Γεράσιμος Δενδρινός Δημοσιεύτηκε 07 Απριλίου 2019
Πάντα στη ζωή επιδίωκα να έρχομαι τελευταίος, για να βλέπω ποιους επιστράτευαν οι πρώτοι για τις επιτυχίες τους. Οι σπάνιοι άνθρωποι σε πάνε παραπέρα. Οι κοινοί σε σταματάνε για να σε ρωτήσουν πού είναι η πιάτσα των ταξί ή σε ποιο δρόμο γίνεται διαδήλωση για να φωνάξουν τα δικαιολογημένα παράπονά τους. Κι εσύ που καταγίνεσαι ολοένα με τα ενδιαφέροντα της μοναξιάς, έχεις πάντα το βλέμμα στραμμένο προς την Ανατολή: Αυτό που δεν είμαστε ή που δεν γίναμε, θα μας αγκαλιάσει στην άλλη ζωή. Είσαι η αδυναμία μου, γιατί ανέκαθεν απευθυνόμουν σ’ αυτό που δεν είσαι ή δεν υπήρξες ποτέ, και όχι σ’ αυτό που είσαι. Με αυτό που θα ήθελα να είσαι ασχολούμαι, και σε αυτό
πάντα καταλήγω. Μην με λυπάσαι. Έπρεπε να βρεθεί κάποιος να σ’ αγαπήσει χωρίς αποδοχή, κι αυτός έτυχε να είμαι εγώ. Έμαθα να συμβιώνω χρόνια τώρα με τη λύπη. Σκέπτομαι καθαρότερα κι ελπίζω τα λιγότερα. Η μοίρα του κόσμου είναι κοινή: πίσω από ανεύθυνους και χαλασμένους ανθρώπους τρέχει για ένα λειψό χάδι η μισή υφήλιος. Οι πνιγμένοι μετανάστες σχηματίζουν τον δικό τους αστερισμό στον ουρανό. Σαφώς και σε θυμάμαι. Ήσουν μαζί μου στην έρημο όταν μας πετροβολούσαν τα παιδιά των βεδουίνων. Κοιτάζω κάθε πρωί το πρόσωπό μου στον καθρέφτη. Αδύνατο να είμαι εγώ εκείνο το παιδάκι, που, όταν του έκαναν κάποιο δώρο, χαιρόταν υπερβολικά, γιατί θα το χάριζε κι αυτό στους φίλους της γειτονιάς χωρίς καμία λύπη ακόμη κι αν υπήρχε η περίπτωση να το ξεχαρβαλώσουν. Αύριο ανάβουμε τα φώτα σε όλον τον συσκοτισμένο κόσμο. Να πεις στον εξομολόγο σου να σου εκμυστηρευτεί, έστω και μια φορά, τις δικές του αμαρτίες. Μην γράφετε τίποτε. Τα πάντα έχουν ειπωθεί και μάλιστα καλύτερα. Ακόμα και οι κάλτσες που φοράτε, τις πρόβαρε μια μέρα ο Τσέχοφ και τις πέταξε. Καμιά φορά πρέπει να είσαι σκουπίδι, ακόμα και στραπατσαρισμένο, και να λάμπεις μέσα στον σωρό για να σε αποδεχτούνε. Στις παρελάσεις, ποτέ δεν κοιτούσε την παράταξη των παιδιών που κατηφόριζε με ρυθμικό βήμα προς το μνημείο των πεσόντων. Επικέντρωνε πάντα το βλέμμα του ψηλά, στο μεγάλο μπαλκόνι του γηροκομείου με τους καθισμένους υπερήλικες σε καρέκλες και αναπηρικά καροτσάκια. Αυτή την εικόνα θέλω να βλέπω: να έρθεις απρόσκλητος και να μου κλείσεις για πάντα τα μάτια. Στους γονείς μου οφείλω το ζην, ενώ στους δασκάλους μου τη βότκα και το τζιν. Τα ποιήματα είναι σαν πουλιά. Όσο πετούν, αξίζουν. Μην απελπίζεσαι. Το δέντρο της πλατείας δεν θα πέσει ποτέ επάνω σου. Τους χτυπημένους από κεραυνό τους παρακάμπτει. Τώρα βάζει στόχο κάτι σαν εμένα. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί η Ακρόπολη είναι καλύτερη από το λυόμενο που έχτισε ένα καλοκαιρινό βράδυ του 1970 με τσιμεντόλιθους στο Μπλε Λιμανάκι της Σαλαμίνας η κυρα-Σεβαστή με τον σύζυγό της, έχοντας φως από μπαλαντέζα, και στη στέγη του ελενίτ οι βίδες σκούριαζαν αμέσως με τις πρώτες βροχές. Να έρθεις, όποτε θέλεις, στην πλατεία, όπου τα αδέσποτα με τα θλιμμένα τους μάτια είναι σαν να σου ψιθυρίζουν μυστικά, έτσι καθισμένα στην πρασιά μέσα στον ήλιο ή στα γύρω πεζοδρόμια. Αυτά έχω για παιδιά μου. Αραιά και πού, άγραφα βιβλία αφήνω στα κλαδιά των δέντρων, μήπως και ωριμάσουν σαν τους καρπούς και πέσουν στο καλωσόρισμα της ζωής που σφύζει τριγύρω. Μη ζητάς ποτέ τίποτε κι από κανέναν. Το κάθε είδους αντάλλαγμα είναι σκουριά πάνω σε σιδερένια ταυτότητα. Μόνος σου να διευθετείς τα του οίκου σου. Μην σκέπτεσαι πρόσωπα και να μην επενδύεις σε ανθρώπους. Οι μέριμνες του βίου είναι σταθμοί που μέσα τους χάνεσαι, όπως και τόσοι άλλοι. Τα ζώα που τρέφεις σπίτι σου ή ταΐζεις στην κοντινή πλατεία, ό,τι διάβασες κι αφομοίωσες και όχι ό,τι έγραψες, είναι η περιουσία σου σ’ αυτή τη ζωή. Όσο μεγαλώνεις, είναι καλύτερο να κλείνεις πόρτες και όχι να τις ανοίγεις διάπλατα. Δεν έχεις καιρό για το κενό, παρά για το πλήρες, το κόσμιο και το ευπρεπές. Κι αυτό δεν σου το δίνουν οι άνθρωποι που στέκονται έξω από την πόρτα σου, οι νεοφερμένοι επισκέπτες, ακόμη και οι παλαιοί. Το ανακαλύπτεις μοναχός σου. Κατά τ’ άλλα, η ζωή προχωρεί με ανταγωνισμούς και λοιδορίες. Γεννηθήκαμε για να αγναντεύουμε από μακριά τους φτηνούς θριάμβους των άλλων, που αποκτήθηκαν με στοιχήματα και αμοιβαίες υποχωρήσεις. Δεν υπάρχει καμία απολύτως ελπίδα για τον νάρκισσο, που, παρόλο που τον σημαδεύει ο χρόνος, εξακολουθεί να θαυμάζει την εικόνα του στον καθρέφτη. Όταν η πόζα παρακμάσει και συρρικνωθεί και τα ωραία ρούχα δεν του πάνε πια στο πρόσωπο, τότε θα θαμπωθεί από τα αναμμένα φώτα, ενώ από κάπου αντιλαλεί βραχνά η σάλπιγγα, σημάδι πως ήρθε η ώρα να γίνει ο ίδιος χώμα και νερό. Το ζώο που κάθεται και σε κοιτάζει μέσα στο σκοτάδι, κι ύστερα, χαλαρωμένο, αποθέτει το κεφάλι στα πόδια του κλείνοντας τα μάτια, είναι η πιο αφοπλιστική έκφραση στοργής. Ακόμα κι αν η κουρτίνα απ’ την απότομη ριπή του αέρα αγγίζει το πλούσιο τρίχωμά του, ούτε και τότε σαλεύει. Μόνο όταν σε δει να αδρανείς σιωπηλός, κουρασμένος και σκυμμένος στα χαρτιά του γραφείου σου, τότε σε πλησιάζει αθόρυβα για ένα παρατεταμένο χάδι. Ο Γεράσιμος Δενδρινός (1955) σπούδασε ελληνική φιλολογία. Έργα του: 1] Ένα πακέτο Άρωμα, διηγήματα, Κέδρος 1995, 2] Απέραντες συνοικίες, μυθιστόρημα, Κέδρος 2001, 3] Χαιρετίσματα από το νότο, μυθιστόρημα, Κέδρος 2003, στο οποίο βασίστηκε η ταινία του Δημήτρη Μακρή Χαιρέτα μας τον πλάτανο (ξένος τίτλος: E Tanti Saluti), η οποία διαγωνίστηκε το 2004 στο 54ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, 4] Άλκης, νουβέλα, Μεταίχμιο 2003, 5] Ματίας ντελ Ρίος – Ημερολόγια, ταξιδιωτικό κείμενο, Κέδρος 2006, 6] Φραγή εισερχομένων κλήσεων, μυθιστόρημα, Μεταίχμιο 2006, 7] Άβατοι Τόποι, ποιήματα, (.poema..) 2015 και 8] Βήματα σε λιθόστρωτο, Διάπλαση, 2018. Από το 2004 είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.
https://diastixo.gr/logotexnikakeimena/pezografia/11939-syllogismoi
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου