Ο Λάζα Λαζάρεβιτς στη σύντομη ζωή του (πέθανε το 1891 σε ηλικία μόλις 39 ετών) βρέθηκε μέσα στη δίνη των αλλαγών που συντελέστηκαν στο ευρωπαϊκό λογοτεχνικό γίγνεσθαι του τέλους του 19ου αιώνα· έζησε δηλαδή τη μετατόπιση του ενδιαφέροντος από το ρομαντικό μυθιστόρημα στο κοινωνικό και ψυχογραφικό, όπου το «έξω» υποχωρεί και τον πρώτο ρόλο αρχίζει να παίζει πια ο άνθρωπος. Βέβαια ο Λαζάρεβιτς δε γράφει μυθιστορήματα αλλά διηγήματα. Τι διηγήματα όμως; Διηγήματα με προϋποθέσεις μυθιστορήματος. Κι αυτό γιατί σ’ αυτά δε διερευνά κάποιους ορισμένους και κλειστούς ανθρώπινους τόπους αλλά ανακαλύπτει ατόφιους ανθρώπινους μικρόκοσμους, που υφαίνονται μέσα από την πολυεπίπεδη δικτύωση των ατόμων που τους
απαρτίζουν. Ο Λαζάρεβιτς επιμένει στην καταβύθιση, στο «έσω» των κειμενικών προσώπων, στην ακριβή παρατήρηση και στην πλήρη ψυχογράφησή τους· στην αποκάλυψη τελικά των αληθινών σχέσεων μεταξύ των ηρώων του. Ψυχίατρος και νευρολόγος ο ίδιος, κατάφερε να μετουσιώσει την επιστημονική γνώση σε λογοτεχνία. Ανάμεσα στις πολλές αρετές του γραψίματός του διακρίνουμε την ικανότητά του να αποφεύγει τις κακοτοπιές της προηγούμενης συγγραφικής γενιάς των ρομαντικών, τις εκφραστικές δηλαδή ακρότητες, τους υπερβολικούς χαρακτήρες, και τις πεποιημένες συναισθηματικές εξάρσεις, που δεν απηχούν καμιά πραγματική ζωή, δεν απεικάζουν καμιά αληθινή πτυχή της ανθρώπινης περιπέτειας· δεν είναι καν ξαναζεσταμένο φαΐ. Οι ήρωές του, με θαυμαστή ολιγόλογη ακρίβεια αποδοσμένοι, δρουν αυτόνομα, είναι άνθρωποι ζωντανοί, σαρκωθέντες, όχι ανδρείκελα κατευθυνόμενα από την αόρατη συγγραφική πένα. Γι’ αυτό άλλωστε ο Λαζάρεβιτς βρίσκεται στην αντίπερα όχθη της κακώς εννοούμενης ηθογραφίας της εποχής του· δεν αποδίδει τύπους ανθρώπων, δε «ράβει κοστούμια» ηρώων (ο κουτοπόνηρος χωριάτης, η καλοκάγαθη σύζυγος, ο χαρτοπαίκτης κ.ά.), αλλά αντίθετα σέβεται και αναδεικνύει την ξεχωριστή ατομικότητα των προσώπων του. Είναι βέβαιο ότι ο Λαζάρεβιτς δεν επιλέγει κοινές υποθέσεις· εστιάζει σε δράματα. Το δύσκολο σ’ αυτήν την περίπτωση είναι να κατορθώνει κανείς να κρατά το ενδιαφέρον όχι απλώς αμείωτο αλλά κλιμακούμενο. Κι αυτό είναι ένα ακόμη προτέρημα της γραφής του Λάζα, η σταδιακή δηλαδή κορύφωση της δραματικής έντασης. Αυτή επιτυγχάνεται με προσημάνσεις εντός της αφήγησης, όπως για παράδειγμα στο διήγημα «Στις Όχθες του Σάβου», όπου ο Μπλάγογε αναφέρεται σ’ έναν σακάτη που ζητιανεύει έξω από την εκκλησία (σελ. 22, 35)· ο γιος του, που θα επιστρέψει σακάτης από τον πόλεμο δίνοντας τραγική υπόσταση στους φόβους του πατέρα, θα «πέσει» στην ίδια κατάσταση. Αλλά και οι πράξεις των ηρώων ή η παράθεση των συμβάντων είναι κι αυτές κλιμακούμενες, καθώς «χτίζουν» επιμελώς τη μεταστροφή των ανθρώπινων συμπεριφορών («Πρώτη φορά με τον πατέρα στον όρθρο»), την παγίδευσή τους στο δράμα («Στις Όχθες του Σάβου») ή την τελική λύση του («Στο Πηγάδι»). Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης τα παράθυρα που ανοίγει ο Λαζάρεβιτς και σε θέματα κοινωνιολογικά αλλά και λαογραφικά. Τα διηγήματά του είναι ένα ψηφιδωτό ενδοοικογενειακών σχέσεων, ένα μικροσκόπιο ιεραρχιών, με στιγμιότυπα ιδιότυπων αναιρέσεων της πατριαρχίας, με πολλές αναφορές στη θέση της γυναίκας, των υπηρετών αλλά και με έναν διαρκώς παρόντα λαογραφικό θησαυρό, που όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο μεταφραστής του βιβλίου στα ελληνικά, ο Βλάνταν Τζόρτζεβιτς, αγγίζει μέχρι το κόκαλο τη ζωή του λαού. Ας σταθούμε τώρα σε κάποια επιμέρους στοιχεία, ξεκινώντας από τις περιγραφές. Είναι χαρακτηριστική αυτή με την οποία ξεκινά το δεύτερο διήγημα του βιβλίου, που έχει τον τίτλο «Πρώτη φορά με τον πατέρα στον όρθρο». Πρόκειται για μια σχολαστική περιγραφή της φορεσιάς του πατέρα (σελ. 39-40), που θα μπορούσε να έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον από λαογραφική άποψη· και έχει. Περιορίζεται όμως μόνο εκεί; Η περιγραφή αυτή δεν είναι ένα συνειδητό ολίσθημα, μια εσκεμμένη «διακοσμητική λαογραφική παρένθεση» που δίνει πληροφορίες για τις τουρκικές φορεσιές, αλλά αποτελεί αναπόσπαστο, οργανικό μέρος της αφήγησης. Όπως έγραψε κάποτε ο Παναγιώτης Μουλλάς, αναφερόμενος εκείνος στον Βιζυηνό, οι περιγραφές έχουν πολλαπλό ρόλο, συμπληρώνουν κενά, δημιουργούν αντιθέσεις, εντείνουν τις δραματικές καταστάσεις, στήνουν μυστικές γέφυρες ανάμεσα στους ανθρώπους και στα πράγματα. Παρόμοια λειτουργία φαίνεται να έχουν και οι περιγραφές στα διηγήματα του Λαζάρεβιτς. Είναι εμβληματικός ο τρόπος με τον οποίο τελειώνει η περιγραφή της πατρικής φορεσιάς, στην οποία αναφερθήκαμε μόλις πριν: «Σωστός λεβέντης». Δεκάξι σειρές περιγραφής, ένα εκτενές αφηγηματικό μαξιλάρι, ένα ισχυρότατο ανάλημμα, πάνω στο οποίο ακουμπούν με απόλυτη φροντίδα και ασφάλεια δύο μόνο λέξεις. Η μετάφραση του Βλάνταν Τζόρτζεβιτς (που ειρήσθω εν παρόδω είναι αριστουργηματική, καθώς λαμβάνει υπόψη και το ελληνικό γλωσσικό ζήτημα των τελών του 19ου αιώνα και έτσι είναι ευτυχώς στη δημοτική) αποκαλύπτει κι άλλες πλευρές του τάλαντου του Λαζάρεβιτς. Ας περιοριστούμε μόνο στις παρομοιώσεις αφήνοντας στον αναγνώστη την πρωτοβουλία να ψηλαφίσει τα υπόλοιπα. Ο Λάζα «υποτάσσει» ένα κατεξοχήν «καλολογικό στοιχείο», ένα σύνηθες «παραγέμισμα» των διηγημάτων, που συχνά στα χέρια των συγγραφέων υποβιβαζόταν σε απόπειρες επίδειξης τεχνικής, στις πραγματικές ανάγκες της αφήγησης. Ξεχωρίζουν δύο, με απίστευτη ισχύ: ‘‘Όλοι έκαναν τόπο στον απόμαχο, ένα γερό νέο παλικάρι με αντρείο πρόσωπο και λυπητερό χαμόγελο στο στόμα. Όλα τα έβλεπες εδώ: και δύναμη, και υγεία, και ομορφιά. Και με όλα αυτά δεν έβλεπες τίποτε. Έμοιαζε σαν ένα σπασμένο, πολύτιμο φαρφουρένιο βάζο.’’ («Στις Όχθες του Σάβου», σελ. 33-34) ‘‘Ο στρατιώτης όλο ευχαριστούσε: «σπολάτη, αδέρφια», «σπολάτη, αδέρφια», αλλά η φωνή του γινόταν ολοένα βαθύτερη. Αυτές οι δύο λέξεις άρχιζαν να λαβαίνουν εκείνη τη μουσική και το ρυθμό όπως στους τυφλούς στα πρόθυρα των εκκλησιών κι αυτός αισθανόταν ολοένα περισσότερο πως είναι σακάτης και ζητιάνος.» («Στις Όχθες του Σάβου», σελ. 36) Δικαίως θα αναρωτηθεί κανείς αν τα διηγήματα αυτά δεν παρουσιάζουν ατέλειες, χωλότητες. Παρουσιάζουν. Χαρακτηριστική είναι η χρήση του τριτοπροσώπου αφηγητή που φαίνεται να ξέρει τα πάντα, ακόμη και τις πιο μύχιες σκέψεις των ηρώων του. Εύλογα ο υποψιασμένος αναγνώστης θα γυρέψει να μάθει: «Και από πού τα ξέρει ο αφηγητής όλα αυτά;» Ας μη βιαστούμε όμως να αδικήσουμε τον Λαζάρεβιτς, που φαίνεται να είχε προσπαθήσει να ξεπεράσει με κάποια ευρήματα το συγκεκριμένο πρόβλημα. Στο «Πρώτη φορά με τον πατέρα στον όρθρο», για παράδειγμα, η αφήγηση ξεκινά ευθύς αμέσως με τη φράση «είπε αυτός», που ακυρώνει εξ ολοκλήρου τον αφηγητή και τον μετατρέπει σε έναν απλό «ακροατή και διαβιβαστή» της ιστορίας. Ο Λαζάρεβιτς πέθανε νεότατος. Ίσως είχε να δώσει ακόμη περισσότερα, αν και αυτό δεν είναι τώρα πια παρά μια περιττή υπόθεση. Ας σταθούμε στο βέβαιο, ότι έδωσε πολλά. Δεν είναι τυχαίος ο χαρακτηρισμός του ως «ο Σέρβος Τουργκένιεφ». Τα διηγήματά του δεν είναι μόνο άρτια ψυχογραφικά δοκίμια· υπηρετούν τον ύψιστο στόχο της τέχνης, την συν-κίνηση, είναι η πεμπτουσία της τρυφερότητας και της ανθρωπιάς· είναι γι’ αυτό από τα πιο αξιανάγνωστα πράγματα που έχουν γραφεί. Κώστας Κουτρουμπάκης, φιλόλογος στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, συγγραφέας Η συλλογή διηγημάτων «Στις όχθες του Σάβου» του Λάζα Λαζάρεβιτς κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ενύπνιο (2018).
https://tetragwno.gr/vivlio/kritiki-vivliou/simeioma-pano-sti-syllogi-diigimaton-stis-ochthes-toy-savoy-toy-laza-lazarevits-ekd-enypnio-toy-kosta-koytroympaki?fbclid=IwAR3cwIdIsg-ScDATNnBnVoR8XyxQx62vpf_38jsjPkpixAO4lbi5aFeqPxk
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου