2.6.19

Δημήτρης Βαρβαρήγος: Ἡ άπόλυτη ἔκσταση



ΑΘΙΣΜΕΝΗ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ τῶν ἀ­έ­ρη­δων χα­ζεύ­ει τὶς θεῖ­ες ψυ­χὲς τῶν ἀ­θα­νά­των. Πρώ­τη συγ­κί­νη­ση ποὺ δέ­χε­ται εἶ­ναι ἡ ἀ­πό­λυ­τη ἐ­λευ­θε­ρί­α. Δεύ­τε­ρη, ἡ ἀ­πό­λυ­τη ἔκ­στα­ση, ἡ με­τά­βα­σή της στὸ ἀρ­χαῖ­ο πα­ρελ­θόν. Τρί­τη, ἡ ἕ­νω­ση καὶ ἡ ἀ­φο­μοί­ω­σή της στὸ σή­με­ρα μὲ τὴν καρ­διὰ τοῦ χθές. Καὶ νὰ ἡ με­τα­μόρ­φω­ση εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­τη γιὰ νὰ νι­ώ­σει τὶς αἰ­σθή­σεις σὰν Ἀ­ρε­τές.
        Εἶ­χε δι­α­βά­σει τὴν Ἀν­τι­γό­νη στὸ σχο­λεῖ­ο, εἶ­χε δώ­σει ἐ­ξε­τά­σεις γι’ αὐ­τήν, τὴν εἶ­χε δι­α­λέ­ξει, τὴν εἶ­χε ἀ­γα­πή­σει σὰν ἀ­δελ­φή της, ὅ­πως ἡ Ἰ­σμή­νη. Ἀ­πὸ τό­τε εἶ­χε ἐ­πι­λέ­ξει τὸ ρό­λο της, τὸ ρό­λο ποὺ θὰ ἔ­παι­ζε ἡ Ἀν­τι­γό­νη μέ­σα της. Τώ­ρα ἐ­δῶ με­τα­μορ­φώ­θη­κε ἐν­τε­λῶς, ἦ­ταν πλέ­ον ἡ Ἀν­τι­γό­νη, για­τί αἰ­σθάν­θη­κε ξαφ­νι­
κὰ νὰ πλημ­μυ­ρί­ζει ἀ­πὸ ἀ­γά­πη. Ξε­χεί­λι­σε σὰν πη­γὴ δο­ξα­σμέ­νη τῆς Περ­σε­φό­νης νὰ πο­τί­σει τὰ καρ­πε­ρὰ λι­βά­δια. Ἀ­γα­ποῦ­σε τὰ πάν­τα, ἀ­κό­μα καὶ τὸν Κρέ­ον­τα τὸν μι­ση­τὸ πε­θε­ρό της. Ἀ­γα­ποῦ­σε ἀ­κό­μη καὶ τὸ θά­να­το, για­τί κα­νεὶς δὲν θὰ βρι­σκό­ταν νὰ τῆς πεῖ πὼς ἔ­κα­νε πο­τὲ ἀ­νο­μί­α, ἀ­φοῦ ὅ­λα ἀ­πὸ ἀ­γά­πη ἤ­σαν κα­μω­μέ­να. Σὰν τὰ βλέ­φα­ρά της τρε­μό­παι­ξαν στὸ φῶς χα­μο­γέ­λα­σε μὲ τὸ ὄ­νει­ρο ποὺ ἔ­βλε­πε ξύ­πνια, μὰ μί­α ἁ­πα­λὴ σκιὰ ἀν­θρώ­πι­νη τὴν χά­ι­δε­ψε καὶ σὰν μέ­σα ἀ­π’ τὴ σάρ­κα της νὰ χού­για­ξε στὸ αἷ­μα. Ἕ­να ἀ­πά­νε­μο φτε­ρού­γι­σμα ἁ­πλώ­θη­κε ἀ­λάρ­γα στὸν οὐ­ρα­νὸ ἀ­φή­νον­τάς της μί­α γλύ­κα τό­ση ποὺ ἀν­τά­μω­νε τὸν ἔ­ρω­τα. Τῆς ἔπι­α­σε ἁ­πα­λά τὸ χέ­ρι ὡς ἄλ­λος Ἰ­ά­σο­νας καὶ τὴν τα­ξί­δε­ψε στῆς καρ­διᾶς του τὴ γῆ. Καὶ τῆς ἄ­ρε­σε καὶ τοῦ ἀ­φέ­θη­κε μέ­σα ἀ­πὸ ἀ­να­στε­ναγ­μοὺς ἀ­τό­φια, νὰ τὴν ρου­φή­ξει, ὅ­πως οἱ μέ­λισ­σες τὴ γύ­ρη. Καὶ σὰν νύμ­φη γλυ­κό­λα­λη φώ­να­ξε στὴν ἕ­νω­ση γιὰ τὴν καρ­διὰ τῶν ἀν­θρώ­πων, γιὰ τὰ βά­θη τῆς γῆς τοῦ Πλού­τω­να, γιὰ τὰ θη­ρί­α τῆς ἀ­βύσ­σου καὶ γλύ­κα­νε ἡ καρ­διὰ ἀ­π’ τὸ θεῖ­ο βύ­θι­σμα κι ἔ­μοια­ζε εὐ­τυ­χι­σμέ­νη μέ­σα στὰ ἄν­θι­να πέ­πλα νὰ χύ­νον­ται στὰ κομ­ψὰ στή­θη της. Κι ἀ­να­στέ­να­ξε. Κι ἀ­να­φώ­νη­σε ὡς ἄλ­λη ἱ­έ­ρεια, ὡς ἄλ­λη Περ­σε­φό­νη, ὡς ἄλ­λη Ἀν­τι­γό­νη.
        «Ἑλ­λά­δα μου, πό­σο εἶ­σαι ὄ­μορ­φη!».

Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Δη­μή­τρης Βαρ­βα­ρή­γο­ς (Ἀ­θή­να, 1951) Σπούδασε ἠλεκτρονικά, σεναριογραφία, θέατρο καὶ λο­γο­τε­χνί­α στὸ «awarded by the writing school». Γρά­φει σή­ριαλ γιὰ τὴν τη­λε­ό­ρα­ση, θέ­α­τρο καὶ λο­γο­τε­χνί­α. Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει συ­νο­λι­κὰ 18 μυ­θι­στο­ρή­μα­τα ἐ­νη­λί­κων, 7 παι­δι­κὰ βι­βλί­α καὶ ὀ­κτὼ θε­α­τρι­κὰ ἔρ­γα. Ἔ­χει συμ­με­τά­σχει ὡς ἐκ­παι­δευ­τῆς σὲ ἐρ­γα­στή­ρια δη­μι­ουρ­γι­κῆς γρα­φῆς. Τελευταῖο του βιβλίο Carpe diem (2019, Λυκόφως).


http://www.dvarvarigos.gr   http://dimitrisbarbarigos.blogspot.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια: