1.6.19

«Σκηνές καθημερινότητας του κόμη Αλέξιου Ντε Λα Βέγα» του Βαγγέλη Αλεξόπουλου

Το βράδυ πέφτει
αργά σαν υποδόριος ήχος
ένα νάιλον ύφασμα, που
σκεπάζει το μπαλκόνι μου.

(«Νυχτερινή σκηνή»)
Η καθημερινότητα του κόμη Αλέξιου Ντε Λα Βέγα, του ποιητικού υποκειμένου του Βαγγέλη Αλεξόπουλου σε αυτή την τέταρτη κατά σειρά, εξαιρετική συλλογή του, περιέχει μεγάλες δόσεις σκοταδιού και νύχτας. Μάλιστα, η νύχτα γίνεται συχνά η σκηνή μέσα στην οποία εκτυλίσσονται τα γεγονότα, απλώνονται οι επιλογές και λαμβάνονται οι αποφάσεις. Καθώς
η νύχτα ή το σκοτάδι είναι αδιαφανή και οπωσδήποτε αδιάφορα για τα τεκταινόμενα, τα τελευταία λαμβάνουν ακόμη μεγαλύτερη ένταση, σαν να έχουν μπει σε έναν πολλαπλασιαστή. Από αυτή την άποψη, δεν είναι μάλλον καθόλου τυχαίο το όνομα του ποιητικού υποκειμένου: Ντε Λα Βέγα, που σημαίνει «από τον Βέγα» και θυμίζω ότι ο Βέγας είναι ο άλφα αστέρας του αστερισμού της Λύρας και το δεύτερο λαμπερότερο αστέρι στο ουράνιο βόρειο ημισφαίριο.
Μιλούσα όμως για τη νύχτα ως σκηνή και στην ποίηση του Αλεξόπουλου οι σκηνές ή οποιοδήποτε άλλο πλαίσιο (είτε είναι η νύχτα είτε το σκοτάδι ή οτιδήποτε άλλο) δεν τίθεται έτσι απλά: συνήθως ο τρόπος που παρουσιάζεται δημιουργεί αδιόρατη ανησυχία στον αναγνώστη. Στη συνέχεια, το ποιητικό υποκείμενο προβαίνει σε πράξεις που πέφτουν αδιακρίτως στο κενό. Τότε μπορεί να παρουσιαστεί μια εναλλακτική λύση, η οποία όμως επίσης οδηγεί σε αδιέξοδο κι έτσι το ποίημα τελειώνει με διπλή αποτυχία. Πρόκειται για μια εκφραστική διάταξη που έχει χρησιμοποιήσει και σε προηγούμενες συλλογές του ο ποιητής, όμως σε αυτή τη συλλογή χρησιμοποιείται εν παραλλήλω προς μια δεύτερη. Η δεύτερη διάταξη είναι ουσιαστικά μια δεύτερη φωνή, που αναπτύσσεται παράλληλα με την πρώτη μέσα στα ποιήματα.
Πρόκειται για μια φωνή που παρουσιάζεται με πλάγια γράμματα και δεξιά στοίχιση, εκεί που δίπλα από τους στίχους του ποιήματος συνήθως υπάρχει κενό. Η κατάργηση του κενού ή η κατοίκησή του από αυτή τη δεύτερη φωνή είναι μια νέα σύμβαση που διαφοροποιεί την ποιητική λειτουργία. Με το κενό στα δεξιά των ποιημάτων τυπικά σηματοδοτείται μια στιγμιαία σιωπή, όπου ο αναγνώστης βρίσκει την ευκαιρία να προετοιμαστεί για τον επόμενο στίχο, την επόμενη σκέψη, την επόμενη ιδέα. Στη συλλογή του Αλεξόπουλου όμως το κενό ή η σιωπή μετατοπίζονται ενίοτε στα αριστερά και έτσι ο συνηθισμένος ποιητικός τρόπος αντιστρέφεται, ενώ ο αναγνώστης αποκομίζει με την πρώτη ματιά την αίσθηση του αντίλογου σε όσα έχουν ήδη ειπωθεί. Δεν πρόκειται ωστόσο για αντίλογο: η δεύτερη φωνή συνήθως επεξηγεί και συπληρώνει την πρώτη ή τουλάχιστον βρίσκεται σε διάλογο μαζί της, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που η μέσα μας φωνή συζητά με τον εαυτό της στην προσπάθειά της να κατανοήσει και να αποσαφηνίσει τα επιμέρους στοιχεία της καθημερινότητας. Γίνεται, με αυτό τον τρόπο η συλλογή βαθιά ανθρώπινη και αποκτά μια διάσταση που, ενώ ξενίζει, την ίδια στιγμή δημιουργεί οικειότητα στον αναγνώστη.
Μία άλλη καινοτομία που απαντάται σε αυτή τη συλλογή είναι η εισαγωγή του ερωτικού στοιχείου, το οποίο στις προηγούμενες συλλογές του Αλεξόπουλου σημείωνε εκκωφαντική απουσία. Εδώ απαντάται περισσότερο σαν αισθησιασμός και μάλιστα καθαγιασμένος, κάτι που ενδεχομένως αντανακλά την υποσυνείδητη ανάγκη του ποιητικού υποκειμένου (ή του ίδιου του ποιητή) να συμβαδίζει με τα καλώς κείμενα και τα καθώς πρέπει:
Η ευλογία
Ηλεκτρικές γροθιές σφυροκοπούν το σπίτι
Στην ασφάλεια του μικρού μας δωματίου
υπό το φως χιλίων κηρίων, δοκιμάζουμε
όλες τις στάσεις του Kama Sutra
[…]
Στους τοίχους οι κρεμασμένοι άγιοι
μας παρακολουθούν και χαμογελάνε
ευχαριστημένοι
Σε αυτό το ποίημα, όπως και σε πολλά άλλα, δημιουργείται στον αναγνώστη απορία για το πώς είναι δυνατό να συμβαίνουν αυτά που εξιστορούνται, αφού κάτι στην όλη σύνθεση δεν είναι αναμενόμενο ή αποτελεί παραδοξότητα. Σε αυτό το αναπάντεχο ή την παραδοξότητα έχει τις ρίζες της και η λεπτή ειρωνεία που διέπει τα περισσότερα ποιήματα, όπως και η αίσθηση της συμπαγούς, αδιαπέραστης μάζας που δημιουργούν πολλά από αυτά και που τα μετατρέπει τελικά σε δυσεπίλυτο γρίφο. Μήπως όμως και η ίδια η καθημερινότητα δεν λειτουργεί ακριβώς έτσι; Με αυτόν τον τρόπο, λοιπόν, ο Αλεξόπουλος δεν την περιγράφει απλώς ούτε την αναπαριστά· τη μιμείται. Μιμείται τους τρόπους με τους οποίους η καθημερινότητα καθορίζει την ύπαρξή μας.
Ο βασικός προβληματισμός του παραμένει και σε αυτή τη συλλογή το μυστήριο της ύπαρξης. Η φαντασία, που παρεισδύει στις επαναλαμβανόμενες καθημερινές δραστηριότητες, κάνει το μυστήριο ακόμη πιο βαθύ, ενώ οι ίδιες οι δραστηριότητες παρουσιάζονται σαν σειρές από προδικασμένες ακολουθίες που οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια σε μια λυπηρή κατάληξη. Τα στοιχεία είναι ελλιπή κι έτσι είναι τελικά η αμφισημία, και η συνακόλουθη αβεβαιότητα την οποία αυτή προκαλεί, που καθορίζουν την αντίληψή μας για τη ζωή και τον κόσμο:
Στην Αθήνα δε βλέπουν
ακούν μονάχα τους διερχόμενους διαβάτες
Έτσι τους νομίζουν άλλοτε αγγέλους
και άλλοτε τέρατα
(«Πώς γράφονται στην Αθήνα τα ποιήματα»)
Η εν λόγω αντίληψη διαμορφώνεται ενίοτε από μικρές αυταπάτες:
Ο κουμπαράς
Ποτέ δεν χορταίνει την πείνα του
Έχει έναν κουμπαρά
ο κουμπαράς είναι πήλινος
τον αγόρασε πριν από χρόνια
Ρίχνει μέσα μικρά κέρματα
Νομίζει πως έτσι θα εξασφαλίσει
τις επόμενες γενιές
Τα ποιήματα είναι στιγμιότυπα γεγονότων που συμβαίνουν σε μια παρένθεση στο μεταίχμιο των πραγμάτων και σε χρόνο που είναι συχνά μετατοπισμένος: λίγο πριν ή λίγο μετά από το καθαυτό γεγονός. Συχνά αποκαλύπτουν μια πραγματικότητα κρυφή, πέρα από εκείνη που γίνεται άμεσα αντιληπτή – μια πραγματικότητα σε αναβρασμό, η οποία εκδηλώνεται στην πρώτη ευκαιρία. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, ο κόσμος παρουσιάζεται σαν ένας τόπος εξορίας «στο καμένο χωράφι του σύμπαντος». Πολλές φορές, οι συνειρμοί είναι εύθραυστοι, το νήμα τους λεπτό και δημιουργείται η εντύπωση πως μπορεί ανά πάσα στιγμή να σπάσει, καθώς τα επιμέρους στοιχεία παρατίθενται σε χαλαρή σύνδεση. Ωστόσο, το ποίημα πατάει πάντα γερά.
Θεματικά, δεν λείπει ο προβληματισμός για την ιδιότητα του ποιητή («οι ποιητές είναι/ οι χειρότερες περιπτώσεις/ κανείς θεραπευτής δεν τις αναλαμβάνει» – από το ποίημα «Οι εξαρτήσεις»), την ίδια στιγμή που διάφορα ζώα (λύκοι, ενυδρίδες), κυρίως όμως γάτες, μπαινοβγαίνουν στα ποιήματα. Η γάτα παρουσιάζεται σαν ένα πονηρούτσικο ον που αντιπροσωπεύει μια ομορφιά αποστασιοποιημένη, ανεξάρτητη και νωχελική. Είναι μια ομορφιά που ίσως «θα έρθει κουρασμένη, να ξαποστάσει στα πόδια» του Αλέξιου Ντε Λα Βέγα και τότε εκείνος θα την τραυματίσει, όπως ακριβώς ο Ρεμπώ που την βρήκε πικρή. Η ομορφιά επομένως δεν αποτελεί έξοδο από την παραδοξότητα της πραγματικότητας, όπως βλέπουμε σε άλλους ποιητές, ο έρωτας όμως, καίτοι συνυφασμένος με τον θάνατο, μπορεί να δώσει τη δύναμη για μια τέτοια έξοδο:
Να παραδοθούμε άνευ όρων
στον ταυτόχρονο οργασμό
Η κάθε μας κορύφωση θα είναι
ένας μικρός χαρούμενος θάνατος
Και έτσι, απόλυτα ευχαριστημένοι
απόλυτα εξαγνισμένοι,
θα επιτεθούμε στο εργοστάσιο
(«Όταν δυο υβριδικές ενυδρίδες παραγωγής 2018, από το εργοστάσιο ΜΠΥΕ Θ & Υιός ΙΚΕ, κάνουν έρωτα»)
Πέραν του ερωτικού στοιχείου, αρκετά ποιήματα λειτουργούν σαν πικρά σχόλια της αντίθεσης ανάμεσα στον μύθο ή την παράδοση και αναδεικνύουν τη φθίνουσα πορεία της σημασίας τους για τον σύγχρονο άνθρωπο και συγχρόνως την απομάγευση που έχει συντελεστεί στο πλαίσιο της σημερινής ζωής:
Η Σαρακοστή
Ήχοι από κλασικά λαϊκά άσματα
εμπλέκονται με αυτούς από πιρούνια
που χτυπάνε πάνω σε πιάτα
[...]
Ο Ιησούς ξεκινάει
την πορεία στην έρημο
Ταυτόχρονα, αποτελούν έναν προβληματισμό για την ισχύ των μύθων πάνω στους οποίους μαθαίνουμε να χτίζουμε τη ζωή μας, όπως στο ποίημα «Λένε πολλά ψέματα για τους λύκους», όπου παρουσιάζεται μια διαφορετική ανάγνωση του παραμυθιού της Κοκκινοσκουφίτσας.
Κι αν η Χάρις δίνεται («Βρέχει αστραφτερό φως/ από τον ουρανό/ Ξεδιψάνε οι μυστικοί κήποι/ τα εσωτερικά τοπία φωτίζονται» από το ποίημα «Φυσικές καταστροφές και άλλες επαναλαμβανόμενες σκηνές»), πέφτει κι αυτή στο κενό, είτε επειδή στο μεταξύ επισυμβαίνει κάποια, φυσική ή άλλη, καταστροφή («τρεις νύχτες τώρα ουρλιάζει ο θάνατος/ στα λιθόστρωτα σοκάκια/ της Πομπηίας/ της Κωνσταντινούπολης/ του Σαν Μιγκέλ Λος Λότες» από το ίδιο ποίημα) είτε επειδή ο άνθρωπος είναι απορροφημένος στον μικρόκοσμό του («Η γυναίκα γυμνή, κοιμάται στο πλευρό της/ αμέριμνη ονειρεύεται/ Του τυφλού υπνοβάτη το παράπονο/ Κατακαλόκαιρο και βλέπει μάλλινα όνειρα» από το ίδιο ποίημα). Το πολύτιμο αντικαθίσταται από το ευτελές και η αντικατάσταση αυτή έχει αλλάξει τον κόσμο. Εντέλει, το υπερφυσικό και το μεταφυσικό εκθρονίζονται και οι ρόλοι θεού και ανθρώπου αντιστρέφονται:

Ο χειμώνας είναι μια άλλη ιστορία
Ο Θεός ζητάει βοήθεια
κάθε απόγευμα, το καλοκαίρι,
κάπου μεταξύ οκτώ με εννέα η ώρα
[...] Ο Θεός κάθε απόγευμα το καλοκαίρι
ζητάει βοήθεια και οι άσπλαχνοι
άνθρωποι του την αρνούνται
Χωρίς θεό, χωρίς κάποια υπερφυσική δύναμη που θα μπορούσε να αλλάξει τα πράγματα, με μόνη την τυφλή δύναμη της φύσης, ο άνθρωπος στέκεται αβοήθητος μέσα σε σκηνές φρίκης:
Το υπόγειο έχει πλημμυρίσει
αίμα και αλκοόλ
ή αλκοόλ και αίμα
- δεν ξέρω –
Στον κήπο πάντως έχει φυτρώσει
ένας ροδώνας κατακόκκινος
(«Σκοτάδι που στάζει φως»)
Τελικά, ο κόσμος είναι ένα μέρος σκοτεινό, ένα βαρύ φορτίο, μια πέτρα στο στήθος:
Η τζαζ ανήκει στους αγγέλους
που πίνουν πρώτα τον οίνο τον καλό
μετά τον δεύτερο, τον τρίτο, τον τέταρτο
[Αυξάνεται η ορμή με την ταχύτητα
θαμπώνει το γυαλί στον καταψύκτη
Σκουραίνει η φωτογραφία]
Το σκοτάδι, ένα βαρύ σακί στους ώμους τους
(«Οι σκοταδο-κουβαλητές»)
Θα ήθελα, για το τέλος, να σημειώσω την αίσθησή μου ότι τελικά ο Αλέξιος ντε λα Βέγα είναι ένα προσωπείο του ίδιου του ποιητή, ο οποίος έχει συμπεριλάβει αυτοβιογραφικά στοιχεία σε πολλά ποιήματά του, κυρίως όμως σε σε τρία: «Τα γενέθλια», “Killing floor” και «Είναι κάποια βαθιά νυχτωμένα απογεύματα γενεθλίων». Σε αυτά μπορούμε να αναγνωρίσουμε τον ίδιο, μπορούμε όμως να αναγνωρίσουμε και τον εαυτό μας να κάνει τα τυποποιημένα, καθημερινά του βήματα που, σαν αλγόριθμοι, μετατρέπουν τη ζωή σε έναν επαναλαμβανόμενο χορό από τον οποίο είναι πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να ξεφύγουμε. Εγκλωβισμένοι σε μια τέτοια καθημερινότητα, με όλες τις μεγάλες αφηγήσεις να έχουν διαψευστεί, ζούμε σε μια πραγματικότητα τεχνητών και όχι φυσικών στοιχείων, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη ζωή καθενός μας:
Περπατάω στον άσηπτο διάδρομο του σφαγείου που οδηγεί στο killing floor
και ανάβω διαδοχικά τα φωτιστικά σώματα ψευδοροφής με τους λαμπτήρες
φθορισμού κυανού χρώματος. Η αντανάκλαση του ήχου των βημάτων μου
αναμιγνύεται με τον ήχο των starters των φωτιστικών σωμάτων.

(“Killing floor”)
Το σκοτάδι με κάθε λέξη βαθαίνει.

Χριστίνα Λιναρδάκη
Σημ.: Το κείμενο πρωτοδημοσιεύθηκε στο literature.gr με τίτλο "Στα σκοτάδια της καθημερινότητας".

Δεν υπάρχουν σχόλια: