16.4.19

ΜΟΝΟΚΟΝΤΥΛΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ Κ. Γ. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ (Τρίπολη 1896-Πρέβεζα 1928)


Εἴμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες
κιθάρες. Ὁ ἄνεμος, ὅταν περνάει
στίχους, ἤχους παράφωνους ξυπνάει
στὶς χορδὲς ποὺ κρέμονται σὰν καδένες.
Εἴμαστε κάτι ἀπίστευτες ἀντένες.
Ὑψώνονται σὰ δάχτυλα στὰ χάη
στὴν κορυφή τους τ᾽ ἄπειρο αντηχάει
μὰ γρἠγορα θὰ πέσουνε σπασμένες.
Εἴμαστε κάτι διάχυτες αἰσθήσεις
χωρὶς ἐλπίδα νὰ συγκεντρωθοῦμε.
Στὰ νεῦρα μας μπερδεύεται ὅλη ἡ φύσις.
Στὸ σῶμα, στὴν ἐνθύμηση πονοῦμε.
Μᾶς διώχνουνε τὰ πράγματα, κι ἡ ποίησις
εἶναι τὸ καταφύγιο ποὺ φθονοῦμε.
(Κ. Γ. Καρυωτάκης: «Εἴμαστε κάτι»)

Χωρὶς ἀμφιβολία τὸ πέρασμα τοῦ Κ. Γ. Καρυωτάκη ἀπὸ τὴ νεοελληνικὴ λογοτεχνία ἄφησε βαθύτατα σημάδια στὴν πορεία της, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὴν ἐπίδραση τοῦ ἔργου του πάνω στοὺς σύγχρονους καὶ νεότερούς του ποιητές. Ὁ Καρυωτάκης σφράγισε μὲ τὴν παρουσία του τὸν μεσοπόλεμο καὶ μὲ τὴν τέχνη του χαρακτήρισε στὸ μεγαλύτερο βαθμὸ τὸ κλίμα τῆς ἐποχῆς. Σχεδὸν ὅλη ἡ νεότερη ποίηση ἔχει διαποτισθεῖ ἀπὸ τὸ χυμένο αἷμα τοῦ αὐτὀχειρα ποιητῆ καὶ μάλιστα σὲ τέτοιον βάθος, ὥστε ὁ ὅρος «Καρυωτακικὸς» νὰ θεωρεῖται ὑψίστη τιμή.
Ὁ Γ. Π. Σαββίδης ἔχει χαρτογραφήσει τὴν ὑποκείμενη στὴν καρυωτακικὴ φλέβα ποιητικὴ παραγωγὴ μέχρι καὶ τὶς μέρες μας μὲ ἀπόλυτα πειστικὰ ἀποτελέσματα κι ἐπιχειρήματα, δείχνοντας τὸ διαρκὲς παρὸν τοῦ ποιητῆ μέσα σὲ κάθε μετάλλαξη καὶ μεταλαμπάδευση τῆς ποιητικῆς τέχνης. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ δὲν ἑδράζεται μόνο στὴν πρωτότυπη καὶ θελκτικὴ ποίηση ποὺ ἔγραψε ὁ Καρυωτάκης, ἀλλὰ καὶ στοὺς συναισθηματικοὺς μαγνῆτες ποὺ φέρει ἡ ποίησή του καὶ μὲ τοὺς ὁποίους ἕλκει τοὺς ἀναγνῶστες μέσα σὲ μιὰ ἀνθρώπινη ὀδύνη ποὺ μᾶς ἀφορᾶ ὅλους.
Ἡ ποίηση τοῦ Κ. Γ. Καρυωτάκη βρίσκεται μέσα στὴν καρδιὰ τῆς ἀνθρώπινης συνείδησης, καθ᾽ ὅλη τὴν ὥρα ποὺ αὐτὴ συνδιαλέγεται μὲ τὸν δημιουργὸ καὶ τὸν περίγυρό της. Ὁ τρόπος ποὺ ἐκφέρεται καί, κυρίως, ὁ τρόπος ποὺ διεισδύει μέσα στὰ συνειδησιακά σκότη, ἐκεῖ ὅπου δὲν βρίσκει ἱκανὰ αἴτια ποὺ νὰ συνηγοροῦν στὰ θετικὰ τοῦ ἀνθρώπινου βίου, ἀλλὰ βρίσκει μόνο τὰ μάταια καὶ τὰ περιττά ποὺ πάντα ὑπερτεροῦν, εἶναι ἀπολύτως παρασυρτικὸς πρὸς ἕνα κλίμα δυσπιστίας καὶ βαθιᾶς ἀπογοήτευσης. Ὁ Καρυωτάκης εἶναι ἡ συνεχὴς ἀντίστιξη ἀτόμου καὶ κοινωνίας, μιὰ ὑπόγεια παράσυρση τῶν ὑποσυνειδησιακῶν ἐνστάσεων ποὺ ἀναδύονται καὶ συγκινοῦν βαθύτατα μὲ τὸ δραματικό τους ἄλγος. Τὸ νομοτελειακὰ ἀνατροφοδοτούμενο κλίμα θλίψης δημιουργεῖ τὸν καθρέφτη, ὅπου ὁ καθένας ἀναγνωρίζει τὸν ἑαυτό του. Ὁ Καρυωτάκης μπορεῖ νὰ μὴ μᾶς πείθει ἰδεολογικὰ ὥστεννὰ ἀκολουθήσουμε τὰ βήματά του, μᾶς πείθει ὅμως σὲ ἕνα πολὺ μεγάλο ποσοστὸ μὲ τὴν εὐγένεια τῆς μελαγχολίας του καὶ μὲ τὴν αἰσθητικὴ ὀμορφιὰ τῶν στίχων του. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ χαρακτηρισμὸς τοῦ Τέλλου Ἄγρα ὅτι ὁ Κ. Γ. Καρυωτάκης εἶναι «ἀντιπροσωπευτικὸς ποιητὴς» εἶναι καίριος καὶ οὐσιαστικός, ἐνῶ ὁ ἴδιος κριτικὸς τὸν χαρακτηρίζει ἀκόμα πιὸ εὔστοχα μὲ τὴν ἑξῆς σειρὰ ἐπιθέτων: «λυρικό, ἐγωκεντρικό, θεληματικὰ πεζό, ρεαλιστή, πικρὸ καὶ μοναχικό». Ὁ Καρυωτάκης μᾶς ἑλκύει μὲ αὐτὴν τὴν αἴσθηση τοῦ διαρκοῦς πρόσκαιρου καὶ τοῦ συνεχοῦς ξένου ποὺ βγαίνει μέσα ἀπὸ τὴν ἀτμώδη ποίησή του, τὴν αἴσθηση τοῦ νὰ σὲ διώχνουν ἀπὸ παντοῦ καὶ ὁ κάθε τόπος νὰ σοῦ εἶναι ἀνοίκειος. Τὸ κλίμα αὐτὸ τῆς διάχυτης ἀπογοήτευσης περιέχει στιγμὲς ἀπὸ τὸν ἑαυτό τοῦ κάθε ἀτόμου καὶ τρόπους ὁμιλίας ποὺ θὰ ἤθελε νὰ ἐπιτύχει ὁ καθἐνας. Ὁ τόπος τῆς αὐτοχειρίας του, ἡ Πρέβεζα, εἶναι ἁπλῶς μιὰ σύμπτωση. Θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι καὶ ὁποιαδήποτε ἄλλη πόλη ποὺ θὰ βρισκόταν στὸν δρόμο του, καθόσον ὁ κάθε άνθρωπος ὑπόκειται στὴ μοίρα τοῦ κόσμου ποὺ δημιουργεῖ μέσα του καὶ ποὺ τὸν μεταφέρει παντοῦ.
Ἡ πρώτη ποιητικὴ συλλογὴ τοῦ Καρυωτάκη εἶναι «Ὁ πόνος τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν πραγμάτων» (1919), μὲ τὴν ὁποία μᾶς εἰσάγει στὸν θλιβερὸ κόσμο τῶν βυθισμένων στὰ σκοτάδια ἀνθρώπινων καταστάσεων. Σ᾽ ἐκεῖνες τὶς ψυχικὲς περιοχές, δηλαδή, ὅπου ὁ ἄνθρωπος, ἀπογοητευμένος συνειδητά, ζεῖ μέσα στὸν ζόφο, προσπαθώντας τοῦ κάκου, ἢ καὶ μὴ προσπαθώντας, νὰ ἐννοήσει μία ἀχτίδα ἐλπίδας μὲ τὴν ὁποία νὰ γλυκάνει τὸν βίο του. Ὁ Καρυωτάκης θέλει νὰ ἐκφράσει, καὶ τὸ κατορθώνει αὐτὸ μὲ πολὺ ἐπιτυχῆ τρόπο, μία «πτυχὴ τῆς βαθύτερης ὑπαρξιακῆς ὀδύνης» (Ἀν. Καραντώνης).
Ἡ δεύτερη ποιητικὴ συλλογή του μὲ τίτλο «Τὰ Νηπενθῆ» (1921), ποὺ ἔρχεται κι αὐτὴ ὅπως καὶ ἡ πρώτη χωρὶς προβλήματα μορφῆς, περιλαμβάνει μερικὰ ἀπὸ τὰ διασημότερα ποιήματά του. Μὲ μιὰ πρόδηλη μελαγχολικὴ εὐγένεια προβάλλει μιὰ ζωὴ σκοτεινιασμένη ἀπὸ τὴ ματαιότητα καὶ τὴν κενότητά της. Ἡ τρίτη του ποιητικὴ συλλογὴ μὲ τίτλο «Ἐλεγεῖα καὶ σάτιρες» (1927) συνιστᾶ τὴν πιὸ σημαντικὴ κατάθεσή του μὲ ποιήματα ὑψηλῆς πνοῆς, γεμάτα ἀπὸ ρεαλισμὸ καὶ προφητικὸ ἄλγος περὶ τοῦ ἀκολουθητέου. Οἱ ἐμπνεύσεις του βασίζονται στὶς ἀντιφάσεις τῶν νεοαστικῶν ρυθμῶν τῆς καθημερινότητας, στὶς ζοφερὲς φαντασιώσεις τῶν δισταγμῶν καὶ τὶς θωπεῖες τοῦ ἀπραγματοποίητου. Ἀνάμεσα στὶς ρωγμὲς τῶν συλλογισμῶν του ἀναλάμπουν φωτεινὲς ἐπιστροφές, τίς ὁποῖες ὅμως ὁ ἴδιος τὶς βλέπει καὶ τὶς θέλει μὴ πραγματοποιήσιμες. Τὶς συζητάει ὅμως ποιητικὰ καὶ ἰδεοληπτικά, σὰν μιὰ προσπάθεια ἐνίσχυσης τοῦ κριτικοῦ του βλέμματος. Ὁ ἐρωτηματικὸς καὶ σχεδὸν πάντα ἀπορημένος τὀνος τῆς ποίησής του συνεπικουρεῖ στὴ δόμηση ἑνὸς προσωπικοῦ ἰδιόμορφου ὕφους, φορτισμένο ἀπὸ τὴν πίστη του στὴ μὴ εὐόδωση τῶν ἀνθρώπινων προοπτικῶν καὶ τὴν ἀγωνιακὴ φιλοσοφία του τῆς διαρκοῦς πτώσης. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ σατιρικὴ διάθεση τῶν ποιημάτων του εἶναι ἐγγενής, εὔστοχη καὶ ἀταλάντευτη. Ἡ κάθε του λέξη εἶναι ζωντανὴ καὶ εἰλικρινέστατη, καθὼς εἶναι ἀπόρροια ἑνὸς ἀτελεύτητου καθημερινοῦ δράματος ποὺ συμβαίνει μέσα στὸν ἐσωτερικό του κόσμο, ἕνα δρᾶμα ποὺ προσπαθεῖ ὅμως ἀνορθόδοξα νὰ καταξιώσει ἠθικὰ τὸν πάσχοντα. Οἱ λίγες μεταφράσεις του ξένων ποιημάτων ἐντάσσονται μέσα στοὺς ἴδιους τρόπους μὲ τοὺς ὁποίους βλέπει τὸν κόσμο, δείχνοντας συνάμα καὶ αὐτὸ ποὺ θὰ ἤθελε ποιητικὰ νὰ ἐπιτύχει καὶ εἶναι ἀκόμα στὴν ὁδὸ τῆς ἀναζήτησής του.
Ἐπιγραμματικὰ θὰ λέγαμε ὅτι ὁ Καρυωτάκης εἶναι τεχνίτης τῆς τέλειας μορφῆς καὶ κυρίως ποιητὴς μιᾶς ἰδιόμορφης ποιητικῆς ἀτμόσφαιρας, ἡ ὁποία μὲ τὴν διακριτικότητα, τὴν εὐγένεια, τὴ θλίψη καὶ την βαθιὰ της ἀπογοήτευση θέλγει καὶ μᾶς συμπαρασύρει ὡς ἕνα βαθμὸ σὲ ὁμόλογες συναισθηματικὲς καὶ αἰσθητικὲς καταστάσεις. Ἡ ποίησή του ἀρἐσει συνεχῶς καὶ μᾶς ἐγκολπώνει στοὺς θαυμαστοὺς της τρόπους.

Δεν υπάρχουν σχόλια: