Tο νέο βιβλίο του Χρήστου Τουμανίδη καταλύει με έναν τρόπο τη γραμμικότητα του χρόνου, αφού συγκεντρώνει τις πρώτες πέντε ποιητικές συλλογές του. Είναι ένα βιβλίο ή μάλλον πέντε βιβλία που γράφτηκαν στο παρελθόν και ξαναεκδόθηκαν στο παρόν, διεκδικώντας μια νέα θέση στο τώρα. Ας σημειώσω ότι τον Χρήστο Τουμανίδη τον ξέρουμε κυρίως ως ποιητή χαϊκού, αλλά και ως μελετητή του είδους. Με αυτό το βιβλίο όμως μας δίνεται η ευκαιρία να θυμηθούμε οι παλιότεροι και να γνωρίσουμε οι νεότεροι τα πρώτα του ποιήματα, που ακολούθησαν την οδό του ελεύθερου στίχου. Ξεκινώντας από την πρώτη συλλογή, τα Αστάθμητα, με έτος αρχικής έκδοσης το 1978, δεν μπορούμε να μη σταθούμε στην πυκνότητα των νοημάτων και τα επαναλαμβανόμενα σύμβολα ή μοτίβα, στοιχεία που θα δούμε και στις επόμενες συλλογές του ποιητή, αλλά και την
αποσπασματικότητα και την αβεβαιότητα, έως έναν βαθμό, από την οποία διέπεται. Λέγοντας αποσπασματικότητα, εννοώ ότι δεν υπάρχει συμπαγής συνοχή ανάμεσα στα ποιήματα, τα οποία μοιάζουν με σμήνος από πουλιά που πετούν προς διαφορετικές κατευθύνσεις, αντί να πετούν όλα μαζί, όπως τα έχουμε συνηθίσει να πετάνε... Ή σαν ψηφίδες που δεν είμαστε σίγουροι για το τι εικόνα σχηματίζουν, αφού είναι μια εικόνα που δεν μένει απόλυτα σταθερή. Λέγοντας πάλι αβεβαιότητα, υπονοώ την απειρία της πρώτης συλλογής, που στην ποιητική του πορεία αντικαθίσταται με τον εκφραστικό πλούτο. Αποφεύγω να γράψω ωριμότητα, γιατί θυμάμαι ότι στο άρθρο του στο frear.gr ο Σπύρος Θεριανός σημειώνει ότι «θα αδικούσαμε τις προηγούμενες συλλογές αν μιλούσαμε για ωριμότητα. Πρόκειται για διαφορά τάξης στην ποιητική έκφραση». Δεν έχω κανέναν λόγο να διαφωνήσω. Όσον αφορά τα θέματα, αυτά είναι βέβαια ο χρόνος, η απώλεια και το κενό, η ζωή που μεταβάλλεται σε ιστορία, το μαρτύριο. Για να τα αποδώσει αυτά ο Τουμανίδης, μιλάει με στόμφο σε ορισμένα σημεία της πρώτης του συλλογής και επικαλείται την αρχαιότητα σε άλλα, ενώ δίνει και δείγματα αποφθεγματικότητας. Κυρίως όμως χρησιμοποιεί σύμβολα. Τα αγάλματα είναι ένα από αυτά, ακίνητα και άφθαρτα μέσα στον χρόνο, παγωμένα στην ίδια έκφραση πάντα και σιωπηλά, έρχονται από το παρελθόν και ατενίζουν το παρόν γνωρίζοντας, χωρίς όμως να μπορούν να μιλήσουν. Είναι οι σιωπηλοί μάρτυρες των τεκταινομένων και οι παντογνώστες. Ταυτόχρονα, είναι οι άψυχες πέτρες, οι μιμήσεις της φυσικής ζωής που δεν όμως θα είναι ποτέ φυσική ζωή, ένα κτιστό χωρίς ψυχή, μα ίσως με μνήμη. Στον αντίποδά τους, τα δέντρα: επίσης ακίνητα, μοιάζουν και αυτά αιώνια, είναι όμως φυσικά, είναι κομμάτια της φύσης η οποία υποτάσσει και καθορίζει τον άνθρωπο, με την εναλλαγή της μέρας και της νύχτας, με τα φυσικά φαινόμενα και με όλους τους υπόλοιπους τρόπους που διαθέτει. Άλλο σύμβολο είναι το αστικό τοπίο, το οποίο αποτελεί την παραβολή ενός καταφυγίου που όμως δεν αντέχει, ενός επώδυνου μέρους μέσα στο οποίο η ζωή μετατρέπεται γοργά σε ιστορία. Η προκυμαία, ένα άλλο σύμβολο, γίνεται αλληγορία της απώλειας, δείχνοντας το όριο ανάμεσα σε κείνον που φεύγει και κείνον που μένει, την ίδια στιγμή που η νύχτα μπαίνει στο δωμάτιο και η θάλασσα μετατρέπεται σε μεταφορά της ζωής. Άλλα επαναλαμβανόμενα σύμβολα είναι τα παιδιά (το μέλλον που χρειάζεται να προστατεύσουμε), οι εφημερίδες (το εφήμερο των ειδήσεων), τα τέσσερα σημεία του σταυρού ή του ορίζοντα, τα πουλιά, το κλουβί, το κόκκινο χρώμα, τα πρωινά και η Κυριακή. Για αυτήν την πρώτη ποιητική συλλογή του Χρήστου Τουμανίδη, ο Νίκος Ψυλλάκης είχε γράψει στο αφιέρωμα που έγινε για τον Χρήστο στο περιοδικό Έρεισμα με την υποστήριξη του Υπουργείου Πολιτισμού 20 ακριβώς χρόνια πριν, το 1999: «Η πρώτη ποιητική συλλογή του Χρήστου Τουμανίδη είναι ταυτόχρονα και μια ελπίδα για την ελληνική ποίηση». Πράγματι όλα τα καλά στοιχεία του ποιητή είναι παρόντα εκεί και, αν φαίνονται λίγο πιο αδέξια από ό,τι στις συλλογές που ακολούθησαν, φταίει το γεγονός ότι σε αυτές τις επόμενες συλλογές τα στοιχεία που προανέφερα άνθισαν και καρποφόρησαν, όπως είναι φανερό στη δεύτερη συλλογή του. Πρόκειται για τη συλλογή Απόπειρες, η οποία πρωτοεκδόθηκε το 1981. Εδώ, το πλαίσιο στο οποίο κινείται το ποιητικό υποκείμενο είναι καλά καθορισμένο και δημιουργείται άμεσα η εντύπωση της συνοχής. Η ποιητικότητα του στίχου και οι εικόνες που τον κατοικούν είναι έκδηλες, ενώ μπαίνει και ο έρωτας στην εικόνα – ένα θέμα που δεν υπήρχε στην πρώτη του συλλογή. Και ενώ στην πρώτη συλλογή είχαμε τα πρωινά, εδώ έχουμε τη νύχτα. Ενώ είχαμε το κόκκινο, εδώ έχουμε το πράσινο. Εκεί που είχαμε προκυμαία και καράβια, εδώ έχουμε τρένα και αποβάθρες – ωστόσο ο αποχωρισμός μένει σταθερό θέμα, τα σύμβολα μόνο αλλάζουν. Το αστικό τοπίο αποτελεί και πάλι το υπόβαθρο μπροστά από το οποίο συμβαίνει η ζωή, ενώ εμφανίζονται νέα σύμβολα, όπως τα σύννεφα. Και ενώ η πρώτη συλλογή ήταν δεμένη με τη γη, η δεύτερη είναι περισσότερο στραμμένη στον ουρανό («μια ανεμόσκαλα/ στρίβοντας/ πάει στα σύννεφα»). Το χώμα εδώ μετατρέπεται σε κάτι ηδονικό, αλλά ταυτόχρονα κι επικίνδυνο («Με λόγια που μιλιούνται επιεδή/ κάποτε νιώθουμε κοντά το χώμα/ τρυφερό, σκοτεινό και φιλήδονο»). Επίσης, στην πρώτη συλλογή βλέπαμε την πόλη να ανυψώνεται, ενώ εδώ τη βλέπουμε να βουλιάζει. Και πάλι έχουμε τον αριθμό τέσσερα, τέσσερις εποχές, τέσσερα σημεία του ορίζοντα, όχι όμως πια σταυρό. Ήρθε ίσως ο έρωτας κι έδιωξε το μαρτύριο. Ακόμη, ενώ είναι παρούσα και εδώ η Κυριακή, μάλιστα δίνει το όνομά της στον τίτλο μιας ολόκληρης ποιητικής ενότητας (τις «Σημειώσεις μιας Κυριακής») δεν απουσιάζει και η Δευτέρα. Η Δευτέρα σηματοδοτεί το κλείσιμο της κυριακάτικης παρένθεσης. Είναι η μέρα που τα γρανάζια της καθημερινότητας ξαναρχίζουν να δουλεύουν, η μέρα που συνειδητοποιείς ότι -για μια ακόμα φορά- δεν πρόλαβες να κάνεις όλα αυτά που ήθελες... Μερικοί στίχοι από τη συλλογή: «μέσα μου πάντα θ’ ανάβεις τις μεγάλες σιωπές», «ένα κλουβί που του ‘φυγε ξάφνου το μέλλον», «η θλίψη είναι ευάλωτη στο φως, ξεβάφει», «θρύψαλα ο ήλιος μέσα μου και η άνοιξη φεύγει με το γκρι φουστάνι σου», «ποιος στέκεται ν’ ακούσει πίσω απ’ τη γλύκα της φωνής τον σπαραγμό», «εμείς ανύποπτοι σ’ έναν άλλο πνιγμό» και πολλοί άλλοι που δεν θα αναφέρω για να σας δώσω την ευκαιρία να αγοράσετε το βιβλίο και να εντοπίσετε τους δικούς σας αγαπημένους στίχους! Η τρίτη κατά σειρά συλλογή του Χρήστου Τουμανίδη είναι Η ώρα του λιμανιού. Πρωτοεκδόθηκε το 1987 και το όνομά της σημαίνει τη φευγαλέα ανάπαυλα πριν την κίνηση της παλίρροιας. Σ’ αυτή τη συλλογή, η Κυριακή, ο καπνιστής και τα τσιγάρα του, η ανοιχτή όσο και θερμή σχέση με το παρελθόν και τον μακρινό τόπο καταγωγής του και η συμβίωση με μια χαμένη αγάπη γίνονται οι συνιστώσες της ποίησης του Χρήστου Τουμανίδη. Οι Κυριακές δεν είναι Κυριακές της αιθρίας, της ξεγνοιασιάς, της εκδρομής. Πλησιάζουν περισσότερο προς τις «Κυριακές που ο ποιητής καλεί την ψυχή του για να της πει -σαν τραγουδάκι χαρωπό- ένα τραγούδι του θανάτου. Ο καπνιστής δεν είναι κοινωνός της γνώριμης αμηχανίας διά των τσιγάρων του. Το τσιγάρο γίνεται κλειδί που ανοίγει την πόρτα του κόσμου. Ν’ ανάψω; Να μην ανάψω; Το δίλημμα είναι το ίδιο αναπότρεπτο όσο το “να βγω ή να μη βγω;” τόσων εγκλείστων κι αλλού, η εγκατάλειψη ψηλαφείται με τον στίχο. Μήτε τσιγάρο, μήτε φως, μήτε τραγούδι κι ο χρόνος τέμνεται από τη στιγμή πριν και τη στιγμή μετά τη στάχτη». Δεν τα έχω γράψει εγώ αυτά, τα έγραψαν στο περιοδικό Πλανόδιον που κυκλοφόρησε τότε που πρωτοεκδόθηκε η συλλογή, τον χειμώνα του 1987-1988. Πράγματι, θα πω εγώ, σ’ αυτή τη συλλογή το ύφος του ποιητή είναι διαφορετικό. Σε αυτή τη συλλογή εμφανίζονται για πρώτη φορά ο ήλιος σαν σύμβολο και το τσιγάρο, όπως επεσήμανε το Πλανόδιον (μάλιστα, ο Σωτήρης Σαράκης έγραψε πως πρώτη φορά συναντά τόσα τσιγάρα στα ποιήματαα, όπως σημειώνει ο Σπύρος Θεριανός στο σημείωμά του στο frear.gr, που προανέφερα) ενώ σημαντική είναι η απεύθυνση σε μια γυναίκα που δεν κατονομάζεται, η παρουσία της όμως μένει να πλανάται στους στίχους με ένταση. Η ερήμωση είναι ένα βασικό θέμα εδώ, όπως και ο αποχωρισμός. Ο αριθμός τέσσερα κάνει και πάλι την εμφάνισή του σαν ένα υπόκωφο μοτίβο που διαπερνά όχι μόνο τις συλλογές του Τουμανίδη, αλλά και την ίδια τη ζωή. Τα λιμάνια, τα πλοία, η βροχή (μου άρεσε πολύ το ποίημα «Νυχτερινή βροχή». Ξεκινά: «η περασμένη μου ζωή επιστρέφει απόψε σε στάλες» και συνεχίζει: «παλιά νερά, λάθη παλιά» που σκεπάζουν το ποιητικό υποκείμενο έως τους ώμους): αυτά είναι μερικά ακόμη από τα σύμβολα που χρησιμοποιεί ο ποιητής στη συλλογή, ενώ κάνει λόγο για πρώτη φορά και για το απόγευμα (είδαμε ότι είχε κάνει λόγο για το πρωινό και για τη νύχτα). Το απόγευμα είναι η μεταβατική ώρα ή το μεταίχμιο που καθορίζει το πέρασμα από μία κατάσταση σε μία άλλη – και πρέπει να κάνω εδώ μια σημείωση: Είναι σημαντικοί οι χρονικοί αλλά και οι χωρικοί προσδιορισμοί στην ποίηση του Τουμανίδη. Η ποίησή του συμβαίνει, όπως η ζωή, μέσα σε έναν χώρο και κατά τη διάρκεια κάποιου χρόνου – και είναι και τα δυο στοιχεία πολύ σημαντικά. Σ΄αυτή τη συλλογή βρίσκεται και η ενότητα που έδωσε τον τίτλο στο βιβλίο το οποίο συζητάμε σήμερα: «Από το βάθος της αιτίας». Ας περάσουμε όμως στην τέταρτη συλλογή, την Αντίστιξη των άστρων που πρωτοδημοσιεύθηκε το 1997. Σε αυτήν γίνονται εκτενείς αναφορές στην αρχαία Ελλάδα, κυρίως στην πρώτη ενότητα, τη «Μυθολογία μιας στιγμής», που, όπως έγραψε ο Γιώργος Πετρόπουλος στο Νέο επίπεδο την άνοιξη του 1998, κάνουν ορισμένα ποιήματα να μοιάζουν «σαν μακρινός απόηχος αναλόγων του Τέλλου Άγρα, του Κώστα Ουράνη και του Μήτσου Παπανικολάου». Σε ανάλυσή της στο αφιέρωμα του περιοδικού Έρεισμα, στο οποίο προαναφέρθηκα, η Αργυρώ Μαντόγλου σημειώνει ιδιαίτερα για τη συγκεκριμένη συλλογή «τη μεταφορά του ουρανού και των ουράνιων σωμάτων που προβάλλονται ως μακρινές ενατενήσεις. [...] Τα άστρα λειτουργούν ως φωτεινές απολυτότητες μιας σχεδόν ανέφικτης προβολής. Συνυπάρχουν η υποψία και ο πόθος της ταύτισης με το ουράνιο σε κάθε ποιητικό στοχασμό του Τουμανίδη. [...] Κυριαρχεί η ανθρώπινη διάθεση να προβληθεί η υπόστασή της στο άπειρο και μέσα από αυτά τα “αστρικά συναπαντήματα” γεννιούνται τα ποιήματα που είναι η αντιπαράθεση του μικροκοσμικού με το μακροκοσμικό». Το 1997 στο περιοδικό Μανδραγόρας δημοσιεύθηκε επίσης κείμενο για την Αντίστιξη των άστρων του Τουμανίδη, στο οποίο διαπιστώνεται ότι στη συλλογή «κυριαρχεί η κατ’ εξοχήν αποστολή της ποίησης να μας παρέχει πρόσβαση σ’ εκείνη τη θέα του κόσμου όπου διαφαίνονται ταυτόχρονα το μυστήριο του κόσμου μαζί με το μυστήριο της ανθρώπινης ψυχής». Θα ήθελα κι εγώ να σημειώσω ότι είναι φανερή η μεστότητα του στίχου και της εξιστόρησης, αλλά και η σιγουριά του ποιητή στη διαπραγμάτευση της εικονοποιΐας και των νοημάτων σε αυτή τη συλλογή. Πρόκειται επίσης για τη συλλογή όπου κάνουν την εμφάνισή τους τα πρώτα του χαϊκού, δώδεκα το σύνολο, με τίτλο «Δώδεκα τηλε-γραφήματα» και θα ήθελα να σταθώ σε τρία από αυτά: «6. Σπασμένο κλαδί/ αλλά η άνοιξη, δες,/ το κυρίεψε!», «7. Κρυφοί στεναγμοί/ των αστεριών η λύρα/ στ’ άδειο πηγάδι» και «12. Ξεχαστήκαμε/ σ’ ένα τριαντάφυλλο/ φυλλομετρώντας». Κάπως έτσι φτάνουμε και στην πέμπτη και τελευταία ποιητική συλλογή που φιλοξενείται στο βιβλίο. Πρόκειται για μια συλλογή που αποτελείται αμιγώς από χαϊκού, έχει τίτλο Κεριά θυέλλης (με τον τρόπο του χαϊκού) και πρωτοκυκλοφόρησε το 2005. Στην προμετωπίδα της συλλογής διαβάζουμε ένα χαϊκού του Γιάννη Ρίτσου από τα 3 Χ 111 τρίστιχα του 1987. Όταν το είδα, θυμήθηκα ότι ο Νίκος Ψυλλάκης είχε γράψει πως πρωτοσυνάντησε τον Χρήστο στο σπίτι του Γιάννη Ρίτσου. Αλλά και ένα από τα χαϊκού της συλλογής του Χρήστου μιλάει για τον Ρίτσο: «Δέντρα και λέξεις/ το μεγάλο ποτάμι/ ο Γιάννης Ρίτσος». Παρ’ ότι η φόρμα είναι δραματικά διαφορετική, είναι αξιοσημείωτο ότι τα σύμβολα που χρησιμοποιεί ο Χρήστος μένουν σταθερά: η νύχτα, το φεγγάρι, τα δέντρα, τα άστρα, η πόλη, ο ήλιος, τα παράθυρα, η θάλασσα, το τσιγάρο, η Κυριακή, όλα είναι εδώ. Δοσμένα σε 17 συλλαβές: «Όλος ο κόσμος/ δεκαεφτά συλλαβές/ τραγούδα, μπορείς!» και σε 53 τρίστιχα. Όσο για τα θέματα, ερημιά, ελπίδα, ομορφιά, φως και ελευθερία είναι μερικά μόνο από εκείνα στα οποία στάθηκε η ευαισθησία του Χρήστου. Θα ήθελα να κλείσω την εισαγωγή μου στην πρώτη ποίηση του Χρήστου Τουμανίδη όπως αποτυπώνεται στο βιβλίο Από το βάθος της αιτίας, με λίγα από τα λόγια που έγραψε ένας άλλος αγαπημένος μου ποιητής, ο Τάσος Λειβαδίτης, για κείνον στο φύλλο της 13ης Απριλίου 1978 της εφημερίδας Αυγή: «...ο Χρήστος Τουμανίδης ξεκινάει από ένα παρήγορο σημείο: το πιο παρήγορο σημείο της σύγχρονης ποίησης. Την καθημερινότητα. Η ποίησή του χαμηλόφωνη, δεμένη με τα πιο απλά δεδομένα της πραγματικότητας, χωρίς αυτό φυσικά να σημαίνει ότι συχνά μια υπόγεια προέκταση δεν φτάνει ως τα όρια της “σιωπηλής” κραυγής. [...] Ο ποιητής έχει ένα ιδιαίτερο στίγμα που μπορεί κανείς να το διακρίνει από μακριά. Την ειλικρίνεια πρώτον και δεύτερον την πίστη του στην υπεροχή της ποίησης – υπεροχή πάνω κι απ’ την ίδια την υπάρξή μας». Και πράγματι έτσι είναι.
Χριστίνα Λιναρδάκη
Σημ.: Το κείμενο αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος της ομιλίας της υπογράφουσας στην παρουσίαση του βιβλίου που πραγματοποιήθηκε στο Έναστρον βιβλιοκαφέ την Παρασκευή 29 Μαρτίου 2019.
https://stigmalogou.blogspot.com/2019/04/blog-post.html?spref=fb&fbclid=IwAR1n53ty-6ZS66V-vNbNPjDQxWpaT0lHGQdjwTE1bLrydKbCPTZkw9VhR6E
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου