του Αντώνη Πετρίδη (*)
H Λαιμαργία (ἀδηφαγία, γαστριμαργία, μαργοσύνη ή μαργότης στα αρχαία ελληνικά, ingluvies, immensa gula ή helluatio στα λατινικά) ήταν ένα από τα Επτά Θανάσιμα Αμαρτήματα της καθολικής θεολογίας. Ο Δάντης, στο έκτο Κάντο
της Θείας Κωμωδίας,παρουσιάζει όσους κολάστηκαν «per la dannosa colpa de la gola» (6.53) να ζουν παγωμένοι και μουλιασμένοι στον Τρίτο Κύκλο της Κολάσεως, ανάμεσα στους Λάγνους και τους Άπληστους, ουρλιάζοντας σαν σκύλοι και τσαλαβουτώντας στο λιωμένο χιόνι κάτω από ασταμάτητη βροχή και το φάσμα του Κέρβερου. Η τιμωρία τους μπορεί να μην είναι η βαρύτερη από όλες, είναι όμως η πιο δυσάρεστη: «che, s’altra è maggio, nulla è sì spiacente» (6.48).
Πέρα από τον Δάντη, η παγκόσμια λογοτεχνία, από τη Χάνσελ και Γκρέτελ των Αδελφών Γκριμ μέχρι τον Τσιάρλι και το Εργοστάσιο Σοκολάτας του Ρόαλντ Νταλ, από τον αχόρταγο Ηρακλή της αρχαίας κωμωδίας και του σατυρικού δράματος μέχρι τον πληθωρικό σερ Τζων Φάλσταφ του Σαίξπηρ, αξιοποίησε ποικιλοτρόπως το θέμα της λαιμαργίας. Το δεύτερο συλλογικό έργο της Wunderart Productions με τον τίτλο Λαίμαργα, υπό τη γενική επιμέλεια της Μαρίας Τζιαούρη-Χίλμερ, προσφέρει την πρώτη, όσο γνωρίζω, απόπειρα πληθυντικής, σφαιρικής προσέγγισης του θέματος στην ελληνική λογοτεχνία.
Στα Λαίμαργα συμμετέχουν δέκα συγγραφείς με ένα ή περισσότερα κείμενα ο καθένας. Στο μικρό αυτό βιβλιαράκι καταφέρνει να χωρέσει μια ειδολογική πανσπερμία: συμβατικά λίγο-πολύ διηγήματα συνάπτονται με ποιήματα, πεζοποιήματα, υβρίδια στίχου και πεζού και πειραματικότερα κείμενα-ψηφίδες. Όλες οι συμβολές προέρχονται από ανθρώπους που αγγίζουν πάνω-κάτω το ηλικιακό όριο των σαράντα και έλκονται στη λογοτεχνία από ποικίλες αφετηρίες: τη μουσική, τη μουσικολογία, το θέατρο, την εκπαίδευση, την ψυχολογία. Τον σπόρο της συνεργασίας έριξε η Χίλμερ. Καθώς μού αφηγούνταν τα βιώματα που οδήγησαν στη σύλληψη της ιδέας (τη σωματική και την ψυχική ασθένεια, τη θεραπευτική διάσταση της χειροτεχνίας, κ.ά.) αναγνώριζα ίχνη αυτής της αφήγησης σε κείμενα της συλλογής πέραν των δικών της, ένδειξη ότι το βιβλίο είναι προϊόν ώσμωσης, όχι απλά συναγωγή ατομικών εμπνεύσεων. Στην αξία αυτής της συνεργατικότητας θα επανέλθω.
Η διερεύνηση της λαιμαργίας στη συλλογή είναι πολυπρισματική και συχνά εκδηλώνεται με τρόπους απροσδόκητους και προκλητικούς, που παίζουν με τα πιο παμπάλαια ταμπού του πολιτισμού, όπως η αιμομιξία, η ανθρωποφαγία και το μίασμα. Στο «Ψωμοτύρι» του ΦΩΤΗ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗ, που εισάγει τη συλλογή (σσ. 11–14), μια μάνα υποφέρει φριχτά από καρκίνο. Η πληγή και ο αιματοπίδακας που ανοίγει στον λαιμό της προκαλούν στον γιο ένα μείγμα από αηδία, πείνα και πόθο, που προσωπικά μού θύμισε κάπως το Salò του Παζολίνι. Όταν η μάνα τελικά πεθαίνει, ο γιος, που την εκμεταλλευόταν εν ζωή κι ας είχε μαζί της σχέση εμφανώς οιδιπόδεια, τρώει λαίμαργα χώμα από το μνήμα της.
Στον Αποστολίδη, λοιπόν, προβάλλει η λαιμαργία της αρρώστιας. Η λαιμαργία επίσης για την πιο στοιχειώδη έστω επιβίωση, την οποία συμβολίζει η οξεία πείνα της γυναίκας λίγο πριν απ᾽ τον θάνατο, η απαίτηση για το απλούστερο έδεσμα, το ψωμοτύρι. Η λαιμαργία, τέλος, των τύψεων ή της απωθημένης σεξουαλικής επιθυμίας ή του ζωώδους, αρχέγονου πένθους ή του ετεροχρονισμένου μεταβολισμού της αγάπης ή της σκληρής τάσης της ζωής να συνεχίζεται ή όλων αυτών μαζί.
Η λαίμαργη νόσος, που καταβροχθίζει τη σάρκα, ενώ εκείνη ειρωνικά αδυνατεί πια να δεχτεί τροφή, επανέρχεται «Στη Σοφία» της ΕΛΕΝΗΣ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ (σσ. 18–22). Το αφήγημα διακρίνεται από τη διαρκή αντιπαράταξη λεπτομερειών, που σχετίζονται με τις τρεις πιο λαίμαργες αισθήσεις: την όραση (η σικάτη μάνα, που απομένει παγωμένα κόκαλα)· την όσφρηση (η ανύπαρκτη οσμή του εμετού, που δεν βρωμούσε, επειδή στον οργανισμό της ετοιμοθάνατης δεν διενεργούνταν πια καμία διαδικασία πέψης)· και βεβαίως τη γεύση (το ιμάμ, που η ετοιμοθάνατη ελπίζει πως θα φάει ξανά και η γλυκιά εικόνα της μάνας και της κόρης να μοιράζονται μια στιγμή λαίμαργης αμαρτίας μπροστά από το ψυγείο κατάνυχτα).
Το θέμα της λαιμαργίας, ταυτισμένης με την ερωτική έξαρση, αποτυπώνεται στη στίξη και την τυπογραφική μορφή του κειμένου στο διήγημα «αθώρητες προφητείες» της ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ ΒΡΑΧΙΜΗ (σσ. 15–17). Ένα ζευγάρι παραδίδεται λαίμαργα στη Στιγμή. Το φιλί που ανταλλάσσει μοιάζει με πανάρχαια κανιβαλιστική-ανιμιστική τελετουργία. Όσο το πάθος κορυφώνεται, τόσο και στο χαρτί απάνω μεγεθύνεται το μέγεθος της γραμματοσειράς—για να προσγειωθεί τέλος ανώμαλα και πάλι πίσω στο «ομαλό», όταν στο κείμενο εισάγεται το αντίδοτο του πάθους, η υπευθυνότητα («Υποκλίνομαι στα χείλη σου. Στα επίσημα και υπεύθυνα χείλη σου»). Η ιστορία της οποίας ο τίτλος ο ίδιος παραλείπει το «επίσημο» αρχικό κεφαλαίο για τον αυθορμητισμό του πεζού καταλήγει, «με τον σωρό», σε μια συμβατική τελεία.
Το ξέφτισμα της ερωτικής επιθυμίας ως επαναστατικής πράξης θεματοποιείται στη βιβλική παρωδία της ΒΑΛΙΑΣ ΤΣΙΡΙΓΩΤΗ «Η μηλόπιτα» (σσ. 61–3). Ο Αδάμ και η Εύα ξανασυναντιούνται μετά από χρόνια: η προπατορική λαιμαργία για ανεξαρτησία και ζωή, φθαρμένη από τον χρόνο, από την άρνηση της πατροκτονίας, τον κομφορμισμό και τη γενική πεζότητα της ύπαρξης, υποβιβάζεται από την υψηλή μεταφορά του Μήλου στη φτηνή κυριολεξία της «μηλόπιτας». O Αδάμ ξανατρώει το μήλο, όχι πια στον Κήπο της Εδέμ, αλλά σε ένα λαϊκό φαγάδικο στην «οδό Χαρμολύπης». Δεν δαγκώνει πια κατευθείαν από το ραδινό χέρι της Εύας, αλλά με τη διαμεσολάβηση ενός κουταλιού (αιώνων κουλτούρας, θα έλεγε κανείς· δηλαδή, κατά τον Φρόυντ, αιώνων Νεύρωσης), σε μια χειρονομία που έχει ταυτόχρονα απόηχους ερωτισμού, μητρικής τρυφερότητας, αλλά κυρίως βαθιάς ειρωνείας.
Στα δύο διηγήματα της ΜΑΡΙΑΣ ΤΖΙΑΟΥΡΗ–ΧΙΛΜΕΡ, η λαιμαργία συνδέεται, στην πρώτη περίπτωση με το ακόρεστο της μνήμης, που όλο μηρυκάζει τον πόνο, στη δεύτερη με την ισχυρή αντίστιξη ανάμεσα στον αδηφάγο φόβο και στην τόλμη που σωτήρια τον καταβροχθίζει. «Το ζακετάκι» (σσ. 64–5) που μια γυναίκα έχασε επιστρέφοντας από ταξίδι γίνεται η αφορμή να θυμηθεί ένα παλιό της έρωτα: το σβήσιμο ξανά της ερωτικής λαιμαργίας εξοργίζει εδώ μάλλον παρά πληγώνει, καθώς γίνεται αντιληπτό ότι ο πόθος εξαφανίζεται ως ψυχικό ερέθισμα πολύ πριν εξαλειφθεί ως μυϊκή μνήμη.
Στο «Πόπαστον» (σσ. 66–71), το καμάρι της οικογένειας κάνει τους συγγενείς στο κυριακάτικο τραπέζι να στραβοκαταπιούν τη λαχταριστή πορτοκαλόπιτα της γιαγιάς, αποκαλύπτοντάς τους πως είναι γκέι και συστήνοντας τον ερωτικό του σύντροφο. Στο τέλος, όπως δηλώνει η παρουσία του παππού, το σώμα αναπόδραστα θα αυτοκαταστραφεί. Εσύ μπορείς, αν θες, να ζεις με τον τρόμο της ζάχαρης, την αηδία της ψαρίλας ή την ψευδή γαλήνη που παρέχουν οι σκελετοί όσο είναι στο ντουλάπι. Ή αντίθετα μπορείς, τους διδάσκει ο νεαρός, μέχρι να έρθει η στιγμή να σηκωθείς εν τέλει απ᾽ το τραπέζι, να έχεις τσακίσει και δεύτερο κομμάτι από εκείνη τη σιροπιαστή και μυρωδάτη και πεντάγλυκη πορτοκαλόπιτα.
Η λαιμαργία του χρόνου, μα και το πείσμα της μάταιης έστω αντίστασης σε αυτόν, βρίσκεται στον πυρήνα του γλυκόπικρου «Περιμένοντας» της ΑΥΓΗΣ ΛΙΛΛΗ (σσ. 33–9). Στην ιστορία πρωταγωνιστούν δυο γέροντες: ένας μαγκούφης πρώην δρομέας, που λάτρευε τον Μπέκετ, και ο σκύλος του, τον οποίο ονόμασε παιγνιωδώς «Γκοντό» (κι όχι «κοντό», όπως τον φωνάζουν τα παιδιά της γειτονιάς!), όταν εκείνος επιτέλους έφτασε, για να γεμίσει το κενό της ζωής του.
«Γεροντίστικα πράγματα» είναι το θέμα της ιστορίας: τι ο χρόνος δεν επιτρέπει πια (στον άνθρωπο, το τρέξιμο έξω στη φύση· στον σκύλο, τη λαίμαργη απόλαυση του φαγητού), αλλά κυρίως τι επιτρέπει ακόμα—κατ᾽ ακρίβεια, τι ο χρόνος δεν μπορεί να αγγίξει μέχρι τη μοιρόγραφτη ώρα· κι αυτό είναι η συντροφικότητα δυο ψυχών, που ζούνε «περιμένοντας» την ώρα εκείνη, αλλά όχι χωρίς να κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους να την καθυστερήσουν (χρησιμοποιώντας, π.χ., σε μια από τις πολλές πινελιές τρυφερής κωμικότητας, που βάζει η Λίλλη) το «slow feeding bowl», ώστε ο σκύλος να μην πεθάνει από τη λαιμαργία του!).
Η ποίηση εκπροσωπείται στη συλλογή από τέσσερις ομάδες κειμένων: τα ποιήματα, αρχικά, της Στέλλας Βοσκαρίδου και του Κωνσταντίνου Παπαγεωργίου, και τις υβριδικές συμβολές του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΛΑΡΚΟΥ και της ΡΩΞΑΝΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ, που συνδυάζουν ποίηση και πεζό είτε παρατακτικά (όπως στην περίπτωση του Λάρκου, που ξεκινά με δύο ιδιόμορφα ποιήματα και καταλήγει με ένα ποιητικότροπο πεζό) είτε στο εσωτερικό τους (όπως στην περίπτωση της Νικολάου, όπου τα όρια ανάμεσα στον στίχο και την αφήγηση καταρρέουν).
«Το αγόρι που είχε μπιζέλια για μυαλό» (σσ. 23–7) του ΛΑΡΚΟΥ είναι το πιο αντισυμβατικό κείμενο της συλλογής. Διαβάζοντάς το ανακάλεσα εικόνες ταυτόχρονα από το παραμύθι και από το υπερρεαλιστικό σινεμά. Το δεύτερο ποίημα με τίτλο «η βασική» (σσ. 28–9), ρεαλιστικό στην υφή του μέχρι τους κυριολεκτικά ανατρεπτικούς δύο τελευταίους στίχους, έχει ως θέμα τον χρόνο, τη μοναξιά και τη δίψα για τη φευγαλέα γυναικεία μορφή. Το ποίημα βασίζεται σε ένα μορφικό εύρημα: οι στροφές δένονται μεταξύ τους από μια τυπογραφικά διακριτή λέξη, που είναι ταυτόχρονα η τελευταία της προηγούμενης και η πρώτη της επόμενης στροφής. Το τσάι, το καθιστικό και ο έρωτας του ποιήματος «η βασική» γίνονται αφηγηματικό υλικό και στο τρίτο κείμενο του Λάρκου, το πεζογράφημα «τρύπιαμάτια» (σσ. 30–2), μια γκόθικ ιστορία ερωτικού ιλίγγου, μεταμόρφωσης και κλασικού κινηματογραφικού τρόμου.
«Ο κήπος μέσα μου» της ΝΙΚΟΛΑΟΥ (σσ. 39–40) διαβάζεται μάλλον σαν στοχασμός για τη γέννηση του ποιητικού μαργαριταριού μέσα από τη σκληρή επιφάνεια των λέξεων (το σύμβολο του οστράκου) ή από το απροσμέτρητο βάθος της εμπειρίας, όλως ιδιαιτέρως της γυναικείας (το σύμβολο της λίμνης). Εδώ το μοτίβο της λαιμαργίας υποβάλλεται από την εικόνα της μάνας που ετοιμάζει το κολατσιό των παιδιών, ενώ μέσα της η πείνα της έκφρασης κυοφορεί το ποίημα. Το σύμβολο της λίμνης επανέρχεται στο δεύτερο κείμενο της Νικολάου («Το άνοιγμα της βρύσης», σσ. 41–4), το οποίο εκλαμβάνω επίσης ως ποιητολογία. Εδώ πια η λίμνη συνδυάζεται όχι με την εικόνα της γαλήνης, αλλά της βίαιης ροής, του κρότου και της έκρηξης, που προκαλείται τη στιγμή που εκλύονται επιτέλους οι πεπιεσμένες δυνάμεις του χαμένου χρόνου και της εσωτερικής πάλης. Η λαιμαργία υποστασιούται ως ορμή.
Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ απολαμβάνει τη μερίδα του λέοντος στο βιβλίο. Στη συμβολή του, υπό τον γενικό τίτλο «Τετράδιο Αγνώστου Ποιητή» (σσ. 47–60), περιλαμβάνονται δέκα ποιήματα, στα οποία τα πολλαπλά αποκαλυπτόμενα προσωπεία της λαιμαργίας τρόπον τινά συμπυκνώνουν τις θεματικές εξερευνήσεις ολόκληρης της συλλογής: η λαιμαργία του χρόνου, που άλλοτε είναι παραγωγική ζύμωση, άλλοτε ανηλεής παρακμή («Διαδρομές οίνου / διαδρομές όνου»)· το ακόρεστο σεξουαλικό πάθος («Το αίνιγμα της Βένους»), που σαν τη γυναίκα-αράχνη σε τρώει—και θες να σε τρώει—πανίσχυρο σαν τον αρχαίο Τιτάνα του σεισμού («Εγκέλαδος») και βασανιστικό σαν την επώδυνη, επίμονη στύση του Πριάπου («Ευχή»)· η λαιμαργία για Ποίηση ως παραγωγή φωτός, που τραγικώς καταλήγει να μην είναι παρά αντανάκλαση («Αλντεμπαράν»)· η πάλη με την έκφραση και για την έκφραση σαν πάλη με τον Κριτή, που απόμακρος δεν διευκολύνει τη λύτρωση της ανατολής-δημιουργίας («Κόκορας»)· και τέλος, η τριήμερη ταφή στην κοιλιά του βιβλικού Πόνου-Κήτους-Ποιήματος, ο πιο αναστάσιμος από όλους τους δημιουργικούς θανάτους («Κήτος»).
Το σπονδυλωτό ποίημα του Παπαγεωργίου (γιατί περί ενός ποιήματος κατ᾽ ουσίαν πρόκειται) είναι μια mise en abîme υποστάσεων μέσα στις υποστάσεις της λαιμαργίας. Πάνω από όλες αυτές τις υποστάσεις προβάλλει ως αρχετυπική μια μεταγλωσσική λαιμαργία για άρθρωση λόγου ως ανακούφιση, λόγου που κάποτε γίνεται εξιδανικευμένη, υψηλή Ποίηση (και ο λειτουργός της Ιεραπόστολος), κάποτε δεν διαφέρει από την έκχυση σωματικών υγρών μετά από την παράδοση στα πάθη (έμετος, ούρηση, εκσπερμάτιση), και πάντοτε είναι όλα αυτά μαζί και εκ παραλλήλου («έκανα και τα τρία»): το ποίημα στο οποίο αναφέρομαι εδώ αποκαλείται χαρακτηριστικά «Δοχείο νυκτός».
Το Τετράδιο Αγνώστου Ποιητή είναι σε τελευταία ανάλυση ένα σετ ποιημάτων ποιητικής, σώμα δέκα μετακειμένων. Τα ποιήματα δημοσιεύονται υπό μια αφηγηματική πρόφαση γνωστή μας ήδη από το νατουραλιστικό διήγημα—με τη διαφορά ότι εδώ το παλαιό τέχνασμα «διά την αντιγραφήν» υφίσταται πολλαπλές διαθλάσεις. Τα δέκα ποιήματα του Τετραδίου υποτίθεται ότι γράφτηκαν από ένα περιπλανώμενο νεαρό, ανακαλύφθηκαν στο πεταμένο του τετράδιο από μια αναλφάβητη κυρία, παραδόθηκαν στον αστυνομικό, που τα πάσαρε στη γυναίκα του, που τα δακτυλογράφησε και τα ανάρτησε στο Facebook και που τώρα τα κοινοποιεί ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής (σε ένα εισαγωγικό πεζό κείμενο), με δηλωμένο στόχο την επανασύνδεση του δημιουργού με το δημιούργημα και τελικό αποτέλεσμα το ακριβώς αντίθετο: πενταπλή οικειοποίηση του λόγου, που βεβαίως ισούται με πενταπλή ανοικείωση, πενταπλή αποξένωση του ποιήματος από τον ποιητή—έμβλημα της γλωσσικής μας εποχής· μιας εποχής, όπου η λαίμαργη (ανα)παραγωγή λόγου (και δη η ψηφιακή, η οποία στερείται κι εκείνη τη στοιχειώδη έστω σωματικότητα, την présence, της γραφής) δεν είναι, όπως θα ειπωθεί στο ποίημα «Αλντεμπαράν», παρά δάνεια πειράματα έκφρασης «χωρίς την πολυπόθητη φωτιά», πράξεις μηχανικές στην τεχνολογική τους κυριολεξία. Στο ποίημα «Ευχή» θυμίζει τις φρενήρεις μηχανικές παλινδρομήσεις του χεριού στο ορθωμένο ανδρικό μόριο, που απεκδυμένες κάθε γνήσια επιθυμία κακοφορμίζουν σε βασανιστική παθολογία. Η ποίηση στην εποχή του Facebook είναι κάτι σαν γλωσσικός πριαπισμός και η πράξη της δημιουργίας αδιέξοδη σαν τον μοναχικό αυνανισμό του ποιητικού Εγώ υπό τα βογγητά του ζευγαριού που απολαμβάνει άγριο σεξ «στο δίπλα δωμάτιο» («Εγκέλαδος»): κενή παραδοξολογία («τελείωσα / μα μοιάζει / να μην τελείωσα»), σκέτο παιγνίδι με τους ήχους (οίνος-όνος) και τα πράγματα σαν το παιγνίδι του ποιητικού Εγώ με το γένος του ανδρικού του μορίου («τΗν παίζω», «τΟν παίζω»).
Άφησα τελευταίο το ποίημα «Λαίμαργα» της ΣΤΕΛΛΑΣ ΒΟΣΚΑΡΙΔΟΥ (σσ. 45–6), ένα ποίημα για τη λαίμαργη κατάποση των λέξεων, όχι μόνο διότι ο τίτλος του ονομάζει το βιβλίο εν γένει, αλλά διότι καμία φιλολογική ανάλυση δεν θα δικαίωνε την εντυπωσιακή συναισθησία των εικόνων, τον αχόρταγο τρόπο με τον οποίο η ποιήτρια αποτυπώνει στο επίπεδο του σχεδόν προγλωσσικού ήχου τη θεματολογία της συλλογής, παίζοντας με την παρήχηση και τη συνήχηση, τους «σκληρούς» (συριστικούς και ουρανικούς) και τους «μαλακούς» (υγρούς και χειλικούς) ήχους και τόσα άλλα. Αρκούμαι να το παραθέσω εσώ ακέραιο:
Νύχτα που είναι
θα κάτσω να φάω
τις σκληρές μου λέξεις
τα μαλακά τους σημεία
τα μικρά τους φτερά
τα πελώρια αγκάθια
τις ζωηρές τους ουρές και όλα
τα σημεία στίξης και όλα ανεξαιρέτως
τα σημεία τήξης τα
μελαμψά περιστέρια τους και τα ύψη
των περιστάσεών τους
τις μυτερές μου λέξεις
και τις καμπύλες που πέταξαν
μυτερά κλωνιά
με τη ρώσσικη στέπα τους
με τα δέλτα των Νείλων τους και
των περιστάσεών τους
τις μυτερές μου λέξεις
και τις καμπύλες που πέταξαν
μυτερά κλωνιά
με τη ρώσσικη στέπα τους
με τα δέλτα των Νείλων τους και
των ώριμων φρούτων την ανεξίτηλη
ορθογραφία
με τους ξένους φθόγγους της ζωής
και τις αποτζιατούρες του θανάτου
και τις αποτζιατούρες του θανάτου
τις τυφλές μου λέξεις με το μάτι
πότε του Κύκλωπα και πότε
του κυκλώνα
πότε του Κύκλωπα και πότε
του κυκλώνα
με το έλκος του Λόρκα στη λήγουσα
και τη χρωματιστή τους
διάρκεια φορτωμένη με
χαίρε ύψος δυσανάβατον χαίρε
βάθος δυσθεώρητον τις παγωμένες μου λέξεις
μα πού
να γυρνάω τέτοια ώρα και μάτια και λόγια
ποιανού να ζητώ
νύχτα που είναι
θα κάτσω να φάω
τις σκληρές μου λέξεις
και ποιου να γυρεύω τα χέρια και
την ανεξίκακη
θερμοκρασία
ποιανού να ζητώ
νύχτα που είναι
λαίμαργα
θα κάτσω να φάω
τις σκληρές
σκληρές μου λέξεις τα
απόκοσμα
παξιμάδια.
***
Θα κλείσω με ένα σχόλιο γραμματολογικού χαρακτήρα. Πέρα από την όποια προσωπική αξία των συγγραφέων και των κειμένων τους, που κάθε άλλο παρά είναι αμελητέα, αυτό που θεωρώ ιστορικά σημαντικό στο συγκεκριμένο πρότζεκτ είναι το συνεργατικόν του πράγματος. Η πολιτιστική ακμή δεν απαιτεί τόσο λαμπρές μονάδες, όσο συμπύκνωση του ταλέντου μέσα από συνέργειες και ίσως υπό την ομπρέλα θεσμών. Στην Κύπρο παρατηρείται ολοένα αυξανόμενη τέτοια συμπύκνωση, καθώς δημιουργοί ομαδοποιούνται, με στόχο όχι απλώς την κοινωνική γνωριμία, τον συνδικαλισμό, το ενδογαμικό «αλληλοσιουμάλισμα» ή ό,τι άλλο, αλλά πρωτίστως τη διαπίδυση του ταλέντου, τη συμπαραγωγή, αυτό που θα αποκαλούσαμε καλλιτεχνική επικονίαση. Μπορούμε να αναφέρουμε εδώ ως χαρακτηριστικές περιπτώσεις—με τις απολογίες μας, αν κάποιος μας διαφεύγει—το Σαρδάμ, τον Μίτο, τις Διαβάσεις, πρωτοβουλίες όπως ο Άρτος ή το Βιβλιοτρόπιο, πολύμηνα, φιλόδοξα πρότζεκτ όπως η Σεζόν Γυναίκες και οι Wunderart Productions, που τώρα μας δίνουν τα Λαίμαργα.
Όσοι με ξέρουν, γνωρίζουν πως η αισιοδοξία δεν είναι στη φύση μου, επομένως έχω συναίσθηση όσων γράφω (και έχω ξαναγράψει): κάτι καλό τεκταίνεται στα κυπριακά γράμματα την τελευταία δεκαετία, χωρίς πια κατανάγκην την πατρωνεία της κρατικής επιχορήγησης, την καταδυνάστευση αυτοδικαιωτικών μύθων ή την εμμονική κυπροκεντρικότητα, που κρατούσαν την κυπριακή λογοτεχνία, ή ένα μεγάλο τμήμα της τουλάχιστον, περιφερειακή.
info : Λαίμαργα: το δεύτερο συλλογικό έργο της Wunderart Productions, (Λεμεσός: Εκδόσεις Ακτίς 2018)
(*) O Αντώνης Πετρίδης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής στο Πρόγραμμα “Σπουδές στον Ελληνικό Πολιτισμό” του Ανοικτού Πανεπιστημίου Κύπρου, Κοσμήτορας της Σχολής Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου