωτα και του θανάτου ή τις απονενοημένες απόπειρες λύτρωσης από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό της κοινότητας και της παράδοσης.
Η επόμενη γενιά συγγραφέων, στο τέταρτο κεφάλαιο, παλινδρομεί ανάμεσα στο συλλογικό και το ατομικό, με την πίστη στην ελευθερία να δίνει την θέση της στον ανεύθυνο ναρκισσισμό και την κτητική εγωπάθεια, στο ιδιοτελές συμφέρον, στον ηθικό αμοραλισμό και στον ιδεολογικό απορφανισμό. Η παρωδία που υιοθετείται ασμένως ανασυντάσσει την πραγματικότητα, φωτίζοντας πλάγια και ειρωνικά, με χιούμορ και σαρκασμό έναν κόσμο ανολοκλήρωτο και ανεστραμμένο. Σ’ αυτήν στρέφεται μια σημαντική μερίδα νέων πεζογράφων οι οποίοι κάνουν την εμφάνισή τους την δεκαετία του 1980. Οι ήρωες αποκαθηλώνουν το πεδίο της κοινότητας, περιπλανώνται, ασφυκτιούν, ανατρέπουν τις παγιωμένες παραδοχές.
Οι συγγραφείς που έπονται ταυτίζουν το προσωπείο με το πρόσωπο, το φαίνεσθαι με το είναι. Το άθροισμα των στιγμών της καθημερινότητας, οι ενδοσκοπήσεις και οι αποδομήσεις του οικείου, τα κλειστοφοβικά σύμπαντα και οι ετεροτοπίες, οι μοναχικές διαδρομές και οι οικογενειακές συγκρούσεις κυριαρχούν στην πεζογραφία αυτής της περιόδου. Το αστυνομικό μυθιστόρημα και οι ιστορίες μυστηρίου, ακροβατώντας στη μεθόριο νόμου και παραβατικότητας, μπαίνουν ορμητικά στην ελληνική λογοτεχνική σκηνή και στο συλλογικό φαντασιακό, για να αποτυπώσουν τις σκοτεινές πτυχές της αστικής ζωής, την αυταρχικότητα των εξουσιαστικών δομών και την διαφθορά της κοινωνικής πραγματικότητας. Παράλληλα το ιστορικό μυθιστόρημα διεκδικεί μια σημαντική θέση στην μεταπολιτευτική πεζογραφία. Αναψηλαφεί το ιστορικό συμβάν μεταμορφώνοντάς το «σε αφηγηματικό-λογοτεχνικό γεγονός το οποίο εγγράφεται στο μεροληπτικό σύμπαν της υποκειμενικότητας». Με όχημα την ιστορική ύλη και τα ίχνη της στη συλλογική μνήμη, άτομο και κοινωνικός χώρος διασυνδέονται δια του μύθου, φιλοτεχνώντας την ιστορική τοιχογραφία με όρους διαύγασης ή ανασκευής.
Ο καθολικός και δραματικός χαρακτήρας της οικονομικής κρίσης θα αφήσει τα αποτυπώματά του στην πεζογραφία από το 2010 και μετά. Η αστεγία, η ανεργία, η ηθική και ψυχική αποδιοργάνωση, η απορρύθμιση της καθημερινότητας, θα εμπνεύσουν πολλούς συγγραφείς, παράγοντας ιστορίες ζόφου και απόγνωσης. Στο τελευταίο κεφάλαιο αναλύονται πεζογράφοι οι οποίοι στα κείμενά τους εστιάζουν στην ίδια τη συγγραφική διαδικασία. Εκθέτουν αφηγηματικές τεχνικές και στρατηγικές, τους υβριδικούς μετασχηματισμούς της γλώσσας, τις σημασιοδοτικές πρακτικές στην παραγωγή και αναπαράσταση της εμπειρίας καθώς και στη συγκρότηση των ανθρώπινων υποκειμένων, αποκαλύπτοντας την αδιάκοπη ζύμωση των ιδεών και των νοημάτων εντός της κοινωνίας. Όχι το έργο μιας ματιάς αθώας και απροκάλυπτης η οποία καταγράφει, αλλά ενός βλέμματος που επιλέγει, απορρίπτει, οργανώνει, συνδέει, ταξινομεί, αναλύει και κατασκευάζει σε μια ρηξικέλευθη διαδικασία, η οποία ρυθμίζεται από την ανάγκη και την προκατάληψη, τη μνήμη και την εμπειρία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου