ΑΘΙΣΜΕΝΗ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ τῶν ἀέρηδων χαζεύει τὶς θεῖες ψυχὲς τῶν ἀθανάτων. Πρώτη συγκίνηση ποὺ δέχεται εἶναι ἡ ἀπόλυτη ἐλευθερία. Δεύτερη, ἡ ἀπόλυτη ἔκσταση, ἡ μετάβασή της στὸ ἀρχαῖο παρελθόν. Τρίτη, ἡ ἕνωση καὶ ἡ ἀφομοίωσή της στὸ σήμερα μὲ τὴν καρδιὰ τοῦ χθές. Καὶ νὰ ἡ μεταμόρφωση εἶναι ἀπαραίτητη γιὰ νὰ νιώσει τὶς αἰσθήσεις σὰν Ἀρετές.
Εἶχε διαβάσει τὴν Ἀντιγόνη στὸ σχολεῖο, εἶχε δώσει ἐξετάσεις γι’ αὐτήν, τὴν εἶχε διαλέξει, τὴν εἶχε ἀγαπήσει σὰν ἀδελφή της, ὅπως ἡ Ἰσμήνη. Ἀπὸ τότε εἶχε ἐπιλέξει τὸ ρόλο της, τὸ ρόλο ποὺ θὰ ἔπαιζε ἡ Ἀντιγόνη μέσα της. Τώρα ἐδῶ μεταμορφώθηκε ἐντελῶς, ἦταν πλέον ἡ Ἀντιγόνη, γιατί αἰσθάνθηκε ξαφνι
κὰ νὰ πλημμυρίζει ἀπὸ ἀγάπη. Ξεχείλισε σὰν πηγὴ δοξασμένη τῆς Περσεφόνης νὰ ποτίσει τὰ καρπερὰ λιβάδια. Ἀγαποῦσε τὰ πάντα, ἀκόμα καὶ τὸν Κρέοντα τὸν μισητὸ πεθερό της. Ἀγαποῦσε ἀκόμη καὶ τὸ θάνατο, γιατί κανεὶς δὲν θὰ βρισκόταν νὰ τῆς πεῖ πὼς ἔκανε ποτὲ ἀνομία, ἀφοῦ ὅλα ἀπὸ ἀγάπη ἤσαν καμωμένα. Σὰν τὰ βλέφαρά της τρεμόπαιξαν στὸ φῶς χαμογέλασε μὲ τὸ ὄνειρο ποὺ ἔβλεπε ξύπνια, μὰ μία ἁπαλὴ σκιὰ ἀνθρώπινη τὴν χάιδεψε καὶ σὰν μέσα ἀπ’ τὴ σάρκα της νὰ χούγιαξε στὸ αἷμα. Ἕνα ἀπάνεμο φτερούγισμα ἁπλώθηκε ἀλάργα στὸν οὐρανὸ ἀφήνοντάς της μία γλύκα τόση ποὺ ἀντάμωνε τὸν ἔρωτα. Τῆς ἔπιασε ἁπαλά τὸ χέρι ὡς ἄλλος Ἰάσονας καὶ τὴν ταξίδεψε στῆς καρδιᾶς του τὴ γῆ. Καὶ τῆς ἄρεσε καὶ τοῦ ἀφέθηκε μέσα ἀπὸ ἀναστεναγμοὺς ἀτόφια, νὰ τὴν ρουφήξει, ὅπως οἱ μέλισσες τὴ γύρη. Καὶ σὰν νύμφη γλυκόλαλη φώναξε στὴν ἕνωση γιὰ τὴν καρδιὰ τῶν ἀνθρώπων, γιὰ τὰ βάθη τῆς γῆς τοῦ Πλούτωνα, γιὰ τὰ θηρία τῆς ἀβύσσου καὶ γλύκανε ἡ καρδιὰ ἀπ’ τὸ θεῖο βύθισμα κι ἔμοιαζε εὐτυχισμένη μέσα στὰ ἄνθινα πέπλα νὰ χύνονται στὰ κομψὰ στήθη της. Κι ἀναστέναξε. Κι ἀναφώνησε ὡς ἄλλη ἱέρεια, ὡς ἄλλη Περσεφόνη, ὡς ἄλλη Ἀντιγόνη.
«Ἑλλάδα μου, πόσο εἶσαι ὄμορφη!».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου