της Ανθούλας Δανιήλ
Με δύο ποιήματα [«Κυριακή (Πάσχα), 26» και «Κυριακή (Πάσχα), 26 β»] από το Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου (Eκδ. Ύψιλον, 1984), ο Οδυσσέας Ελύτης θα μας κάνει την έκπληξη, ανατρέποντας τα μέχρι τώρα παραδοσιακώς αποδεκτά. Συνηθίζουμε να γιορτάζουμε το Πάσχα ως νίκη της ζωής, επειδή ο Ιησούς «θανάτω θάνατον πατήσας» ανέστη. Αλλά ο ποιητής δουλεύει με κάτι παραπλήσιο, πλην όμως όχι και τόσο ευχάριστο φαινομενικώς.
Και τα δύο ποιήματα έχουν θέμα τους το Πάσχα. Κατά κανόνα το Πάσχα πέφτει στον Απρίλιο και ο Απρίλιος ως κεντρικός μήνας της Άνοιξης εμπεριέχει και τα Πάθη και την Ανάσταση – αυτός ο «σκληρός μήνας», καθώς δογματίζει ο Τ.Σ. Έλιοτ στην «Έρημη χώρα» του.
Το πρώτο ποίημα
Καθαρή διάφανη μέρα. Φαίνεται ο άνεμος που ακινητεί
με τη μορφή βουνού κει κατά τα δυτικά.
Κι η θάλασσα με τα φτερά διπλωμένα, πολύ χαμηλά,
κάτω από το παράθυρο.
Σου ’ρχεται να πετάξεις ψηλά κι από κει να μοιράσεις δωρεάν
την ψυχή σου. Ύστερα να κατεβείς και, θαρραλέα, να καταλάβεις
τη θέση στον τάφο που σου ανήκει.
Η Κυριακή του Πάσχα, μετά τον έλεο και τον φόβο της εβδομάδας των Παθών, φέρνει την κάθαρση, λυτρώνει από τη θανάσιμη αγωνία, χαρίζει την αθανασία στον Θεάνθρωπο και την ελπίδα στην ανθρωπότητα, αποκαθιστά την αρμονία στη φύση και τη γαλήνη στις ανθρώπινες ψυχές. Είναι μια «καθαρή διάφανη μέρα», «Λαμπρή» τη λέει ο λαός, γιατί λάμπει η νίκη της ζωής επί του θανάτου. Κι αυτή είναι η στιγμή του θαύματος. Και τη στιγμή του θαύματος τα πάντα ακινητούν και η θάλασσα ησυχάζει.
Μια τέτοια θεϊκή στιγμή σκηνοθετεί και ο Σολωμός για τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους»:
Χωρίς ποσώς γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε,
ουδ’ όσο κάν’ η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι,
γύρου σε κάτι ατάραχο π’ ασπρίζει μες στη λίμνη,
μονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι,
κι ώμορφη βγαίνει κορασιά ντυμένη με το φως του.
Τη στιγμή του θαύματος, στη σολωμική εκδοχή, η φύση κρατάει την ανάσα της και μετά «φεγγάρι», «λίμνη», «κορασιά» στήνουν το ντεκόρ μπροστά στα μάτια μας. Η αισθητοποίηση της Ανάστασης θα μπορούσε να είναι αυτή η λευκοντυμένη «κορασιά», χωρίς να ακυρώνονται οι άλλες, από την περίσταση δοσμένες, ερμηνείες για τον συμβολισμό της.
Ακινησία, λοιπόν, στον Απρίλη του Σολωμού, ακινησία και στον Απρίλη του Ελύτη. Θάνατος περιμένει τους Μεσολογγίτες, θάνατος και τον ήρωα του ποιήματος. Έκσταση όμως και στους μεν και στον δε. Γιατί στη θαυματουργή ακίνητη στιγμή ο ποιητής αισθάνεται ολόκληρος, συμφιλιωμένος με το ενδεχόμενο, έτοιμος να «πετάξει ψηλά» και να «μοιράσει δωρεάν την ψυχή του», να αποχωριστεί τον γήινο εαυτό του και να χαρίσει στους ανθρώπους τη δωρεά του. Παλαιότερα είχε προσφέρει «Δώρο ασημένιο ποίημα» (Το Φωτόδεντρο), που και αυτό δώρο της ψυχής του ήταν. Η θεϊκή προσφορά είναι πάντοτε δωρεάν –«δωρεάν λάβετε, δωρεάν δότε»– και η ποιητική επίσης, όπως και «η σταγόνα το αίμα κάθε Απρίλιο δωρεάν και για όλους», το έχει ξαναπεί (Μαρία Νεφέλη), όπου και πάλι ο Απρίλης ζητά, ξεκαθαρισμένα, «αίμα». Μετά την καταβολή του τιμήματος ο ποιητής, με τακτοποιημένη τη «διαθήκη» της ψυχής, μπορεί να κατεβεί και να καταλάβει «τη θέση στον τάφο που του ανήκει».
Τούτο μπορεί να φαντάζει τρομακτικό ή μακάβριο. Όμως ο ποιητής μάς δίνει μάθημα συμπεριφοράς. Πρώτον, γιατί αυτή είναι η κοσμική τάξη και, δεύτερον, γιατί πρέπει να προηγηθεί ένας θάνατος για να υπάρξει μια ανάσταση και μας το έχει ξαναπεί, όπως επίσης έχει ξαναπεί:
«Θέλω να κατεβώ τα σκαλοπάτια, να πέσω μες σ’ αυτή τη θαλερή φωτιά κι ύστερα ν’ αναληφτώ σαν άγγελος Κυρίου» (Ανοιχτά Χαρτιά, 32), που θα μπορούσε να ειπωθεί με τα λόγια του Requiem:
Confutatis maledictis/ flammis acribus addictis/ voca me cum benedictis.
Το δεύτερο ποίημα
ΑΣΜΑΤΙΟΝ
Ανεμόεσσα κόρη ενήλικη θάλασσα πάρε
το κίτρο που μου ’δωκε ο Κάλβος
δικιά σου η χρυσή μυρωδία.
Μεθαύριο θα ’ρθουν τ’ άλλα πουλιά
θα ’ναι πάλι ελαφρές των βουνών οι γραμμές
μα βαριά η δική μου καρδία.
Το «Ασμάτιον» ξεχειλίζει από λυρικούς τόνους και είναι σαφώς αφιερωμένο στον πρόγονο ποιητή και στο «κίτρο». Του αρκούν δυο λέξεις –«μυρωδία», «καρδία»– για να δηλώσει μ’ αυτές μια σειρά χαρακτηριστικών: το γλωσσικό ιδίωμα, το ύφος, το μέτρο, την αίσθηση του αρώματος της Ζακύνθου που ως φιλόπατρις ο Κάλβος είχε ψάλει: «Μοσχοβολάει το κλίμα σου,/ Ω φιλτάτη πατρίς μου,/ Και πλουτίζει το πέλαγος/ Από την μυρωδίαν/ Των χρυσών κήτρων». Αλλά με τις δύο αυτές λέξεις που ομοιοκαταληκτούν, σε απόσταση από τις προηγούμενές τους, ο ποιητής θα υποδηλώσει και τον λυγμό που πιέζει το στήθος του.
Απευθύνεται στη θάλασσα, την Κόρη, την «Ανεμόεσσα», την ενήλικη, την ανήλικη, την άχρονη, την αγέραστη, την αθώα, την ανεπανάληπτη, που τελειωμό δεν έχει, που είναι και ο αποδέκτης του δικού του κίτρου, το οποίο ο Κάλβος του παραχώρησε και ήρθε η ώρα να αποχωριστεί. Ο χρόνος του τελείωσε. Το «αύριο» ανήκει σε «άλλα πουλιά» και άλλες διαθέσεις.
Ένας τάφος στο πρώτο ποίημα θα δεχτεί το σώμα, η θάλασσα στο δεύτερο θα δεχτεί το «κίτρο», την Ποίηση, τη θεϊκή δωρεά. Κι αυτό είναι θλιβερό; Ίσως ναι, αλλά:
Σ’ ένα βαθύ πηγάδι το ’χουνε κλειστό
μύρισε το σκοτάδι κι όλη η άβυσσος.
(«Άξιον Εστί») και παρεμφερώς ο Σολωμός στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους»:
Νερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα,
χύνονται μες στην άβυσσο τη μοσχοβολισμένη,
και παίρνουνε το μόσχο της, κι αφήνουν τη δροσιά τους.
Ο Θεός είναι ο Πρωτομάστορας του κόσμου τούτου κι ο ποιητής δεν το ξεχνά:
Θε μου Πρωτομάστορα, μ’ έχτισες μέσα στα βουνά
Θε μου Πρωτομάστορα, μ’ έκλεισες μες στη θάλασσα!
Θε μου Πρωτομάστορα, μέσα στις πασχαλιές και Συ
Θε μου Πρωτομάστορα, μύρισες την Ανάσταση.
Ό,τι πέφτει μέσα στην αιώνια φύση, στεριά και θάλασσα, ενσωματώνεται στην αιωνιότητα. Είναι μια άλλη μορφή ανάστασης που περιέχει τούτη η καταβύθιση, το Πάσχα, που έτσι κι αλλιώς «Πάσχα» σημαίνει πέρασμα από τη μια ζωή στην άλλη. Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Ελύτης είναι ποιητής και μας έχει πείσει και πιστεύουμε πως «η Ποίηση αρχίζει από κει που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο θάνατος». Άρα το σώμα που αναπαύεται στο χώμα είναι σώμα σε αναμονή και μοσχοβολάει.
Αργότερα στον Μικρό ναυτίλο, «Μυρίσαι το Άριστον» IV, θα βρούμε το εξής παράδοξο:
Την Άνοιξη δεν τη βρήκα τόσο στους αγρούς, ή, έστω,
σ’ έναν Μποτιτσέλλι όσο σε μια μικρή Βαϊφόρο κόκκινη.
Το παραπάνω κείμενο μας ξαφνιάζει γιατί, ενώ δίνει στοιχεία δηλωτικά της Άνοιξης, συγχρόνως τα υπονομεύει. Το πρώτο είναι οι αγροί με την ανθοφορία τους και το δεύτερο είναι ο γνωστός πίνακας του Μποτιτσέλλι με την αλληγορία της Άνοιξης. Και τα δύο αυτά υπολείπονται σε νόημα και αίσθημα μιας μικρής κόκκινης Βαϊφόρου. Ο αναγνώστης, που φυσιολογικά όταν ακούει «Άνοιξη» αναπολεί ένα ανθοστόλιστο τοπίο γεμάτο από φως κ.λπ. και, όταν ακούει για Μποτιτσέλλι, αναθυμάται το ωραίο γυναικείο μοντέλο της τέχνης του, εκπλήττεται. Για τον Ελύτη, όμως, ούτε η φύση η ίδια με την ανθοφορία της, ούτε η τέχνη με τα ανάλογά της δίνουν το βαθύτερο νόημα της Άνοιξης, όσο η μικρή Βαϊφόρος και μάλιστα «κόκκινη», γεμάτη πάθος.
«Βαϊφόρος» είναι εικόνα με τον Χριστό καθήμενον «επί πώλου όνου» κατά τον συνήθη, στην Ανατολή, γυναικείο τρόπο. Είναι γιορτή με σημαιοστολισμούς και βάγια. «Βαϊφόρος» είναι η φέρουσα φοινικόκλαρα [1]. Με δάφνες και κουμαριές και φοινικόκλαρα, γιορτάζει η Ελλάδα στον Ήλιο τον ηλιάτορα [2]. «Βαϊφόρος» είναι η Κυριακή των Βαΐων, η Κυριακή πριν από το Πάσχα, κατά την οποία έγινε η πανηγυρική είσοδος του Ιησού στα Ιεροσόλυμα και ο δρόμος του στρώθηκε με βάγια-φοινικόκλαρα. Από την επομένη άρχισαν τα Πάθη και το Μαρτύριό Του – η Μεγάλη Εβδομάδα. Αυτή, λοιπόν, η μικρή κόκκινη Βαϊφόρος κάνει τον ποιητή να νιώθει την ουσία της Άνοιξης. Άνοιξη σημαίνει πάθος της ζωής ή για τη ζωή. Και, συνεκδοχικά, Πάσχα σημαίνει πορεία προς τη γνώση του κόσμου και των πραγμάτων, πορεία από τα αισθητά στα νοητά για να βρούμε τις μυστικές έννοιες των πραγμάτων. Για να βγούμε από τον κόσμο των υλικών στο ξέφωτο της Ποίησης – ή, αν θέλετε, στον κόσμο των ιδεών και του Θεού.
[1] Βάι, το φοινικόδασος της Κρήτης.
[2] Ο ήλιος ο ηλιάτορας, «Ο ήλιος», ποίημα 4ο, σελ. 28.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου