Κωνσταντίνα Κορρυβάντη
«Αν και μας τύλιγε γοργά το σκοτάδι που ερχόταν πίσω απ’ τους λόφους, / προφθάσαμε να βρούμε ο ένας τον άλλον. Μέσα από τον σπασμένο καθρέφτη, / είδα τα πορφυρά μαλλιά σου να κυματίζουν. Φοβήθηκα τότε -τώρα είναι αργά- / ν’ αγγίξω εκείνο το τόσο εύθραυστο σώμα που μου προσφερόταν ολόγυμνο / μέσα σ’ αυτό το ελάχιστο διάστημα της γαλήνης που μας δόθηκε, πριν ηχήσουν / για άλλη μια φορά οι σειρήνες και συρθούμε σαν ζώα τυφλά, μέσα στα πνιγηρά καταφύγια».
Αυτά γράφει με τη χαρακτηριστική του παλλόμενη ευαισθησία ο ποιητής Σταμάτης Πολενάκης, στην νέα του ποιητική συλλογή που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ενύπνιο, υπό τον αγγλικό τίτλο «Βirds in the night».
Ο Πολενάκης, βραβευμένος το 2017 τόσο με το Βραβείο Ποίησης του περιοδικού «Αναγνώστης» όσο και με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για την ποιητική του συλλογή «Τα τριαντάφυλλα της Μερσέδες» (Μικρή Άρκτος, 2016), επανέρχεται μετά από ένα ποιητικό διάλειμμα έξι χρόνων – κατά το οποίο μεσολάβησε και η έκδοση του πρώτου του μυθιστορήματος («Η πάλη με τον άγγελο», Ενύπνιο, 2020) - για να μοιραστεί μαζί μας μία συλλογή αρχετυπικής κι ανεξάντλητης θεματικής σε ένα γνώριμο λογοτεχνικό ναρκοπέδιο. Αυτό του έρωτα, της ποίησης και του θανάτου.
Στο Βirds in the night συναντάμε αρχικά δύο παρουσίες, αλλά μία φωνή. Ο ποιητής μιλά πάντα ως ένα αδιάσπαστο «εμείς» σε πρώτο πληθυντικό. Καθώς η δεύτερη φωνή της αγαπημένης του δεν ακούγεται, ο Πολενάκης μοιάζει να κρατά το ημερολόγιο της ψυχικής απόδρασης ενός ερωτευμένου ζευγαριού. Μίας απόδρασης από έναν κόσμο ρημαγμένο σχεδόν στο χείλος της καταστροφής.
Πεζόμορφα ποιήματα -που θα μπορούσαν να είναι και ημερολογιακές
εγγραφές- τοποθετημένα σε ένα αχρονικό σημείο μίας νυχτερινής και
λυρικής «πτήσης». Εφιαλτική, αγωνιώδης, χιμαιρική ατμόσφαιρα, ερωτικός
λόγος με κοινωνικό και πολιτικό μετακείμενο, αλλά και μία αίσθηση
εικαστικής αποτύπωσης που θυμίζει την περιπλάνηση των «ιπτάμενων
εραστών» πάνω από την πόλη, στον ίσως πιο γνωστό πίνακα του Μαρκ Σαγκάλ.
Ο κόσμος του ποιητή, όμως, είναι μία σκοτεινή εκδοχή αυτής της
σ
αγκαλικής πτήσης. Είναι ένα κατακλυσμικό ταμπλό, ένας τόπος φοβερής
συντριβής κι αποκάλυψης, όπου ό,τι τόλμησε κάποτε να εξιδανικευτεί, στο
τέλος ματαιώνεται κι ηττάται.
Ο γερός αρμός των ποιημάτων του Πολενάκη σε αυτή την συλλογή είναι ο στίχος- επωδός “είδα τα πορφυρά μαλλιά σου να κυματίζουν”. Και πρόκειται στην ουσία για μια παρηγοριά, μια γητειά που θέλει να θεραπεύσει και να απαλύνει τον πόνο των ψυχών. Η γυναίκα-σύντροφος, όμως, στην οποία απευθύνεται ο ποιητής «το τυφλό κορίτσι που τον οδήγησε ώς εκεί που δεν έφτασε ποτέ κανείς», σιγά – σιγά περνώντας από το ένα ποίημα στο άλλο, γίνεται ένα σύμβολο. Ένας σφιχτός εναγκαλισμός. Γίνεται ίσως ακόμη κι η μητέρα ποίηση. Κι από το ποιητικό σώμα του βιβλίου αρχίζουν να αναβλύζουν κατά τόπους υπέροχοι στίχοι μεγάλων δημιουργών του παρελθόντος, ως φόρος τιμής στο ποιητικό Πάνθεον του Πολενάκη.
Γιατί η συλλογή επιθυμεί να εκφράσει μπροστά στο χάος της επικείμενης καταστροφής και μια άλλη πνευματικότητα. Εκεί πια αντιλαμβανόμαστε πως τα ποιήματα που στις πρώτες σελίδες έμοιαζαν μονοδιάστατα ερωτικά και ιδιωτικά, αποκτούν ένα άλλο βάθος και απλώνουν τις ρίζες του στον καταγωγικό και οικουμενικό τόπο της ποίησης. Τα «σκοτεινά πουλιά» της συλλογής στην πορεία τους συναντάνε μεταξύ άλλων τον Όμηρο, το δημοτικό τραγούδι, τους ψαλμούς του Δαυίδ, τον Σέλεϊ, τον Λόρκα, τον Κόλεριτζ, σταθερά τον «θεολόγο-ποιητή» Χέλντερλιν ως μάλλον και τη σημαντικότερη επιρροή του Πολενάκη, τον Ρίλκε, τον Ζέμπαλντ και φυσικά τον ενορατικό Δάντη, ο οποίος πραγματοποιεί μια εκκωφαντική , σχεδόν απόκοσμη, εμφάνιση στο προτελευταίο ποίημα του βιβλίου. ΄Άλλωστε, όπως είχε πει ο ίδιος ο Πολενάκης σε συνέντευξή του στην Εποχή, ολόκληρη η λογοτεχνία είναι ένας διάλογος μεταξύ φαντασμάτων.
Μεταφέρω εδώ το τελευταίο και πιο ευλαβικό, όπως το αισθάνομαι, ποίημα της συλλογής. Ένα ποίημα αντί επιλόγου που συνοψίζει και δηλώνει σ’ έναν μόνο στίχο του με απόλυτη διαύγεια τον σκοπό όλης της ποιητικής του Πολενάκη. Μιας ποίησης που «υμνεί τη φθορά και τη στάχτη» και «ολόκληρη την ματαιότητα των εγκοσμίων» με μοναδική της αφετηρία την αγάπη.
Γράφει, λοιπόν, ο Πολενάκης:
Βάδισα στην έρημο ολομόναχος. Στη φοβερή ερημιά/ σου εβάδισα μέχρι να συναντήσω τον άγγελο από/ πέτρα. Μέσα απ’ το θολό νερό των πηγαδιών, μέσα/ από μυριάδες αντικατοπτρισμούς, είδα για τελευταία/ φορά τα πορφυρά μαλλιά σου να κυματίζουν. Δε θα/ υπάρξει ποτέ ελπίδα μιας άλλης ζωής γι’ αυτούς που/ επέζησαν από τον ανελέητο άνεμο, από τα δόντια της/ νύχτας, από τον εναγκαλισμό της μητέρας ποίησης αλλά/ η αγάπη μου, που υμνεί τη φθορά και τη στάχτη και/ τον άρρωστο κόσμο που περιστρέφεται και ολόκληρη/ τη ματαιότητα των εγκοσμίων, θα κινήσει ξανά τον ήλιο/ και τ’ άλλα αστέρια.
Ένας βαθιά οραματικός ποιητής που κατεβαίνει στην αγορά μονάχα όταν θέλει να μιλήσει για την ανθρώπινη μοίρα. Μια δυνατή ποιητική κράση που εγγράφει από το 2002 και μετά (χρονιά κυκλοφορίας του πρώτου του βιβλίου ποίησης) τον γερμανικό ρομαντισμό και την ελληνική μεταπολεμική ποίηση στο συνεχές της γραφής. Ατμοσφαιρικός, μελωδικός, αφηγηματικός και ρηγματώδης. Αλλιώτικα θρησκευτικός σε αυτό το τελευταίο του βιβλίο, πάντα με ιστορική συνείδηση στην ποίησή του αλλά και γεμάτος συγγραφικές εμμονές που γοητεύουν, ο Σταμάτης Πολενάκης είναι ένας ολοκληρωμένος δημιουργός από τους πρώτους της γενιάς του. Ένας ποιητής που εξακολουθεί να ζητά «μια πειστική απάντηση στο αίνιγμα του Θεού και του κόσμου».
Μία ολόκληρη νύχτα πάλευα με τον άγγελο. Θνητός εγώ,/ άγγιξα για μια και μοναδική φορά τα αθάνατα χέρια σου,/ λευκότερα και από τις θεάς. Κάτω από τις δαιμονικές/ τυμπανοκρουσίες του έρωτα, μέσα απ’ το θνητό σκοτάδι του αθάνατου κόσμου, είδα τα πορφυρά μαλλιά σου να κυματίζουν. Άνεμος φυσούσε απ’ τις ακτές. Κανείς ποτέ/ δεν κοίταξε κατάματα τον Θεό και επέζησε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου