«Σας καλωσορίζω. Από άσματος άρξασθε και περί άσματος ομιλείτε. Και θα δούμε τι θα βγει από αυτό. Εμένα μ’ ενδιαφέρει πολύ εσείς που είστε νεότεροι και διαφορετικών τάσεων να βοηθήσετε στο να δοθεί ένας σωστός ορισμός του τραγουδιού. Το τραγούδι είναι μια παρεξηγημένη έννοια, ιδιαίτερα στον καιρό μας και στον τόπο μας. Η άνθηση του τραγουδιού βοήθησε να δημιουργηθεί μια σύγχυση μοναδική. Σήμερα τραγούδι μπορεί να είναι και ένας λόγος του Παπανδρέου (σ.σ. του Αντρέα)...». Λόγια του Μάνου Χατζιδάκι σε πολύ νεώτερους ομοτέχνους που κηρύσσουν την έναρξη της συζήτησης περί τραγουδιού! Βρισκόμαστε στα 1985 και το περίφημο «πολιτικό τραγούδι» βρίσκεται στην κορύφωσή του, δηλαδή λίγο πριν την παρακμή του, και ακμάζει η μελοποίηση των
ποιητών, σχεδόν οποιουδήποτε κειμένου. Και το ερώτημα που ταλανίζει την παρέα είναι: υπό ποιες προϋποθέσεις ένα κείμενο είναι ένα πιθανό τραγούδι; Ο Χατζιδάκις διατείνεται ότι ακόμη και μια είδηση σωστά διατυπωμένη μπορεί να γίνει τραγούδι και δεν ειρωνεύεται: «Μια φορά» λέει «είχα διαβάσει σε μια εφημερίδα ότι μια γυναίκα μεγάλης ηλικίας στο Μιλάνο, όντας ολομόναχη, δεν ήθελε να ζήσει άλλο. Πήγε λοιπόν στην εκκλησία και προσευχήθηκε στην Παναγία να την πάρει. Την άλλη μέρα τη βρήκαν νεκρή. Αυτό είναι περισσότερο τραγούδι παρά είδηση...». Την εποχή που το πρόβλημα της μοναξιάς δεν είχε ακόμη αναδυθεί με τη σημερινή ένταση, το έβλεπε ίσως μόνο ο Μάνος Χατζιδάκις κι εκείνοι που με κόστος την γελοιοποίηση κραύγαζαν επί ματαίω πως «εκτός από τον ιμπεριαλισμό υπάρχει και η μοναξιά». Όχι πως δεν υπήρχε και τότε η μοναξιά, αλλά ο συσχετισμός δύναμης των πολιτιστικών απόψεων όπως και των πολιτικών ήταν εις βάρος του Χατζιδάκι. Τότε κυριαρχούσε η άρση, το επικό τραγούδι και ο γερμανικός (με την εγελιανή έννοια) ρομαντισμός. Το αποκλεισμένο άλλο μισό της Ελλάδας έμπαινε στην κεντρική σκηνή με τα τραγούδια του, τα ήθη και γενικότερα την κουλτούρα του. Ο Μάνος Χατζιδάκις έπρεπε να περιμένει εκ νέου τη δική του ώρα, εκείνη που τα νερά της θάλασσας ησυχάζουν, τα κομμάτια της ψυχής ανασυντίθενται, οι καρίνες καθαρίζονται, ο συσχετισμός των αισθημάτων αλλάζει και όλα είναι έτοιμα για την επόμενη θαλασσοταραχή. Περιέργως πως τα τραγούδια του Χατζιδάκι έχουν καταχωρισθεί ως εσωτερικού χώρου, ως μουσική δωματίου, δηλαδή κατ’ εξοχήν ερωτικά, ενώ του Θεοδωράκη ως.... εξωτερικού χώρου (του «δρόμου»)! Δεν είναι τυχαίο ότι τα καταπληκτικά ερωτικά τραγούδια του Μίκη είναι εντελώς αγνοημένα, όπως και τα «μαρς» του Χατζιδάκι. Μια εξήγηση είναι το γεγονός πως το καλύτερο έργο του Χατζιδάκι είναι ο «Μεγάλος Ερωτικός», ενώ του Θεοδωράκη το Άξιον Εστί -Ο Χατζιδάκις επιμένει πως είναι ο «Επιτάφιος»- κι έτσι και οι δύο κατατάχτηκαν με βάση την αιχμή του δόρατος του έργου τους καθώς και με την πολιτική τους στάση και τοποθέτηση. Αλλά ποια ήταν η πολιτική θέση του Χατζιδάκι; Ποια γνώμη είχε για τα πολιτικά κόμματα και την άποψή τους για τον πολιτισμό; Ιδού πως απαντάει ο ίδιος: «... εμείς δεν είμαστε υποχρεωμένοι να δεχτούμε τις απόψεις και το γούστο περί τέχνης, αυτά που πάνε να ισχύσουν βάσει της πολιτικής του τάδε κόμματος -ας λέμε των κομμάτων. Διότι αποδείχτηκε ότι δεν είναι έργο ενός κόμματος. Σήμερα τα πραγματοποιεί το ΠΑΣΟΚ επειδή είναι κυβέρνηση. Αργότερα θα μπορούσαν να τα πραγματοποιήσουν η ΝΔ ή το ΚΚΕ, αν ήταν κυβέρνηση. Δεν πιστεύω ότι θα υπήρχε καμία κυβέρνηση που θα ευαισθητοποιούσε τον κόσμο γιατί, μόλις ο κόσμος ευαισθητοποιηθεί, θα θελήσει να απαλλαγεί από την κυβέρνησή του-την οποιαδήποτε κυβέρνησή του» («Τέταρτο», Σεπτέμβριος 1985). Ο Μουσικός Μάνος «Καταβολές, παιδεία, ιδιότυπο ακριβό γούστο: ιδού τα συστατικά στοιχεία του μουσικού σύμπαντος που μας έφτιαξε και μας χάρισε ο Μάνος Χατζιδάκις. Αλλά ποιες καταβολές; Τι συγκροτεί την προσωπική του μουσική «παράδοση»; Ένας νέος άνθρωπος που μεγαλώνει και ωριμάζει στον ελλαδικό μεσοπόλεμο είναι μοιραίο να έχει εκτεθεί ακουστικά στο ντόπιο πολυσχιδές αμάλγαμα της δημοτικής μουσικής, στο βυζαντινό μέλος, στις καντάδες, στα αστικά ακούσματα της οπερέτας, στις μπάντες, στους συρμούς του ευρωαμερικάνικου ελαφρού τραγουδιού. Η ωδειακή παιδεία θα προσθέσει τους κλασικούς με τα έργα για μεγάλα σύνολα, τη μουσική δωματίου, το πιάνο που ο νεαρός σπουδαστής μαθαίνει, την «εθνική» σχολή, τον ιλιγγιώδη κόσμο της νέας έντεχνης δημιουργίας του 20ου αιώνα». Έτσι, περιγράφει ο συνθέτης Δημήτρης Λέκκας τη μουσική σκευή του Μάνου Χατζηδάκι. Μια σκευή που προσλήφθηκε και δημιουργήθηκε με κριτικό τρόπο καθώς στα μάτια του η δημοτική μουσική καταντούσε «ύποπτο εθνοκεντρικό όργανο στα χέρια στρατοκρατών και δικτατόρων, η βυζαντινή ήταν κλεισμένη στις εκκλησίες και συχνά ανεμιζόταν ως λάβαρο στα χείλη μίζερων θρησκόληπτων μικροαστών, οι καντάδες μπορούσαν να είναι εκνευριστικά γλυκανάλατες, τα αστικά ακούσματα ήταν πολλές φορές ξένο σώμα, η κλασική μουσική ήταν αποκομμένη στον ελεφάντινο πύργο της και η «εθνική» σχολή ήταν αφόρητα «ελάσσων»». Το μεγάλο όμως πρόβλημα του Μάνου Χατζηδάκι η αναζήτηση του προσώπου του Έλληνα, των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του ελληνικού λαού που χάνονταν στα πάθη και τα μίση του εθνικού διχασμού, τη λαίλαπα της μικρασιατικής καταστροφής, τη σφοδρή μάχη του παλιού με το νέο, τις ιδιότυπες «ταξικές» αντιθέσεις, έναν χαλαρό συνεκτικό κοινωνικό ιστό, όπου οι γέφυρες επικοινωνίας έμεναν πάντα ανολοκλήρωτες όπως η γέφυρα της Αβινιόν. Το ίδιο ατελείς παρέμεναν και οι καλλιτεχνικές εκφράσεις. Τα «κλειδιά» για την άρση αυτών των αντιθέσεων και των αντιφάσεων εντέλει βρέθηκαν πρώτα στην τέχνη και ακολούθως και με πολύ μεγάλη καθυστέρηση και στην πολιτική. Ο Χατζιδάκις θα συναντηθεί με τον Γκάτσο και τον Τσαρούχη, που είχαν βρει τα πιο ειδικά κλειδιά της επαφής με τον κόσμο της παράδοσης, πέρα κι έξω από γραφικότητες και λαογραφίες. «Τα όνειρα του Γκάτσου» λέει ο Λέκκας «είχαν αναδυθεί μέσα από τη δημοτική ποίηση, τις Γραφές, τον Μακρυγιάννη. Ο Τσαρούχης είχε ήδη σκανδαλίσει με την έκδηλα λαϊκόστροφη, άκρως απελευθερωμένη και συνάμα λόγια θεματογραφία και τεχνοτροπία του. Τα δικά του κλειδιά τα είχε πάρει από τον Θεόφιλο και τη ζωντανή λαϊκή ζωγραφική/ δρώμενο των Σπαθάρηδων. Ο Χατζιδάκις δεν χρειάστηκε να ψάξει και πολύ για να βρει το δικό του ανάλογο κλειδί». Αυτό βρέθηκε στο ρεμπέτικο τραγούδι και δη το πειραιώτικο. Η έκφραση του παραδοσιακού βιώματος μέσα από τα μπουζούκια, όργανα τονισμένα στις συγκεκραμένες κλίμακες, κυρίως από τον Μάρκο Βαμβακάρη θα δημιουργήσει το ιστορικό μουσικό κίνημα του ρεμπέτικου που χρησιμοποιούσε ως υλικό τις δυτικές νότες, κι έτσι «τα υπόλοιπα ήρθαν νομοτελειακά». Ο εμπλουτισμός από την Τσιτσάνη της αρμονικής γλώσσας του μπουζουκιού και οι συγχορδίες. Η μετεξέλιξή του σε τετράχορδο. Και τέλος η δυνατότητα μεταφοράς του μεταποιημένου υλικού στο πιάνο. Η λύση, για τις νότες που έλειπαν, ήταν η πολιορκία τους, το κατά τον Χατζιδάκι «παιχνίδι με τα ημιτόνια». Το ίδιο πράγμα έκανε και το μπλουζ όταν κατέφευγε στις περίφημες «μπλε» νότες του, αλλά το ρεμπέτικο είχε βάση αρκετά πλουσιότερη. Ο Μάρκος ήταν αυτός που συγκέρασε την κλίμακα και υπέγραψε τη μεγάλη μετάβαση, και συγχρόνως το μέγα τέλος. Το ίδιο είχε κάνει κάποτε ο Μπαχ, υπογράφοντας κι εκείνος το τέλος του μπαρόκ. Να γιατί ο «παρατραβηγμένος» παραλληλισμός τους, που ο Χατζιδάκις είχε αποτολμήσει στη διάλεξή του για το ρεμπέτικο, δεν ήταν τελικά παραδοξολογία. «Όργανα από όλα τα μήκη και τα πλάτη, ακριβοί κλασικοί ήχοι σε πρωτοφανέρωτες λεπταίσθητες αποχρώσεις και συνδυασμούς, μπουζούκια αδελφωμένα με μαντολίνα, ο Ζαμπέτας, το σαντούρι του Τάσου Διακογιώργη στο Αμέρικα Αμέρικα. «Τρελές» αντιστίξεις με τροπικές μαγγανείες, που μεταμόρφωναν κάθε σειρά από 3-4 νότες σε πολύτιμα κοσμήματα. Συγχορδίες στο σημείο όπου ερωτοτροπούν ο Ραβέλ, οι «Έξι», η τζαζ, ο Μπάρτοκ, ο Τσιτσάνης, οι μετατροπίες του Προκόφιεφ και τα πολυφωνικά της Ηπείρου. Αλλά και οι ρυθμοί. Το πιο πολύτιμο προσωπικό κουτί με τα θαύματα του Χατζιδάκι, όπου χώρεσε ατόφια την απέραντη παράδοση, αρχαία και διαχρονική, τη φρόντισε, την πλούτισε. Εδώ ο Στραβίνσκι, εδώ ο Ορφ, εδώ όλα τα Βαλκάνια, εδώ ο εαυτός του. Αλήθεια, συχνά μιλάμε για τις μαγικές μελωδίες του Χατζιδάκι, ξεχνώντας τους εξαιρετικά ιδιωματικούς και πολύπλευρους «μονούς» ρυθμούς όλων των έργων του και της πιανιστικής Ρυθμολογίας, το στοιχείο εκείνο που αποκαλύπτει συστηματική μελέτη και ευφάνταστη δημιουργική ανάπλαση: καλαματιανά, ζεϊμπέκικα, καρσιλαμάδες, 5, 7, 9, 11, 13, 15. Μας τα χάρισε ή μας τα ξανάμαθε εξ αρχής. Έως και ερωτοτρόπησε με το ροκ, βάζοντας όμως το New York Rock and Roll Ensemble να τραγουδάει, π.χ., τα αρχαία και βαλκάνια 10/8 με συνοδεία μπουζουκιού», γράφει ο Δ. Λέκκας (Επτά Ημέρες-Καθημερινή). Η μουσική του Χατζηδάκι δεν ήταν παραδοσιακή, αλλά τελικά θα απέβαινε αξεδιάλυτη από την παράδοση. Κατάφερε να προσδιορίσει το ελληνικό, να το αναδείξει σε παγκόσμιο, άνοιξε δικό του δρόμο προς την παράδοση και ταυτόχρονα παρότρυνε τους νέους να πιουν από τα νάματά της και να εκφράζονται «με καλαματιανό και τσάμικο» (συνέντευξη στην Όλγα Μπακομάρου, περιοδικά Γυναίκα, τέλη δεκαετίας '60). Ο Χατζιδάκις δίδαξε το σπάσιμο των στεγανών σ' έναν κόσμο αναρχικά και κοινωνικά ευαίσθητο όπου δεν υπάρχει μεγάλο και μικρό, σπουδαιοφανές και ταπεινό, έντεχνο και λαϊκό, παρά μόνο ωραίο και άσχημο, σε έναν ορίζοντα αταξικό, ακομπλεξάριστο, ελεύθερο, φιλέρευνο. «Στρατιές οι επίγονοί του», γράφει ο Λέκκας, «κι αυτό που δεν αναφέρεται ποτέ είναι πως ο πρώτος επίγονος του είναι στ' αλήθεια ο Μίκης Θεοδωράκης, δημιουργός ενός άλλου παράλληλου μουσικού σύμπαντος. Τους έχουμε συνηθίσει μαζί, συνομήλικους, ανταγωνιστές και αχώριστους, ισάξιους, μεγάλους. Όμως, όταν ο Μίκης γύρισε από το Παρίσι, βρήκε ήδη διαμορφωμένα όσα ο Μάνος σμίλευε πάνω από δέκα χρόνια. Αν δεν είχαν υπάρξει ο Μάνος και ο ομογάλακτος του Αργύρης Κουνάδης, ο Μίκης δεν θα είχε ίσως επιστρέψει το '60 με τον Επιτάφιο». Ο Μάνος Χατζηδάκις ευτύχησε να γίνει εν ζωή κλασικός, όχι στενά μουσικά, αλλά στον ακέραιο χώρο που εκείνος διάλεξε και σχημάτισε. ΓΧΠ
http://artinews.gr/%CE%BF-%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%AF%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%BC%CE%AC%CE%BD%CE%BF%CF%82-%CF%87%CE%B1%CF%84%CE%B6%CE%B9%CE%B4%CE%AC%CE%BA%CE%B9%CF%82?fbclid=IwAR20LXIZPNpPcyEKscqSaahGVDmrlgnqUfivW32GF4iNFDKwMZOxbsRqvAY
ποιητών, σχεδόν οποιουδήποτε κειμένου. Και το ερώτημα που ταλανίζει την παρέα είναι: υπό ποιες προϋποθέσεις ένα κείμενο είναι ένα πιθανό τραγούδι; Ο Χατζιδάκις διατείνεται ότι ακόμη και μια είδηση σωστά διατυπωμένη μπορεί να γίνει τραγούδι και δεν ειρωνεύεται: «Μια φορά» λέει «είχα διαβάσει σε μια εφημερίδα ότι μια γυναίκα μεγάλης ηλικίας στο Μιλάνο, όντας ολομόναχη, δεν ήθελε να ζήσει άλλο. Πήγε λοιπόν στην εκκλησία και προσευχήθηκε στην Παναγία να την πάρει. Την άλλη μέρα τη βρήκαν νεκρή. Αυτό είναι περισσότερο τραγούδι παρά είδηση...». Την εποχή που το πρόβλημα της μοναξιάς δεν είχε ακόμη αναδυθεί με τη σημερινή ένταση, το έβλεπε ίσως μόνο ο Μάνος Χατζιδάκις κι εκείνοι που με κόστος την γελοιοποίηση κραύγαζαν επί ματαίω πως «εκτός από τον ιμπεριαλισμό υπάρχει και η μοναξιά». Όχι πως δεν υπήρχε και τότε η μοναξιά, αλλά ο συσχετισμός δύναμης των πολιτιστικών απόψεων όπως και των πολιτικών ήταν εις βάρος του Χατζιδάκι. Τότε κυριαρχούσε η άρση, το επικό τραγούδι και ο γερμανικός (με την εγελιανή έννοια) ρομαντισμός. Το αποκλεισμένο άλλο μισό της Ελλάδας έμπαινε στην κεντρική σκηνή με τα τραγούδια του, τα ήθη και γενικότερα την κουλτούρα του. Ο Μάνος Χατζιδάκις έπρεπε να περιμένει εκ νέου τη δική του ώρα, εκείνη που τα νερά της θάλασσας ησυχάζουν, τα κομμάτια της ψυχής ανασυντίθενται, οι καρίνες καθαρίζονται, ο συσχετισμός των αισθημάτων αλλάζει και όλα είναι έτοιμα για την επόμενη θαλασσοταραχή. Περιέργως πως τα τραγούδια του Χατζιδάκι έχουν καταχωρισθεί ως εσωτερικού χώρου, ως μουσική δωματίου, δηλαδή κατ’ εξοχήν ερωτικά, ενώ του Θεοδωράκη ως.... εξωτερικού χώρου (του «δρόμου»)! Δεν είναι τυχαίο ότι τα καταπληκτικά ερωτικά τραγούδια του Μίκη είναι εντελώς αγνοημένα, όπως και τα «μαρς» του Χατζιδάκι. Μια εξήγηση είναι το γεγονός πως το καλύτερο έργο του Χατζιδάκι είναι ο «Μεγάλος Ερωτικός», ενώ του Θεοδωράκη το Άξιον Εστί -Ο Χατζιδάκις επιμένει πως είναι ο «Επιτάφιος»- κι έτσι και οι δύο κατατάχτηκαν με βάση την αιχμή του δόρατος του έργου τους καθώς και με την πολιτική τους στάση και τοποθέτηση. Αλλά ποια ήταν η πολιτική θέση του Χατζιδάκι; Ποια γνώμη είχε για τα πολιτικά κόμματα και την άποψή τους για τον πολιτισμό; Ιδού πως απαντάει ο ίδιος: «... εμείς δεν είμαστε υποχρεωμένοι να δεχτούμε τις απόψεις και το γούστο περί τέχνης, αυτά που πάνε να ισχύσουν βάσει της πολιτικής του τάδε κόμματος -ας λέμε των κομμάτων. Διότι αποδείχτηκε ότι δεν είναι έργο ενός κόμματος. Σήμερα τα πραγματοποιεί το ΠΑΣΟΚ επειδή είναι κυβέρνηση. Αργότερα θα μπορούσαν να τα πραγματοποιήσουν η ΝΔ ή το ΚΚΕ, αν ήταν κυβέρνηση. Δεν πιστεύω ότι θα υπήρχε καμία κυβέρνηση που θα ευαισθητοποιούσε τον κόσμο γιατί, μόλις ο κόσμος ευαισθητοποιηθεί, θα θελήσει να απαλλαγεί από την κυβέρνησή του-την οποιαδήποτε κυβέρνησή του» («Τέταρτο», Σεπτέμβριος 1985). Ο Μουσικός Μάνος «Καταβολές, παιδεία, ιδιότυπο ακριβό γούστο: ιδού τα συστατικά στοιχεία του μουσικού σύμπαντος που μας έφτιαξε και μας χάρισε ο Μάνος Χατζιδάκις. Αλλά ποιες καταβολές; Τι συγκροτεί την προσωπική του μουσική «παράδοση»; Ένας νέος άνθρωπος που μεγαλώνει και ωριμάζει στον ελλαδικό μεσοπόλεμο είναι μοιραίο να έχει εκτεθεί ακουστικά στο ντόπιο πολυσχιδές αμάλγαμα της δημοτικής μουσικής, στο βυζαντινό μέλος, στις καντάδες, στα αστικά ακούσματα της οπερέτας, στις μπάντες, στους συρμούς του ευρωαμερικάνικου ελαφρού τραγουδιού. Η ωδειακή παιδεία θα προσθέσει τους κλασικούς με τα έργα για μεγάλα σύνολα, τη μουσική δωματίου, το πιάνο που ο νεαρός σπουδαστής μαθαίνει, την «εθνική» σχολή, τον ιλιγγιώδη κόσμο της νέας έντεχνης δημιουργίας του 20ου αιώνα». Έτσι, περιγράφει ο συνθέτης Δημήτρης Λέκκας τη μουσική σκευή του Μάνου Χατζηδάκι. Μια σκευή που προσλήφθηκε και δημιουργήθηκε με κριτικό τρόπο καθώς στα μάτια του η δημοτική μουσική καταντούσε «ύποπτο εθνοκεντρικό όργανο στα χέρια στρατοκρατών και δικτατόρων, η βυζαντινή ήταν κλεισμένη στις εκκλησίες και συχνά ανεμιζόταν ως λάβαρο στα χείλη μίζερων θρησκόληπτων μικροαστών, οι καντάδες μπορούσαν να είναι εκνευριστικά γλυκανάλατες, τα αστικά ακούσματα ήταν πολλές φορές ξένο σώμα, η κλασική μουσική ήταν αποκομμένη στον ελεφάντινο πύργο της και η «εθνική» σχολή ήταν αφόρητα «ελάσσων»». Το μεγάλο όμως πρόβλημα του Μάνου Χατζηδάκι η αναζήτηση του προσώπου του Έλληνα, των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του ελληνικού λαού που χάνονταν στα πάθη και τα μίση του εθνικού διχασμού, τη λαίλαπα της μικρασιατικής καταστροφής, τη σφοδρή μάχη του παλιού με το νέο, τις ιδιότυπες «ταξικές» αντιθέσεις, έναν χαλαρό συνεκτικό κοινωνικό ιστό, όπου οι γέφυρες επικοινωνίας έμεναν πάντα ανολοκλήρωτες όπως η γέφυρα της Αβινιόν. Το ίδιο ατελείς παρέμεναν και οι καλλιτεχνικές εκφράσεις. Τα «κλειδιά» για την άρση αυτών των αντιθέσεων και των αντιφάσεων εντέλει βρέθηκαν πρώτα στην τέχνη και ακολούθως και με πολύ μεγάλη καθυστέρηση και στην πολιτική. Ο Χατζιδάκις θα συναντηθεί με τον Γκάτσο και τον Τσαρούχη, που είχαν βρει τα πιο ειδικά κλειδιά της επαφής με τον κόσμο της παράδοσης, πέρα κι έξω από γραφικότητες και λαογραφίες. «Τα όνειρα του Γκάτσου» λέει ο Λέκκας «είχαν αναδυθεί μέσα από τη δημοτική ποίηση, τις Γραφές, τον Μακρυγιάννη. Ο Τσαρούχης είχε ήδη σκανδαλίσει με την έκδηλα λαϊκόστροφη, άκρως απελευθερωμένη και συνάμα λόγια θεματογραφία και τεχνοτροπία του. Τα δικά του κλειδιά τα είχε πάρει από τον Θεόφιλο και τη ζωντανή λαϊκή ζωγραφική/ δρώμενο των Σπαθάρηδων. Ο Χατζιδάκις δεν χρειάστηκε να ψάξει και πολύ για να βρει το δικό του ανάλογο κλειδί». Αυτό βρέθηκε στο ρεμπέτικο τραγούδι και δη το πειραιώτικο. Η έκφραση του παραδοσιακού βιώματος μέσα από τα μπουζούκια, όργανα τονισμένα στις συγκεκραμένες κλίμακες, κυρίως από τον Μάρκο Βαμβακάρη θα δημιουργήσει το ιστορικό μουσικό κίνημα του ρεμπέτικου που χρησιμοποιούσε ως υλικό τις δυτικές νότες, κι έτσι «τα υπόλοιπα ήρθαν νομοτελειακά». Ο εμπλουτισμός από την Τσιτσάνη της αρμονικής γλώσσας του μπουζουκιού και οι συγχορδίες. Η μετεξέλιξή του σε τετράχορδο. Και τέλος η δυνατότητα μεταφοράς του μεταποιημένου υλικού στο πιάνο. Η λύση, για τις νότες που έλειπαν, ήταν η πολιορκία τους, το κατά τον Χατζιδάκι «παιχνίδι με τα ημιτόνια». Το ίδιο πράγμα έκανε και το μπλουζ όταν κατέφευγε στις περίφημες «μπλε» νότες του, αλλά το ρεμπέτικο είχε βάση αρκετά πλουσιότερη. Ο Μάρκος ήταν αυτός που συγκέρασε την κλίμακα και υπέγραψε τη μεγάλη μετάβαση, και συγχρόνως το μέγα τέλος. Το ίδιο είχε κάνει κάποτε ο Μπαχ, υπογράφοντας κι εκείνος το τέλος του μπαρόκ. Να γιατί ο «παρατραβηγμένος» παραλληλισμός τους, που ο Χατζιδάκις είχε αποτολμήσει στη διάλεξή του για το ρεμπέτικο, δεν ήταν τελικά παραδοξολογία. «Όργανα από όλα τα μήκη και τα πλάτη, ακριβοί κλασικοί ήχοι σε πρωτοφανέρωτες λεπταίσθητες αποχρώσεις και συνδυασμούς, μπουζούκια αδελφωμένα με μαντολίνα, ο Ζαμπέτας, το σαντούρι του Τάσου Διακογιώργη στο Αμέρικα Αμέρικα. «Τρελές» αντιστίξεις με τροπικές μαγγανείες, που μεταμόρφωναν κάθε σειρά από 3-4 νότες σε πολύτιμα κοσμήματα. Συγχορδίες στο σημείο όπου ερωτοτροπούν ο Ραβέλ, οι «Έξι», η τζαζ, ο Μπάρτοκ, ο Τσιτσάνης, οι μετατροπίες του Προκόφιεφ και τα πολυφωνικά της Ηπείρου. Αλλά και οι ρυθμοί. Το πιο πολύτιμο προσωπικό κουτί με τα θαύματα του Χατζιδάκι, όπου χώρεσε ατόφια την απέραντη παράδοση, αρχαία και διαχρονική, τη φρόντισε, την πλούτισε. Εδώ ο Στραβίνσκι, εδώ ο Ορφ, εδώ όλα τα Βαλκάνια, εδώ ο εαυτός του. Αλήθεια, συχνά μιλάμε για τις μαγικές μελωδίες του Χατζιδάκι, ξεχνώντας τους εξαιρετικά ιδιωματικούς και πολύπλευρους «μονούς» ρυθμούς όλων των έργων του και της πιανιστικής Ρυθμολογίας, το στοιχείο εκείνο που αποκαλύπτει συστηματική μελέτη και ευφάνταστη δημιουργική ανάπλαση: καλαματιανά, ζεϊμπέκικα, καρσιλαμάδες, 5, 7, 9, 11, 13, 15. Μας τα χάρισε ή μας τα ξανάμαθε εξ αρχής. Έως και ερωτοτρόπησε με το ροκ, βάζοντας όμως το New York Rock and Roll Ensemble να τραγουδάει, π.χ., τα αρχαία και βαλκάνια 10/8 με συνοδεία μπουζουκιού», γράφει ο Δ. Λέκκας (Επτά Ημέρες-Καθημερινή). Η μουσική του Χατζηδάκι δεν ήταν παραδοσιακή, αλλά τελικά θα απέβαινε αξεδιάλυτη από την παράδοση. Κατάφερε να προσδιορίσει το ελληνικό, να το αναδείξει σε παγκόσμιο, άνοιξε δικό του δρόμο προς την παράδοση και ταυτόχρονα παρότρυνε τους νέους να πιουν από τα νάματά της και να εκφράζονται «με καλαματιανό και τσάμικο» (συνέντευξη στην Όλγα Μπακομάρου, περιοδικά Γυναίκα, τέλη δεκαετίας '60). Ο Χατζιδάκις δίδαξε το σπάσιμο των στεγανών σ' έναν κόσμο αναρχικά και κοινωνικά ευαίσθητο όπου δεν υπάρχει μεγάλο και μικρό, σπουδαιοφανές και ταπεινό, έντεχνο και λαϊκό, παρά μόνο ωραίο και άσχημο, σε έναν ορίζοντα αταξικό, ακομπλεξάριστο, ελεύθερο, φιλέρευνο. «Στρατιές οι επίγονοί του», γράφει ο Λέκκας, «κι αυτό που δεν αναφέρεται ποτέ είναι πως ο πρώτος επίγονος του είναι στ' αλήθεια ο Μίκης Θεοδωράκης, δημιουργός ενός άλλου παράλληλου μουσικού σύμπαντος. Τους έχουμε συνηθίσει μαζί, συνομήλικους, ανταγωνιστές και αχώριστους, ισάξιους, μεγάλους. Όμως, όταν ο Μίκης γύρισε από το Παρίσι, βρήκε ήδη διαμορφωμένα όσα ο Μάνος σμίλευε πάνω από δέκα χρόνια. Αν δεν είχαν υπάρξει ο Μάνος και ο ομογάλακτος του Αργύρης Κουνάδης, ο Μίκης δεν θα είχε ίσως επιστρέψει το '60 με τον Επιτάφιο». Ο Μάνος Χατζηδάκις ευτύχησε να γίνει εν ζωή κλασικός, όχι στενά μουσικά, αλλά στον ακέραιο χώρο που εκείνος διάλεξε και σχημάτισε. ΓΧΠ
http://artinews.gr/%CE%BF-%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%AF%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%BC%CE%AC%CE%BD%CE%BF%CF%82-%CF%87%CE%B1%CF%84%CE%B6%CE%B9%CE%B4%CE%AC%CE%BA%CE%B9%CF%82?fbclid=IwAR20LXIZPNpPcyEKscqSaahGVDmrlgnqUfivW32GF4iNFDKwMZOxbsRqvAY
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου