6.6.19

Επτά ποιήματα από «Το βοτάνι των ονείρων» – του Ιβάν Γκολ

Μετάφραση: Γιώργος Καρτάκης
Αντάρα
Σε κήπους γύψου
Σε βορβορώδη βουρκόνερα
Οι νεκροί βολοδέρνουν επάνω σε άθλια ξυλοπόδαρα
Και τρεμάμενα σκέλεθρα
Ακόμα σιγοκαίει μια φωτιά στο νοτιοανατολικό κεφάλι
Κι ένα λουλούδι ολόλαμπρο παγώνει
Στο σπασμένο τους στέρνο
Σαν ποιος ν’ ακούει τα πουλιά;
Τη σαύρα –ποιος;– ανάμεσα στα αποσταμένα πόδια;
Α, πώς αναρριχώνται στα σχοινιά
Ύπνου ψευδή
Όσοι έζησαν γρήγορα, μα τώρα αργοπεθαίνουν!
Έρχεται τώρα ο χειμώνας της βαθιάς αυτής νυχτιάς
Και οι αιθέρες πλέκουν στέμμα λευκό
Στ’ αέρινα μαλλιά τους
***

Γέροντες
Η γαρουφαλλιά σάρκα σας
Τρέφεται ακόμα από ισχνά πουλιά
Παίρνει φωτιά
Τραγουδήστε πιο αργά, γέροντες
Στου ανέμου το γύρισμα
Τον ήλιο αφήστε να θρυψαλιαστεί
Μέσα στα δάχτυλά σας
Ο πτεροφόρος ύπνος είναι μαβής
Με δόντια νεκρικά
Φωνή κοκάλινη
***
Χωράφια καμφοράς
Χωράφια καμφοράς γίνονται σπίτι σου
Σε ιωδίου βάλτους πίνοντας επιτέλους ξανανιώνεις
Τα καφετιά αποστάγματα ριζών
Σε τρέφουν πιο καλά απ’ του ήλιου τις στάμνες
Μια δάδα λαμπαδιάζει κι ύστερα τρεμοσβήνει στων ματιών σου το λάδι
Μια φωτιά μελωδεί με φλογέρες και τύμπανα
Των προγόνων τα σκέλεθρα στήνουν χορό στο γιορτάσι της σήψης
Το κίτρινο περίλαμπρο λουλούδι
Που κάθε χίλια χρόνια μια φορά ανθοφορεί
Προβάλλει αργά απ΄το στήθος σου
***
Στην Κλερ – Λίλιαν
[Απόσπασμα]
Αγαπημένη, αστέρι μου εσύ
Στην δεξιά σου όχθη βρίσκεται το παρελθόν
Στην αριστερή περιμένει το μέλλον
Συγκλίνοντας τις κοίτες μας τραγουδάμε το παρόν
Καθώς διαβαίνουμε, δέντρα της σήψης μας κοιτούν
Πουλιά της λύτρωσης πετούν μπροστά μας οδηγώντας
Είμαι διαμάντι στο δεξί σου μάτι
Κι είσαι βελούδο στο δικό μου αριστερό
Ο ήλιος κυλά απ’ τον δεξί σου ώμο
Στο αριστερό μου χέρι σήπεται το άστρο της νυχτιάς
Αγαπημένη, το ρεύμα σου είμαι εγώ
Μαζί κυλώντας αποσιωπούμε το παρόν
***
Το κεφάλι σου από κόκαλο από αχλή από φωτιά
Συχνά το παίρνω στα βαριά μου χέρια
Το περιστρέφω, το τραντάζω δυνατά
Μέσα του ακούω τη βουή καταρρακτών, τη ζύμωση των κόσμων
Ω εξαίσιο κεφάλι μου!
Σαπφείρινα μου αστέρια στο γέρμα ή την ανατολή!
Πόσο μ΄αρέσει το κεφάλι αυτό να τυραννώ, να το γεμίζω δάκρυα!
Βορά του χρόνου να τ’ αφήνω να γερνά
Χωρίς ποτέ να σκέφτομαι πως μέσα του ο Πλάστης κυβερνά!
***
Το αριστερό σου χέρι είναι δέσμη λουλουδιών
Και το δεξί, κοκάλινο άνθος!
Και τα δυό μ’ ευλογούν, και τα δύο με τρέφουν
Με το αίμα πουλιών και τη σάρκα θεών –
Τα χέρια σου χαμογελούν, πενθούν, βουίζουν,
Ανεβοκατεβαίνουν όπως δίσκοι ζυγαριάς
Κι ώσπου απ’ τον ένα προς τον άλλο να στραφώ
Έχω κιόλας γεράσει
***
Εγώ ήμουν εκείνος που ρωτούσε κι εσύ η μάγισσα
Στο τρίστρατο του χρόνου
Σου πρόσφερα θυσία το ζώο των ονείρων μου
Κι εσύ μου ′δωσες πίσω τον καπνό της μνήμης
Στο μέτωπό σου είχες ψηλά ελάφι χαραγμένο
Κι από τις χλοερές χαράδρες σου έφτανε ως τ΄αυτιά μου
Τραγούδι ως τότε ανήκουστο
Γιατί κατρακυλούσα στην χοάνη των ηφαιστείων σου;
Έχω ξεχάσει από καιρό τι διεκδικούσα:
Γνώση ή έρωτα
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Joan Miro. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]

Δεν υπάρχουν σχόλια: