18.4.19

Κρυφακούγοντας τους άλλους χωρίς (;) ενοχές (του Βασίλη Παπαθεοδώρου)

Ο Γιώργος Κούβας είναι πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας, του οποίου το μυθιστόρημα Καρμπόν (Κίχλη) έχει ήδη δημιουργήσει αίσθηση. Πέρα από τις κριτικές που έχουν γραφτεί, το βιβλίο ήταν υποψήφιο στις περισσότερες βραχείες λίστες βραβείων. Πρόκειται για ένα σύγχρονο αφήγημα, με κάποια υπερφυσικά στοιχεία, που λειτουργεί σε πολλαπλά επίπεδα, θέτοντας σημαντικά ζητήματα για την τέχνη, τη μοναξιά, τις εμμονές και τις μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις.

Δυο λόγια για την υπόθεση: Ο κεντρικός ήρωας, μετά από κάποιο πέσιμο λόγω ισχυρού σεισμού αρχίζει να ακούει τα πάντα. Ακόμα και τον παραμικρό ήχο. Ακούει έντομα, σταγόνες από τη βρύση, περιστατικά που εξελίσσονται κάποια τετράγωνα πιο μακριά. Το σημαντικότερο όμως είναι πως ακούει αυτά που γίνονται στα κοντινά διαμερίσματα. Εισβάλλει στη ζωή ενός ενοίκου, υιοθετεί ακουστικά τις συνήθειες και κινήσεις του και σιγά σιγά αρχίζει να μπαίνει και στη ζωή του. Δε θα πούμε περισσότερα, καθώς το βιβλίο έχει στοιχεία αστυνομικού μυστηρίου και ανατροπές.
Το Καρμπόν μοιάζει να έχει γραφτεί από δόκιμο συγγραφέα, που ασχολείται χρόνια με το είδος. Επ’ ουδενί δεν είναι πρωτόλειο, δεν είναι καν αυτό που λέμε «καλή προσπάθεια». Είναι πράγματι εντυπωσιακός ο πλούτος λέξεων που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας για να αποδώσει τους ήχους. Κάθε αντικείμενο, κάθε ζώο, κάθε θόρυβος από το περιβάλλον έχει το δικό του ήχο που αναφέρεται ρητά στο κείμενο.
Αν ήθελα να περιγράψω το βιβλίο με μια φράση, αυτή θα ήταν από το κείμενο: «Έμεινα μόνος με ανεπιθύμητη παρέα τον εαυτό μου». Ή ίσως να το αποδίδει καλύτερα ο Πασκάλ με τον ισχυρισμό του ότι «ο άνθρωπος είναι ένα πλάσμα που δεν μπορεί να μείνει για πολύ μόνο του σε ένα δωμάτιο».
Το Καρμπόν είναι λοιπόν ένα ανάγνωσμα μοναξιάς και εμμονής. Αλλά όχι μόνο και όχι με τον τρόπο που θα το αντιλαμβανόμασταν ακούγοντας για πρώτη φορά τους προαναφερόμενους όρους. Μου θύμισε κλασικές ταινίες του κινηματογράφου, θεωρώ ότι υπάρχουν πολλές αναφορές στην 7η τέχνη. Στο Σιωπηλό Μάρτυρα (1954) του Χίτσκοκ, ο Τζέιμς Στιούαρτ είναι αναγκασμένος να μείνει  καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι. Εκεί, μη έχοντας τι να κάνει κάθε μέρα, και όντας φωτογράφος, εισβάλλει μέσω του φωτογραφικού του φακού στη ζωή των ενοίκων της απέναντι πολυκατοικίας. Με σύμμαχο τη φίλη του Γκρέις Κέλλυ, ζουν την εμμονή της απομόνωσης και ανακαλύπτουν ένα έγκλημα. Η κυρίαρχη αίσθηση είναι η όραση, που ενισχύεται από τον φακό ζουμ του φωτογράφου. Στο Σιωπηλό Μάρτυρα είναι το μάτι που προσλαμβάνει παραστάσεις χωρίς ήχο προσπαθώντας να αποκωδικοποιήσει τι γίνεται. Στο Καρμπόν έχουμε αντιθέτως το αφτί, την ακοή, που έχει ενισχυθεί από ένα τυχαίο περιστατικό. Η απομόνωση είναι κοινό στοιχείο, η εμμονή το ίδιο, όπως και το γεγονός ότι πολλές φορές τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται. Ή όπως ακούγονται.
Η δεύτερη ταινία είναι το Νέα γυναίκα μόνη ψάχνει (1992) με την Μπρίτζετ Φόντα. Μοναχικές γυναίκες γνωρίζονται και γίνονται στενές φίλες. Η μία όμως εισβάλλει βάναυσα στη ζωή της φίλης της, όταν αρχίζει να ντύνεται, να χτενίζεται, να περπατά όπως αυτή και στο τέλος να προσπαθεί να καταχραστεί τη ζωή της. Συνεπώς βλέπουμε ότι το Καρμπόνπατά γερά στα βήματα του θρίλερ, ενός θρίλερ που αρχίζει ως μυστήριο και εξελίσσεται αργά και σταδιακά. Το βιβλίο δηλαδή είναι ένα καζάνι που αργοβράζει για πολλή ώρα, μέχρι να γίνει η έκρηξη. Μέχρι να έρθει η κάθαρση, η λύτρωση, η συνειδητοποίηση.
Δεν είναι όμως μόνο αυτές οι «pop» αναφορές που χαρακτηρίζουν το βιβλίο. Και χρησιμοποιώ τον όρο pop, παρόλο που αναγνωρίζω και κλασσικές επιρροές, επειδή το Καρμπόν για μένα είναι ένα κλασσικό βιβλίο της σύγχρονης εποχής. Η γραφή του Κούβα φέρνει κάτι αναπάντεχα νέο και φρέσκο, διαβάζοντας το βιβλίο ένιωσα όπως τη δεκαετία του ’80 με την τότε πρωτοεμφανιζόμενη γενιά συγγραφέων (Τατσόπουλο, Σφακιανάκη, Ραπτόπουλο) και το καινούριο που κόμιζαν. Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι αναμιγνύει στοιχεία μια σύγχρονης και εν πολλοίς ζοφερής πραγματικότητας, με χιούμορ. Θέλω να σταθώ ιδιαιτέρως στη χρήση του χιούμορ, για να τονίσω ότι πρόκειται για μια υποδόρια σαρκαστική αύρα, που εμποτίζει όλο το κείμενο αποτρέποντάς το παράλληλα από το να αποκτήσει το χαρακτηρισμό του «καταθλιπτικού αναγνώσματος». Το βιβλίο, αν και αναπτύσσει μια σοβαρή προβληματική, είναι «ανάλαφρο», δεν καταπιέζει, δεν στενοχωρεί τον αναγνώστη. Αυτή η εσωτερική αντίθεση γλώσσας-θεματικής είναι που προσδίδει και μια ιδιαίτερη γοητεία στα κεφάλαια. Κεφάλαια μικρά, σφιχτοδεμένα, με ρυθμό και ταχύτητα σε μια σχεδόν ακίνητη πόλη, λίγοι ήρωες ανάμεσα σε εκατομμύρια κατοίκους της Αθήνας που τους νιώθεις γύρω σου, οι αντιθέσεις είναι πολλές.
Ο κεντρικός καμβάς είναι η πόλη. Θα λέγαμε ότι πρόκειται για ένα μυθιστόρημα πόλης, διακριτή κατηγορία στο εξωτερικό. Το αστικό τοπίο της Αθήνας είναι παντού, σε όλες τις περιγραφές και τις σκηνές, νιώθεις να σε βαραίνει, θέλεις να δραπετεύσεις από αυτό. Ή να χαθείς μέσα σε αυτό, ανάλογα με την οπτική που επιλέγεις. Πολυκατοικίες, χαλασμένα ασανσέρ, δορυφορικά πιάτα, κίνηση και ακινησία, αυτοκίνητα, περίεργοι γείτονες, μοναξιά, εμμονή, κρυμμένα μυστικά, όλα είναι δίπλα μας, το ξέρουμε, τα βλέπουμε, αλλά δεν τα παρατηρούμε.
Έτσι λοιπόν η αστυνομική πλοκή του βιβλίου, οι ασυνήθιστοι ήρωες και τα πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης του κειμένου, συνηγορούν στο να χαρακτηριστεί το Καρμπόν ως ένα κλασσικό βιβλίο. Κι αυτό το αναφέρω με επίγνωση της βαρύτητας του όρου. Στο κείμενο ο ήρωας αναμετράται με τις επιθυμίες και τις δυνατότητές του, υψώνεται, τσακίζεται, λυτρώνεται. Και μαζί με αυτόν και ο αναγνώστης που σχεδόν ηδονικά μπαίνει στον πειρασμό να κρυφακούσει τη ζωή κάποιου άλλου. Οι ενοχές αυτής της αδιάκριτης πράξης φαίνεται να δικαιολογούνται από το τυχαίο της όξυνσης στην ακοή. Ενοχές για τον ήρωα, αλλά και για το κοινό του βιβλίου, που έμμεσα διεκδικεί το ζωτικό χώρο του άλλου. Είναι όμως πράγματι έτσι; Το στοιχείο του φυσιολογικού, του ηθικού, των ορίων, έρχεται κι επανέρχεται σε όλο το κείμενο.
Τέλος, το ονομάζω κλασσικό, γιατί τα πάντα μέσα σε αυτό είναι διαχρονικά: Πάντα θα υπάρχει μοναξιά, συνέχεια θα αναπτύσσονται εμμονές, οι αισθήσεις είναι πανταχού παρούσες. Αλλά και πάντα θα υπάρχει ακοή. Όπως και χιούμορ.
INFO: Γιώργος Κούβας,Καρμπόν,Εκδ. Κίχλη, 2017
(*) O Βασίλης Παπαθεοδώρου είναι συγγραφέας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: