Δημοσιογράφος, θεατρικός συγγραφέας, μυθιστοριογράφος αλλά και συγγραφέας παιδικών βιβλίων και ζωγράφος, ο Ντίνο Μπουτζάτι (1906-1972) αποτελεί μία από τις σημαντικότερες μορφές στην ιταλική λογοτεχνική παραγωγή του εικοστού αιώνα. Πολυταξιδεμένος και πολυσχιδής, είναι περισσότερο γνωστός για τα έργα του «Ο Μπαρναμπό των βουνών» (1933), η «Έρημος των Ταρτάρων» (1940), το κλασσικό πλέον παιδικό βιβλίο με δική του εικονογράφηση «Η περίφημη εισβολή των αρκούδων στη Σικελία» (1945), «Εξήντα διηγήματα» (βραβευμένο με το περίφημο Βραβείο Strega 1958) κ.ά.
Γραμμένο στα 1962, το μυθιστόρημά του Μπουτζάτι ‘Ενας Έρωτας (Μεταίχμιο 2018) πραγματεύεται μοναδικά ένα καθόλου πρωτότυπο για την παγκόσμια λογοτεχνία θέμα, τον έρωτα ενός μεσήλικα άντρα για μία πόρνη. Ο επιτυχημένος αρχιτέκτονας Αντόνιο Ντορίγκο τακτικός πελάτης στο «σπίτι» της κυρίας Ερμελίνα γνωρίζει την νεαρή πόρνη Λάιντε, χορεύτρια της Σκάλας. Τότε ξεκινά για αυτόν μία συναισθηματική περιπέτεια βασανιστική και αδιέξοδη, ένας έρωτας χωρίς αύριο. Με αριστοτεχνικές πινελιές και έκδηλο ψυχαναλυτικό υπόβαθρο, ο συγγραφέας δημιουργεί έναν πρωταγωνιστή βαθιά μοναχικό και τρομερά ανασφαλή για την εξωτερική του εμφάνιση. Όπως χαρακτηριστικά γράφει: « Το ήξερε πως δεν ήταν όμορφος. Κάθε άλλο. Το πρόσωπό του ανέκαθεν του προξενούσε στεναχώρια. Από παιδί ακόμη, περνώντας μπροστά απ’ τις βιτρίνες των μαγαζιών, τύχαινε να κοιταχτεί σ’ αυτές, βρίσκοντας στο τζάμι το είδωλό του. Κάθε φορά ήταν μία ταπείνωση. Τι μισητή φάτσα, τι ηλίθια φάτσα, σε ποια γυναίκα θα μπορούσε ποτέ να αρέσει;» (21). Λόγω της ανατροφής του, «καθολική, αυστηρά εχθρική προς τις σεξουαλικές περιπτύξεις» (17), και της αίσθησης κατωτερότητας που αισθάνεται για τις γυναίκες και τον εαυτό του οδηγείται στη συστηματική επαφή με επαγγελματίες του έρωτα, καθώς όπως ομολογεί, «μία καθωσπρέπει γυναίκα, που θα πήγαινε στο κρεβάτι μαζί του από ανυστερόβουλο έρωτα, θα του άρεσε απείρως λιγότερο» (16). Η νεαρή χορεύτρια με το αθλητικό σώμα και «την αυθάδική αυτοπεποίθησή» (27) που άθελά της του δημιουργεί από την αρχή την αίσθηση ότι την έχει ξαναδεί ένα σκοτεινό φθινοπωρινό βράδυ σε ένα στενοσόκακο, τον εξιτάρει και τον καθηλώνει. Και είναι αυτή η αίσθηση της αμφιβολίας του πρώτου déjà vu, σε συνδυασμό με την παντελή αίσθηση αυτοπεποίθησης που κυριαρχεί στο μυθιστόρημα και ταλανίζει διαρκώς τον ήρωα: ήταν ή όχι Λάιντε εκείνο το βράδυ στο σοκάκι, ήταν ή όχι η χορεύτρια που είδε στην πρόβα στη Σκάλα (63), του λέει την αλήθεια ή όχι ότι δε βλέπει άλλους.
Καθώς εξελίσσεται η σχέση των δύο ηρώων, ο συγγραφέας φέρνει στο προσκήνιο τη σύγκρουση δύο κόσμων. Στην ανάγκη του μεσήλικα αστού για ρομάντζο και τρυφερότητα η λαϊκή ηρωίδα απαντά με τον υπολογισμό και τη λογική της επιβίωσης, το θράσος της νιότης, τη δύναμη του νεανικού σώματος. Το κοινωνικό σχόλιο του συγγραφέα είναι κάτι παραπάνω από προφανές: το ανθεκτικό «θύμα» αυτής της ερωτικής συναλλαγής γίνεται τελικά «θύτης» του ευγενικού «συναισθήματος» και της αστικής «αβρότητας» που αρέσκεται να αγοράζει τον έρωτα πρόθυμων άπορων κοριτσόπουλων. Δια στόματος μίας άλλης πόρνης, ο Μπουτζάτι καταδεικνύει την κοινωνική υποκρισία, την αληθινή αναλγησία πίσω από τις κλειστές πόρτες και τους ευγενικούς κυρίους, τους «θείους» όπως τους αποκαλεί στις σελίδες του.Χάρη στην αφηγηματική δεινότητα του Μπουτζάτι, ο αναγνώστης παρακολουθεί με αδιάλειπτο ενδιαφέρον την σταδιακή προσκόλληση του Αντόνιο. Η συνειδησιακή ροή στην αφήγηση κατά διαστήματα είναι αριστουργηματική καθώς η μοντερνιστική αυτή τεχνική καθιστά τον αναγνώστη κοινωνό των μύχιων σκέψεων που σχηματίζονται στο μυαλό του βασανισμένου ήρωα: τον κάνουν μάρτυρα του έρωτα που γεννιέται, της αμφιβολίας που τον κατατρώει, της εμμονής για το αντικείμενο του πόθου που τον στοιχειώνει, της απόλυτης θυματοποίησής του στα χέρια της αδίστακτης και σαδιστικής ηρωίδας. Οι ψυχολογικές μεταπτώσεις του ήρωα παρουσιάζονται με μαεστρία και με μία εκπληκτική γκάμα αποχρώσεων που φανερώνουν βαθιά γνώση της ανθρώπινης φύσης και του δράματος της προδοσίας. Στην αρχή ο Αντόνιο της κάνει θελήματα και χάρες πρόθυμα, την μεταφέρει σε διάφορα μέρη με το αμάξι του που εκείνη μονίμως λοιδωρεί, της δανείζει χρήματα με ευκολία, της φροντίζει τον σκύλο. Αργότερα, συνευρίσκονται σε σπίτι φίλου του, με τον ερωτευμένο ήρωα να ζητά αποκλειστικότητα και συναισθηματική κάλυψη προσφέροντας εξόδους και εμπειρίες που δεν περιλαμβάνουν υποχρεωτικά το σεξ.
Όταν ο ήρωας διαπιστώνει πλέον με αδιάσειστα στοιχεία την προδοσία η τραγική κατάληξη της ηρωίδας από χέρια οπλισμένα με θυμό και πόνο, φαντάζει σίγουρο. Και όμως, ο Μπουτζάτι πρωτοτυπεί και εδώ. Ο Αντόνιο μη μπορώντας να απαγκιστρωθεί από το πάθος του αποδέχεται την κατάσταση και αφήνεται σε αυτό συνειδητά και χωρίς αυταπάτες. Με ρεαλιστική ανατροπή, ο αδόκητος θάνατος του Αντόνιο στην αγκαλιά της Λάιντε σηματοδοτεί και το τέλος αυτού του εμμονικού έρωτα, αλλά και την αρχή νέων ερώτων και εμμονών στο πρόσωπο της κόρης που θα φέρει στον κόσμο η Λάιντε.
info: Ντίνο Μπουτζάτι, Ένας Έρωτας, Μεταίχμιο
(*) Η Θεοδώρα Πατρώνα είναι καθηγήτρια αγγλικών/ερευνήτρια λογοτεχνίας (Δρ.Αμερικανικής Λογοτεχνίας του ΑΠΘ).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου