6.4.19

Ένας κορυφαίος τεχνίτης του χάικου από την Ιαπωνία στη γλώσσα μας – του Παύλου Δ. Πέζαρου

Κομπάγιασι Ίσσα, Διακόσια Εξήντα Επτά Χάικου, Εισαγωγή – Μετάφραση – Επίμετρο: Γιάννης Λειβαδάς, εκδ. Κουκούτσι, Αθήνα 2017, σσ. 115
Ο Γιάννης Λειβαδάς (Καλαμάτα, 1969), από τους πιο αντιπροσωπευτικούς ποιητές της γενιάς του, με κάπου δέκα ποιητικές συλλογές στο ενεργητικό του μέχρι τώρα, είναι, μεταξύ άλλων, και εξειδικευμένος μελετητής και μεταφραστής των χάικου και μάλιστα απευθείας από τη γλώσσα ρομάτζι της Ιαπωνίας.
Κατ’ αρχάς, αξίζει να διευκρινιστεί ότι, το «ιδίωμα» ρομάτζι (ακριβέστερα, ροούμα-τζι, δηλαδή, ρωμαϊκά γράμματα) είναι, όπως πληροφορούμαστε από το διαδίκτυο, μια μάλλον «τεχνική» γλώσσα που επινοήθηκε (κυρίως μετά την ήττα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου) προκειμένου να εισαχθούν τα λατινικά γράμματα προς απόδοση των ήχων της ιαπωνικής γλώσσας. Αν και δεν αποτελούν, επομένως, μέρος της επίσημης Ιαπωνικής γλώσσας, οι μεταγραφές στα ρομάτζι χρησιμοποιούνται (κυρίως στο χώρο του εμπορίου και της τεχνολογίας) για τον ίδιο λόγο που χρησιμοποιούνται λ.χ. και τα Greeklish (αντί του ελληνικού αλφάβητου) στις τεχνολογικές κ.ά. εφαρμογές.

Μεταξύ των μεταφράσεων χάικου που ο Λειβαδάς (Γ.Λ.) έχει, κατά καιρούς, δημοσιεύσει από το 2002 και μετά, ξεχωρίζει, κατά τη γνώμη μου, η σχετικά πρόσφατη έκδοση από το «Κουκούτσι» της παρούσας συλλογής, αφιερωμένης αποκλειστικά στον Κομπάγιασι Ίσσα, τον «πλέον εμβληματικό» τεχνίτη των χάικου «ανάμεσα στους κορυφαίους ποιητές του είδους». Η συλλογή περιέχει μόλις «267 χάικου» από τα 20.000 και πάνω χάικου (εκ των οποίων πάνω από τα μισά έχουν μεταγραφεί στη γλώσσα ρομάτζι, μας πληροφορεί εισαγωγικά ο Γ.Λ.) που υπολογίζονται ότι έχει συνθέσει ο Ίσσα, ένας από τους μέγιστους Ιάπωνες ποιητές που έζησε και δημιούργησε τον 18ο αιώνα (1763-1827).
Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω πόσοι από τους σύγχρονους Ελληνόφωνους (και όχι μόνο) ποιητές, που επιδίδονται στη σύνθεση ποιημάτων με τη φόρμα χάικου, γνωρίζουν τον Κομπάγιασι Ίσσα, αλλά και ποιες ακριβώς είναι οι απαιτήσεις για τη σύνθεση ενός χάικου. Από πλευράς μου ομολογώ ότι, πέρα από κάποιες σποραδικές δημοσιεύσεις σημαντικών μεταφράσεων, που είχαν πέσει στην αντίληψή μου παλιότερα, όχι μόνο του Λειβαδά, αλλά και του Διονύση Καψάλη (Άγρα) ή του Γιώργου Μπλάνα (Διάστιχο), ελάχιστα πράγματα γνώριζα τόσο για τον ίδιο αυτόν τον σπουδαίο ποιητή όσο και για τη φόρμα των χάικου, που άνθισε στην Ιαπωνία από τον 17ο αιώνα και μετά, με σπουδαίους εκφραστές, όπως ο τιμώμενος στο παρόν βιβλίο.
Εκείνο, πάντως, που νομίζω ότι έχω κατανοήσει είναι ότι, παρά την φαινομενική απλότητα στη σύνθεση, το χάικου είναι από τις δυσκολότερες και πλέον μεστές & πολύπλοκες ποιητικές φόρμες, τη στιγμή που με ένα τρίστιχο μετρημένων συλλαβών ο ποιητής του είδους, βασιζόμενος κυρίως στα στοιχεία της φύσης, χλωρίδας και πανίδας, διατυπώνει τον στοχασμό του, δίνοντας σε αυτόν, όχι μόνο ένα πλήρες νόημα, αλλά και ένα ολοκληρωμένο οραματικό σύνολο, διατυπωμένο όμως με παιγνιώδη και χαριτωμένο τρόπο.
Διαβάζοντας, λοιπόν, τα χάικου του Ίσσα, όπως τα έχει αποδώσει ο Γ.Λ., διαπιστώνει κανείς ότι περισσεύει σε αυτά ο υπαινικτικός λόγος, διατυπωμένος με άκρα λιτότητα:
«Τραγούδα σου λέω! / Σιωπηλό / ορφανό σπουργίτι.» (σ. 20)
«Κι άλλο φίδι / μες στη τρύπα. / Γίναμε τρεις.» (σ. 28)
«Ποιον από ‘κείνους / τους ερωδιούς θα βρει / το βέλος;» (σ. 36)
«Οι εραστές – / Στους αγρούς / ψηλά τα χορτάρια.» (σ. 48)
«Όταν όλα ανθίζουν / τριγύρω, / νιώθω μέτριος.» (σ. 94)
«Τα άνθη κερασιάς / δεν ανέχονται / στρατιώτες.» (σ. 99)
Από την άλλη, περισσεύουν επίσης οι εικόνες μιας απίστευτης ομορφιάς που, αντί πινάκων, ζωγραφίζονται με λέξεις απλές αλλά πλήρεις νοημάτων:
«Πάντα αγέραστο / το ζεύγος / των πεταλούδων.» (σ. 19)
«Πρώτο χαμόγελο / της νέας χρονιάς απ’ / το μωρό που βυζαίνει.» (σ. 77)
«Το αηδόνι – / Πλένεται στ’ άνθη / της δαμασκηνιάς.» (σ. 82)
Συνοπτικά, θεωρώ ότι η παρούσα έκδοση διακρίνεται για την αρτιότητα και την πληρότητά της. Με την σύντομη αλλά άκρως κατατοπιστική εισαγωγή του και με ένα μεστό δεκασέλιδο επίμετρο, ο Γ.Λ. συμβάλλει τα μέγιστα στην πληροφόρηση του επαρκούς αναγνώστη σχετικά με τον βίο και το έργο του ίδιου του τιμώμενου ποιητή, την ιστορική εξέλιξη της φόρμας, αλλά και την ίδια την τέχνη του χάικου (και όχι χαϊκού, όπως τονίζει ο μελετητής).
Ωστόσο, νομίζω ότι, θα είχε περαιτέρω ενδιαφέρον για τον αναγνώστη να ξέρει για ποιο λόγο τα μεταφρασμένα χάικου περιορίζονται, στην παρούσα έκδοση, στον συγκεκριμένο αριθμό (267) και όχι στρογγυλοποιώντας τον (όπως λογικά θα ανέμενε κανείς), λ.χ. στα 300 ή στα 250. Ο αριθμός 267 είναι άραγε τυχαίος, ή υποκρύπτει κάποιον συμβολισμό; Πουθενά στο βιβλίο, ο μεταφραστής δεν διευκρινίζει το θέμα.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η όλη ποιότητα του βιβλίου δεν διακυβεύεται. Από τη μια, έρχεται αναμφίβολα να εμπλουτίσει τις γνώσεις μας γύρω από την ποιητική φόρμα των χάικου αλλά και έναν από τους πλέον εμβληματικούς εκπροσώπους της. Από την άλλη, θα ήταν παράλειψη να μην σημειώσει κανείς την άψογη επιμέλεια της έκδοσης και την, από κάθε άποψη, υψηλή αισθητική της.
Πρόκειται, επομένως, για ένα βιβλίο που άνετα θα το χαρακτήριζα μάλλον «συλλεκτικής» αξίας και δεν θα δίσταζα, από την άποψη αυτή, να το συστήσω σε κάθε ενδιαφερόμενο φιλαναγνώστη.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]

Δεν υπάρχουν σχόλια: