6.4.19

Βασίλης Νικολαΐδης, Ρουάντα Νησί

Κιʼ ίσως έπρεπε κάποτε να πάμε πάλι (χωρίς τόπο και χρονολογία)
Κιʼ ίσως έπρεπε πάλι να πάμε λίγο πριν αρχίσουν οι βροχές
Στίβες τα σύννεφα πάνω στους λόφους, πέρα στους λόφους
Στα δέντρα φτιάχνοντας δρόμους και θόλους στο φως
Κιʼ αμέθυστοι, χρώματʼ αλλάζοντας, μάτια παντού, παντού
Κιʼ εινʼ ζεστό τʼ απόγεμα, Ρουάντα…
Λίγη σκιά που λικνίζεται, κιʼ είναι γυναίκα
Κιʼ ένα ποδήλατο στον ανήφορο, κιʼ είναι ιδρώτας
Κιʼ αέρας που λίγωσε ώσπου έγινε λάσπη
Και κόκκινο χώμα θυμάται, κιʼ άσκεποι τάφοι κοιμάται το παιδί που τρελλάθηκε
Κιʼ είναι θύτης, κιʼ είναι θύμα, κιʼ ειν γονιός και συγγενείς χιλιάδες…

Κιʼ ίσως έπρεπε πάλι να πάμε λίγο πριν αρχίσουν οι βροχές
Στίβες αχλή πάνω στους λόφους, κιʼ είναι σιωπή
Κιʼ εκείνο το φίδι που λάμπει είναι ποτάμι
Κιʼ ορίζοντας ως τις πηγές του, νάρκες παντού, παντού
Κιʼ εινʼ ζεστό τʼ απόγεμα, Ρουάντα…
Κοπάδια φεύγουν αργά, κιʼ είναι γαλήνη
Το νερό νάρθει πάλι εδώ, γονιμότητα
Θροίζει πάλι τα φύλλα κιʼ αστράφτει, πάλι βροντές
Και πάλι μετά ξαστεριά, σε κουφαίνουνε τʼ άστρα
Σε κουφαίνουνε τʼ άστρα κιʼ οι ριπές των καλάζνικοφ
Κιʼ είναι θύτης, κιʼ είναι θύμα, κιʼ ειν γονιός και συγγενείς χιλιάδες…
Κιʼ ίσως έπρεπε πάλι να πάμε λίγο πριν αρχίσουν οι βροχές
Πλήθος ανθρώποι πάνω στους δρόμους, πέρα στους λόφους
Στα δέντρα κρύβοντας φόβους, κιʼ ακούς τις εκρήξεις
Κιʼ ό,τι φέρνουν δεινά οι μουσώνες, αιώνες τα σπέρνουν παντού, παντού
Κιʼ εινʼ ζεστό τʼ απόγεμα, Ρουάντα…
Χείλη στεγνά και μάτια ανάποδα, κιʼ είναι ρόγχος
Κιʼ είναι βρόγχος καπνός αναθρώσκων, κιʼ είναι ζωή
Ζωή και βραδυάζει κιʼ Ανάσταση φέτος δεν έστερξε
Γυρνάω κιʼ η νύχτα κατάσαρκα είναι δροσιά
Κιʼ είναι θύτης, κιʼ είναι θύμα, κιʼ ειν γονιός και συγγενείς χιλιάδες…
Η καρδιά του σκότους
Μεσημεριάτικος ύπνος, έβλεπα εφιάλτη, είχαν περάσει τα χρόνια, η κρίση είχε κυλήσει πιο πέρα, στο Κονγκό, γης μαδιάμ. Δεν υπήρχε πια ΟΗΕ, είχα μείνει άνεργος, και περπατούσα σε μία συνοικία, λασποκαλύβες με τσίγκινη σκεπή, χωρίς λεφτά, χωρίς χαρτιά, χωρίς αυτοκίνητο, τίποτα. Συνάντησα ένα κορίτσι.-Ποιανού είσαι; το ρωτάω.-Κανενός, μου λέει. «Ο πατέρας μου βίασε τη μάνα μου, και τώρα δεν με θέλει κανένας γιατί είμαι του εχθρού.»
****
Αργότερα με πλησίασαν άνθρωποι της Εταιρίας να πάω να βρω κείνο τον πράκτορά τους που είχε ιδρύσει στις Λίμνες ιδιωτικό κράτος και να τον εξουδετερώσω πριν πάρει το θέμα έκταση. Ποιος ήταν πραγματικά ή άλλες λεπτομέρειες, δεν μου είπαν. Στις Βρυξέλλες γνώρισα τους βοηθούς μου, πέντε τον αριθμό. Ένας κοντός που τον έλεγαν Γουέιν και φόραγε φανέλα με το νούμερο εννιά της εθνικής Αγγλίας ειρωνεύτηκε «εσύ είσαι που θα γίνεις ο Κούρτζ στη θέση του Κούρτζ;» Οι άλλοι γέλασαν και μπήκαμε σʼ ένα αρχαίο Τουπόλεφ. Ούτε διαβατήριο, ούτε τίποτα, μόνο τη φωτογραφία του Κούρτζ. Στην απογείωση κοίταζα τα φώτα σʼ ένα αυτοκινητόδρομο. –Μην ανησυχείς, είπε πάλι ο Γουέιν, «εκεί στο Κονγκό είναι πανεύκολο, το δύσκολο ήταν στο Αφγανιστάν.» Τον ρώτησα τι έκανε στο Αφγανιστάν. –S.A.S, είπε, «ειδικές αποστολές, προετοιμάζαμε το έδαφος. Όμως εδώ είμαστε ελεύθεροι επαγγελματίες, ακριβώς όπως εσύ.» Προσγειωθήκαμε χαράματα. Μού δώσαν λεφτά για το ποταμόπλοιο μαζί με κείνο το χρωματιστό πλήθος, άντρες με φορτωμένα ποδήλατα, γυναίκες με μπόγους στο κεφάλι, αλητάκια που ζητιάνευαν “donnez-moi petit monnaie, donnez-moi petit monnaie”.
–Εσύ βρίσκεις τον Κούρτζ, κιʼ εμείς εσένα, ο Δούρειος Ίππος, είπε ο Γουέιν κιʼ εξαφανίστηκε.
Το πλήθος άλλαζε σε κάθε σταθμό καθώς ανεβαίναμε το ποτάμι. Ήμουν ο μόνος λευκός, κιʼ όλοι στρέφαν απάνω μου τα πελώρια μάτια τους. Την τρίτη μέρα -κατά τας γραφάς- ένας χοντρός με κουστούμι Αρμάνι με πλησίασε και μου είπε πως ο κύριος Κούρτζ ανυπομονούσε να με γνωρίσει. Έτσι δεν χρειάστηκε να τον βρω εγώ. Κατεβήκαμε στην επόμενη σκάλα. Το πλήθος των γυναικών με περικύκλωσε κιʼ άρχισε να με σπρώχνει και να με τραβάει γελώντας και να μου χουφτώνει τα τέτοια. Μού πήραν όσα λεφτά μου είχαν απομείνει, τα ρέιμπαν, το ρολόι και το πουκάμισο. Έπεσα κάτω, εμφανίστηκαν τότε κάτι πολεμιστές από έργο του εξήντα, κιʼ άρχισαν να με χτυπάνε με καδρόνια και πέτρες. Τότε εμφανίστηκε εκείνος. –Από που είσαι, ρώτησε. Μετά, δεν θυμάμαι.
****
-Κοίτα γύρω σου, είπε ο Κούρτζ. «Επί Γης Ειρήνη»…
Ξύπνησα πεταμένος στον λάκκο της εξόρυξης. Γυναίκες και άντρες γυμνοί έσκαβαν ή ασελγούσαν στη λάσπη. Ποιάς Κίρκης γουρούνι ήμουνα;
-Τα Ηνωμένα μου Έθνη, φώναξε.
Γύρω, το συνοθύλευμα της συνοδείας του: παρακρατικοί χούτου, αντάρτες μπανιαμουλέγκε, μάϊ-μάϊ αιμοδιψείς, κογκολέζοι λιποτάκτες και τούτσι βετεράνοι του ενενηντατέσσερα, χέμα και λέντου με ακόντια, στρατηγοί της Ρουάντας, της Ουγκάντας, του Μπουρούντι, της Ανγκόλας και της Ναμίμπιας, πράκτορες πολυεθνικών, οροθετικές πόρνες, η χήρα ενός πρώην αυτοκράτορα, οπλαρχηγοί, επίδοξοι πρόεδροι, και ήταν όλοι παιδιά, πολλά παιδιά, πολλά καλάζνικοφ και χειροβομβίδες…
-Φυλές που υποκινήσαμε. Κινήματα που κατασκευάσαμε. Κράτη που διαλύθηκαν στο ψέμμα που τα γέννησε, πια δεν εξυπηρετούν. Μπίλιες του μπιλιάρδου, χτυπάς τη μία, χτυπάει την άλλη, να πέσει μία άλλη στη μαύρη τρύπα. …Ένας Θεός, ο Φόβος… Ένας Προφήτης, Εγώ…
Από αιχμάλωτος είχα βρεθεί προστατευόμενος. Υποψιαζόταν γιατί με είχαν στείλει; Κολακευόταν πάντως να μιλάει, τον άκουγα χωρίς να διακόπτω.
-Ο Μομπούτου, ο Τσόμπε, ο Χαμπιαριμάνα, ο Καγκάμε, ο Μουσεβένι, ο Καμπίλα, όλους τους γνώρισα, ήμουν εδώ πριν από αυτούς. Ο Λουμούμπα! Ένας μανιακός! Είτε το πιστεύεις είτε όχι, αυτός πρώτος το ξεκίνησε το μπουρδέλο, είναι στην ανθρώπινη φύση, έστειλε τον στρατό στη Μπακουάνγκα το εξηντα, έπνιξε την αποστασία στο αίμα, τι νομίζεις πως ήταν; ο Άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης; χά – χα, ο Άγιος Φραγκίσκος με ρώσικα αεροπλάνα…. Τέλος πάντων, ο Ψυχρός Πόλεμος ανήκει στο παρελθόν, ας έλθουμε στο θέμα μας: οι γάλλοι εφηύραν τις συμφωνίες για να διατηρηθεί το status quo και η επιρροή τους στην περιοχή, και τότε το αεροπλάνο του Χαμπιαριμάνα κάνει ένα μεγάλο μπάμ στον αέρα, ανάφλεξη στην Ρουάντα που επεκτείνεται στο Κονγκό, το ερώτημα είναι cui bono, όχι οι γάλλοι πάντως, εννοείτε τι εννοώ… Αυτή η σύρραξη παρενθέτων, μια δημιουργική αντίθεση ωστόσο, κρατάει τις τιμές χαμηλά, αν και αυτό το οικογενειακό καυγαδάκι για τα κοιτάσματα, βεβαίως, κάποτε πρέπει να σταματήσει, δεν συμφέρει κανένα, κανένα, ούτε τους αμερικάνους πια, οι κινέζοι καιροφυλακτούν, βλέπετε τι συμβαίνει στο Σουδάν, θα βρεθεί ένα modus vivendi πιστεύω, το μπουρδέλο αντιθέτως, το μπουρδέλο ακόμα κιʼ αν δεν υπήρχε θα έπρεπε να το εφεύρουμε, εξοργίζομαι με τους αυτόκλητους, τους αλτρουιστές κιʼ όλους αυτούς τους νάρκισσους που θέλουν να βάλουν εδώ πέρα κάποια τάξη, και ποιός τους είπε πως το μπουρδέλο δεν έχει τάξη, η ασφαλέστερη εφικτή σταθερότης είναι η διαρκής αποσταθεροποίηση, ειδ’ άλλως ανοίγει ο δρόμος για τους κινέζους, σας είπα… Σκηνοθετώ, αντιλαμβάνεστε; σκηνοθετώ, δεν είναι απλώς ίντριγκα, είναι η Τέχνη του Αμοιβαίου Φόβου, χρησιμοποιείστε το μυαλό σας, τι απαιτήσεις θα έχει αυτός ο άγριος αν αύριο -υποθετικώς πάντα- εξέλιπε το δέος του αντιπάλου αγρίου, αυτές οι συμμορίες που εκτρέφω, καλέ μου κύριε, σπέρνουν τα ζιζάνια και διατηρούν την ισορροπία, τα παιδιά, τα παιδιά, δεν ξέρετε τι μπορούν να κάνουν με τις χειροβομβίδες τα παιδιά, δεν σκέπτονται, δεν έχουν υπερεγώ, τα ζηλεύω, η πρωτόπλαστη ελευθερία στην φυσική της αφέλεια, τα ζηλεύω τα παιδιά, πεθαίνουν χωρίς να πάνε σχολείο, συνεχές σκασιαρχείο, όλο σκανταλιές, θες να λιώσεις το κεφάλι σʼ ένα νεογέννητο; να γαμήσεις πεντάχρονη; ω! τα κομμένα κεφάλια στα παλούκια, καμία σημασία, είναι το laissez faire, laissez passer στην πιο καθαρή του μορφή, καλό, κακό, προσχήματα των αδυνάτων, πόλεμος και ασθένεια, ο έλεγχος των γεννήσεων στο χαμηλότερο κόστος…Φυσική επιλογή είναι η βούληση των ανωτέρων, χρειαζόμαστε ζωτικό χώρο, έχεις διαβάσει Μάλθους; Νίτσε; Δαρβίνο; ταράχτηκαν οι Φαρισσαίοι…ταράχτηκαν από τον σκοπό χωρίς προσχήματα…από το κορμί χωρίς ηθική…από το σπέρμα το πατροκτόνο…ενοχλήθηκε η Εταιρία επειδή τα γράφω στο μπλόγκ, τι υποκριτές! στείλαν εσένα…ένας μπακαλόγατος να εισπράξει τον λογαριασμό…Στην θυσία μου η αλήθεια θα λάμψει, η αρμονία μου θα φωτίσει ένα Νέο Πολιτισμό…
Μου μίλαγε με την τσιριχτή φωνούλα του καθως κοιτιόταν σʼ ένα καθρέφτη.
-Αν τον γυρίσω πάνω σου, το είδωλό μου θα δεις, εσύ είσαι κανένας. Η ευμάρειά σου, το λάϊφστάϊλ σου, το σέρφινγκ στο ίντερνετ, το πλεϊστέϊσιον για τα Χριστούγεννα, η ηλεκτρονική βιομηχανία και η αυριανή πηγή ενέργειας του πλανήτη είμαι Εγώ, υφίστασαι γιατί Είμαι…
Έτσι παραληρώντας έβαλε μπροστά μου ένα πιάτο γλυκάδια με καφτερές πιπεριές.
-Σʼ άρεσαν; είπε μετά. «Είναι ανθρωπινά… η Φρίκη…Η Φρίκη…Ή την παίρνεις μαζί σου ή πάει εναντίον σου…Και επί Γης Ειρήνη…»
Την άλλη μέρα ο Γουέιν-φανέλα-με-το-εννιά μου έφερε το κεφάλι του σερβιρισμένο σε φύλλα μπανανιάς. Του είχαν γεμίσει το στόμα με την κίτρινη λάσπη του κολτάνιου. Μʼ έβγαλαν φωτογραφίες να το κρατάω, με φόντο το αστέρι της 17 Νοέμβρη και μια μασέτα ματωμένη στο άλλο χέρι. Δεν ήταν το δικό του αίμα, είχε ξεραθεί, σφάξαν μια κατσίκα επί τούτου.
–Μην ανησυχείς για τις φωτογραφίες, μάλλον δεν θα τις χρειαστούν ποτέ, είπε ο Γουέιν. «Αν, βέβαια, δεν αρχίσεις να λες ανοησίες. Σʼ άρεσε το Κονγκό;»
Κύριο Κούρτζ νεκρός.
Τόξερε, τον είχαν ξεγράψει. Είχε βρει την καρδιά του σκότους και είχε δώσει ειρμό στο ακατανόητο. Κατά κάποιο τρόπο το ίδιο προσπαθούσα κιʼ εγώ. Και τι κατάλαβα;
Συνένοχος τώρα, Ρουάντα, στην παιδική σου αγριότητα.
Σημείωση του Ποιείνείμαστε υπερήφανοι που ο Βασίλης Νικολαϊδης μοιράστηκε μαζί μας το συγκεκριμένο ποστάκι σήμερα έξι του Μάρτη χίλια ενιακόσια δέκα…
Σύντομο βιογραφικό:
Ο Βασίλης Νικολαΐδης είναι τραγουδοποιός. Εργάζεται ως δικηγόρος. Πρωτοεμφανίστηκε στην ευρύτερη ελληνική μουσική σκηνή, το 1981 στους Αγώνες Τραγουδιού που διοργάνωσε ο Μάνος Χατζιδάκις. Τα τραγούδια του «Οδός Σανταρόζα» και «Δωμάτιο Χρωματιστό» ξεχώρισαν και βραβεύθηκαν.
Έχει κυκλοφορήσει προσωπικούς δίσκους (μουσική, στίχοι και ερμηνεία):
Οδός Σανταρόζα (Μάης 1982, Minos)
Ελλάς (Απρίλης 1984, Minos)
Η νύχτα ήταν πάλι κάπου αλλού (Νοέμβριος 1989, Σείριος)
Ατασθαλίες (1993, Lyra) Συμμετείχε επίσης στιχουργικά και ερμηνευτικά σε δίσκους των «Χάνομαι γιατί Ρεμβάζω».
Έγραψε τους στίχους του δίσκου «Το νησί των λωτοφάγων» (1990) σε μουσική του Στάμου Σέμση και ερμηνεία της Έλλης Πασπαλά.
Πήγε στην Ρουάντα ως εκπρόσωπος της Ύπατης Αρμοστείας του Ο.Η.Ε. Κατέγραψε τα όσα έζησε εκεί στο βιβλίο του «Μπαζουνγκού, ένα οδοιπορικό στη Ρουάντα (Μάρτιος-Ιούνιος 1995)».

Δεν υπάρχουν σχόλια: