Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //
«Βιοτεχνία υαλικών», Μένης Κουμανταρέας Εκδόσεις Πατάκη. 2016. Αθήνα
Σε μια συνομιλία με τον Γιάννη Αντωνόπουλο που είχε ο Μένης Κουμανταρέας, η οποία δημοσιεύτηκε στο τεύχος 175 του περιοδικού Οδός Πανός (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2017), στην ερώτηση του πρώτου εάν τον απασχολεί εάν θα διαβάζονται τα βιβλία του στο μέλλον, ο Μένης Κουμανταρέας ήταν αρκούντως σαφής: ‘Και βέβαια με απασχολεί, θα ήμουν ψεύτης να πω ότι δεν με απασχολεί τι θα γίνει το αρχείο μου, τι θα γίνουν τα βιβλία μου, ποιος θα τα εκδίδει… αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι’ αυτό. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι όσο είμαι ζωντανός να γράφω καλά και να μ’ αγαπάνε. Αλλά για να μ’ αγαπάνε, πρέπει πρώτα ν’ αγαπώ εγώ’!
Η Μπέμπα και ο Βλάσσης Ταντής, είναι ζευγάρι. Γνωρίστηκαν στους διαδρόμους της σχολής τους μέσα στην περίοδο της δικτατορίας, όταν εκείνος ασχολούταν με κάποιες γραφειοκρατικές διατυπώσεις του πτυχίου του, ενώ εκείνη βρισκόταν στο δεύτερο έτος της σχολής. Ήταν η εποχή που οι λέξεις ‘φασίστας’, ‘δολοφόνος’ και ‘χαφιές’ βρίσκονταν, όπως μας υπενθυμίζει ο Μένης Κουμανταρέας, στη ημερησία διάταξη. Το ζευγάρι της ιστορίας ακολούθησε μια εν πολλοίς γνωστή στους περισσότερους ιστορία, ειδικά στη δύσκολη και ανατέλλουσα μεταδικτατορική περίοδο. Βρίσκονταν τον περισσότερο χρόνο μαζί, εκείνη τον επισκεπτόταν και στη στρατιωτική του θητεία και τελικά παντρεύτηκαν. Η επαγγελματική τους ζωή χαρακτηριζόταν από την ‘βιοτεχνία υαλικών’, μια από τις πολυποίκιλες και παρεμφερείς που άνθιζαν τότε στην πρωτεύουσα μικρές παραγωγικές μονάδες. Αναπόσπαστα μέλη της παρέας τους, ο Βάσος Ραχούτης και ο Σπύρος Μακακατές, σαρανταπεντάρηδες στη ηλικία και κάπως μεγαλύτεροι από τον Βλάση, επαγγελματικά άμεσα εξαρτώμενοι αμφότεροι από τη μικρή εμπορική επιχείρηση του ζεύγους. Πως θα μπορούσε να κρίνει λοιπόν, σήμερα, τη ‘Βιοτεχνία υαλικών’, κάπου μισό αιώνα μετά την πρώτη δημοσίευση του βιβλίου ετούτου; Μια σύντομη αλλά αρκετά κατατοπιστική καταγραφή του τόπου και του χρόνου, θα μπορούσαμε να απαντήσουμε χωρίς πολλή σκέψη, χωρίς να πέσουμε και πολύ έξω! Το ζευγάρι της ιστορίας, η Μπέμπα και ο Βλάσσης Ταντής, διαβαίνουν τις δεκαετίες του χρόνου και συγχρόνως τις δικές τους, παρατηρούν και απολαμβάνουν ότι κερδήθηκε μέσα από σκληρή δουλειά, αλλά ταυτόχρονα βιώνουν κατάσαρκα και όλες τις παράπλευρες απώλειες της υγείας τους. Ο κόσμος βέβαια αλλάζει και μαζί με αυτόν και οι προτεραιότητες των ηρώων του Μένη Κουμανταρέα. Κάποια στιγμή, η μικρή και εμβληματική Σκόντα της Μπέμπας Ταντή, ένα σύμβολο προσωπικής, οικογενειακής, επαγγελματικής και κοινωνικής ανέλιξης, αρχίζει κι’ εκείνο να παροπλίζεται. Το πήρε εκείνη κατόπιν επίμονης προτροπής του πατέρα της, λίγο καιρό πριν από το γάμο της με τον Βλάσση. ‘Χωρίς αυτοκίνητο’, υποστήριζε εκείνος, ‘…είναι σαν να περπατάς δίχως πόδια’. Και τώρα, τώρα που όλα φεύγουν, όλα φθείρονται ανεπιστρεπτί, ‘…Καημένη Σκόντα! Μπορούσες και τώρα να τη δεις, ένας σωρός παλιοσίδερα, στο πίσω μέρος του μαγαζιού. Τη μέρα είχαν κρησφύγετο τα παιδιά της γειτονιάς, τα βράδια τα ερωτικά ζευγάρια’.
Μένης Κουμανταρέας, (1931- 5 Δεκεμβρίου 2014).
Ο χρόνος αποδεικνύεται και εδώ ακατανίκητος. Ο Μένης Κουμανταρέας, κατέγραψε με τη δική του ευαισθησία όλα όσα συνέβαιναν γύρω του, με απύθμενο ρεαλισμό, αλλά και υφέρποντα λυρισμό. Στο τέλος όλα έρχονται με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο ‘φυσιολογικά’. Οι πρωταγωνιστές υιοθετούν αναγκαστικά τις κρίσιμες απαιτήσεις της κάθε χρονικής στιγμής που ζουν, αλλά προς το τέλος της ιστορίας, επέρχεται και η υποχρεωτική αποδοχή εκ μέρους τους των δυσμενών παράπλευρων απωλειών. Τουτέστιν, σωματική και ψυχική φθορά, ερείπωση ιδεών και ιδεολογιών, κατάρρευση προσωπικών και επαγγελματικών κατακτήσεων, ερήμωση από ελπίδες για κάτι καλύτερο. ‘Αχ, αναστέναζε ο Μαλακατές, αν ήταν τρόπος να ξαναρχίσουν’! Παλινδρομώντας, στην παιδική και κυρίως την εφηβική τους ηλικία, αναπολούν και θυμούνται. ‘..Κι εκείνη, μικρό κορίτσι, με τόσα όνειρα για τη ζωή…Από τότε, όλα κύλησαν γρήγορα. Όπως πίνεις ένα ποτήρι νερό και μένεις με τη δίψα…’, ενώ μερικοί άλλοι, ‘… απαλλαγμένοι από παλιές ιδέες και κληρονομικά βάρη, θα προσπαθούσαν να πάρουν πίσω την παρτίδα, που άλλοι πριν απ’ αυτούς είχαν χάσει’.
Ορισμένοι, φυσικά, από τους πρωταγωνιστές, περισσότερο ή λιγότερο επιρρεπείς στο συναίσθημα και φορτισμένοι, σιγολιώνουν σαν λαμπάδες αναμμένες, και κάπου-κάπου ένα δάκρυ δεν μπορεί να κρυφτεί και κάνει σιγανά, χωρίς θόρυβο και εξάρσεις, την εμφάνισή του στη ρινοπαρειακή τους αύλακα, ένα δάκρυ ανίκανο να στεγνώσει από το γλυκό, αλλά και πικρό ταυτόχρονα, αεράκι της νοσταλγίας που φυσάει μέσα και γύρω τους.
Ένα από τα πρώτα βιβλία, κυκλοφόρησε το 1975, του αδικοχαμένου συγγραφέα Μένη Κουμανταρέα (1931- 5 Δεκεμβρίου 2014). Ολόκληρο το έργο του, παρατηρούμε, αρχίζει σιγά-σιγά και επανακυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη, δίπλα σε εκείνες τις πρώτες και ιστορικές του ‘Κέδρου’, ικανοποιώντας και γαληνεύοντας την ψυχή του μεγάλου μας πεζογράφου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου