13.4.19

Αργύρης Χιόνης


ΕΚΔΟΧΕΣ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ[1]
Με ήτα η ζωή τελειώνει·
με ήττα, επίσης.

III
Έρχονται αθόρυβα οι μέρες μου – γάτες με πελ-
ματα βελούδινα, ταχύτητα αστραπής- τρίβο-
νται μια στιγμή ανάμεσα στα πόδια μου· σκύ-
βω να τις χαϊδέψω· έχουνε κιόλας φύγει.


XV 
Ανάμεσα στα δάχτυλά μου
και στη σάρκα σου,
όσο σφιχτά κι αν σε κρατώ,
τρυπώνει ο χρόνος.
Αργύρης Χιόνης: Ό,τι περιγράφω με περιγράφει, Ποίηση δωματίου | Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2010
ο ο ο
ΤΟ ΩΡΑΙΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ[2]
Ήταν ωραίο αυτό το καλοκαίρι
Ωραίο αλλά και επικίνδυνο
Ένας παππούς που έκανε αμμόλουτρα
Ξεχάστηκε θαμμένος μες στην άμμο
Όταν τον θυμηθήκανε ύστερ’ από μέρες
Σηκώσαν το καπέλο του
Δεν ήταν από κάτω
Μια πάλλευκη τουρίστρια απʼ το βορρά
Τα ʽφτιαξε με τον ήλιο
Κοιμήθηκε μαζί του μέρες μήνες
Σκούρυνε, αφομοιώθηκε απʼ το τοπίο
Οι δικοί της τώρα την αναζητούν
Μέσω του Ερυθρού Σταυρού
Ένα παιδί δαρμένο έγινε αχινός
Αν τους βαστάει τώρα
Ας με ξαναδείρουν, είπε
Πήρανε ο μπαμπάς κι η μαμά
Μαχαίρι και πιρούνι
Και χωρίς να τρυπηθούν
Του φάγαν την καρδιά
Ένα σκυλί κυνηγημένο
Δάγκωσε την ουρά του και την έφαγε
Ύστερα έφαγε όλο το κορμί του
Έμεινε μόνο το κεφάλι του στα βότσαλα
Νʼ ασπρίζει από τα κύματα γλειμμένο
Βαθιά ένα καράβι έμενε ακίνητο
Ακίνητο ένα καλοκαίρι
Φυσούσαν άνεμοι φουσκώναν τα πανιά
Δεν έλεγε να φύγει. Τι περίμενε;
Κανείς δεν ξέρει.

ΕΙΚΟΣΙ ΤΕΣΣΕΡΑ ΚΑΡΦΙΑ ΓΙΑ ΜΑΛΑΚΑ ΚΡΕΒΑΤΙΑ, ΙΙΙ[2]
Οι άνθρωποι το πιο συχνά
δεν ξέρουν τι να κάνουνε τα χέρια τους
Τα δίνουν – τάχα χαιρετώντας – σ’ άλλους
Τ’ αφήνουνε να κρέμονται σαν αποφύσεις άνευρες
Ή – το χειρότερο – τα ρίχνουνε στις τσέπες τους και τα ξεχνούνε
Στο μεταξύ ένα σωρό κορμιά μένουν αχάιδευτα
Ένα σωρό ποιήματα άγραφα
Αργύρης Χιόνης: Η φωνή της σιωπής, Ποιήματα 1966-2000 | Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2006
ο ο ο
ΤΟ ΑΛΟΓΑΚΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ[3]
Η επιστημονική ονομασία του μεγάλου αυτού δικτυόπτερου εντόμου
είναι Μάντις και του την έδωσαν, πρώτοι, οι αρχαίοι Έλληνες οι οποίοι, βλέποντάς το να κωλοκάθεται, να μένει ακίνητο ή να κινείται αργά, μπρος-πίσω, με ανασηκωμένο το κεφάλι και τα μπροστινά πόδια εκτεταμένα σε στάση ικεσίας, πίστευαν ότι διαθέτει υπερφυσικές ιδιότητες. Η δοξασία αυτή αντικατοπτρίζεται και σε άλλες γλώσσες. Έτσι οι Άγγλοι το ονομάζουν, επίσης, μάντιδα (soothsayer), οι Γερμανοί λάτριδα του Θεού (Gottes anbeterin), οι Γάλλοι προσκυνητήριο (prie-Dieu) και, χωρίς να το έχω ψάξει, υποπτεύομαι ότι και πολλοί άλλοι λαοί θα του έχουν δώσει κάποιο ανάλογο όνομα.
Ωστόσο, το αλογάκι της Παναγίας, το μόνο που δεν κάνει, όταν παίρνει αυτή τη στάση, είναι να προσεύχεται ή να ικετεύει· απλώς έχει στήσει ενέδρα κι ετοιμάζεται ν’ αρπάξει το πρώτο μικρότερο έντομο, που θα ‘χει την ατυχία
να περάσει από μπροστά του, και να το καταβροχθίσει. Σ’ αυτή την εγκληματική δραστηριότητά του το βοηθά και η φύση (ευνοϊκή, ως
γνωστόν, για τους δυνατούς και ανελέητη για τους αδύνατους) που το έχει προικίσει με μιαν εκπληκτική ικανότητα παραλλαγής. Με άλλα λόγια, παίρνοντας ακριβώς το χρώμα του περιβάλλοντος στο οποίο βρίσκεται, καθίσταται αόρατο για τα θύματά του, καθώς και για τους εχθρούς του που, έτσι κι αλλιώς, είναι ελάχιστοι.

Ποτέ μου δεν το χώνεψα αυτό το αλογάκι, κι ας ήταν της Παναγίας. Σ’ αυτό πρέπει να έφταιξε κι η μάνα μου που, όταν ήμουνα παιδί, μου έλεγε να μην το πλησιάζω, να μην το πειράζω, γιατί, αν θύμωνε και μ’ έφτυνε στο πρόσωπο, θα τυφλωνόμουν. Πάντα λοιπόν το απέφευγα με δέος, όταν βρισκότανε μπροστά μου. Ωστόσο, μίσος, πραγματικό μίσος γι’ αυτό το άσπλαχνο ζωντανό, μίσος που ακόμη τρέφω, ένιωσα, για πρώτη φορά, όταν έμαθα ότι, αμέσως μετά τη σύζευξη, το θηλυκό καταβροχθίζει το αρσενικό, το οποίο, καίτοι, πιο ταχύ και με μεγαλύτερη πτητική ικανότητα από τη “συμβία” του, δέχεται παθητικά τη θυσία του για τη διαιώνιση του είδους και της ωμότητας. Από μια τέτοια διεστραμμένη ένωση, πώς θα ‘ταν δυνατόν να προκύψουν υγιείς γόνοι; Οι νύμφες (γύρω στις διακόσιες), μόλις βγουν από τ’ αβγά τους, αρχίζουν ν’ αλληλοσπαράζονται.

Θα μπορούσε, βέβαια, κάποιος να μου πει: “Μα γιατί τα βάζεις με τα αλογάκια της Παναγίας; Δεν βλέπεις τι γίνεται με τους ανθρώπους;”. Και θα είχε δίκιο. Οι περισσότερες γυναίκες που γνωρίζω καταβροχθίζουν, μετά
την τεκνοποίηση, τους άντρες τους. Μπορεί να μην τρώνε κυριολεκτικά τις σάρκες τους, αλλά κάνουν κάτι ακόμη πιο ωμό· αφανίζουν τις ψυχές τους.

Μετά την τεκνοποίηση, ο άντρας παύει να είναι το κέντρο της προσοχής της γυναίκας, παύει να είναι ερωτικός σύντροφος και γίνεται αυτός που ξεβουλώνει νεροχύτες, βιδώνει βίδες, καρφώνει καρφιά και εξασφαλίζει στην οικογένεια τα προς το ζην. Από συγκεκριμένο πρόσωπο, από αντικείμενο αγάπης και πόθου, μεταβάλλεται σ’ ένα σκέτο Αυτός. Που είναι Αυτός; Δεν ήρθε ακόμη Αυτός; Τι κάνει πάλι Αυτός; … Όσο για τους γόνους του ανθρώπου, ούτε αυτοί διαφέρουν από τις νύμφες της Μάντιδος. Ο αλληλοσπαραγμός τους, για την εξασφάλιση των πρωτείων, είναι καθημερινό, συνηθισμένο φαινόμενο. Η κοινωνία μας είναι γεμάτη Κάιν και Άβελ.

Τελικά, τα μόνα πραγματικά αγαπημένα, τα μόνα βαθιά, ως τα γεράματα, ως το τέλος, ερωτευμένα ζευγάρια που έχω γνωρίσει ήταν άκληρα.
Επίμετρο: Ο Αργύρης Χιόνης, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1943. Από το 1967 μέχρι και το 1992 – που γύρισε οριστικά στην Ελλάδα – έζησε: στο Παρίσι, στο Άμστερνταμ και στις Βρυξέλλες όπου εργάστηκε ως μεταφραστής στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα τελευταία 20 χρόνια της ζωής του, αποσύρθηκε στο Θροφαρί της ορεινής Κορινθίας και ασχολήθηκε με την καλλιέργεια της γης και της ποίησης. Πέθανε την ημέρα των Χριστουγέννων, το 2011.
Αναδημοσιεύσεις από τα ιστολόγια:
[1] Λογοτεχνία κατεύθυνσης
[2] Το κόσκινο
[3] Θ.Ε.Α. | Θέματα επιστημών του Ανθρώπου
https://exitirion.wordpress.com/2019/04/04/argiris-xionis-poems/?fbclid=IwAR1OU9c1osnW4z5ztxRMWVgRAoOi-H2Bxcd_vDoNzxWHK_cE8r_Na3oy2oE

Δεν υπάρχουν σχόλια: