21.6.19

«Η Καβάλα του Διαμαντή Αξιώτη» του Σπύρου Κιοσσέ

Σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι.
Το 1985, στον Πρόλογο που συνέταξε για την Ανθολογία Μεταπολεμικής Πεζογραφίας, όπου ανθολογούνται πεζογράφοι Καβαλιώτες (ή πολιτογραφημένοι συγγραφικά ως Καβαλιώτες), παρατηρούσε ο Διαμαντής Αξιώτης: «Η πόλη αυτή, φορτωμένη ιστορικές μνήμες, γέννησε κι έθρεψε, ή σ’ άλλες περιπτώσεις φιλοξένησε για αρκετό και δημιουργικό χρονικό διάστημα, αξιόλογους πνευματικούς ανθρώπους, που όμως δεν κατάφερε να κρατήσει κοντά της. Αποψιλωμένη σήμερα από ποιητές και πεζογράφους περισσότερο, παρακολουθεί από μακρυά την ανοδική τους πορεία και καταξίωση σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Η παλιά και μόνιμη κατάρα της επαρχίας».[1]

Τρεις δεκαετίες περίπου μετά, η επιλογή από τον Δ. Αξιώτη της Καβάλας ως τόπου μόνιμης διαμονής και ταυτόχρονα λογοτεχνικής εμμονής θα μπορούσε εύλογα να ερμηνευτεί ως ένα δραστικό «ξόρκι» στην κατάρα αυτή.
«Θα σε υποδεχθώ από την πλευρά της θάλασσας. Να σου δείξω την πόλη μου, ριζωμένη επάνω στον κεκλιμένο βράχο από γρανίτη, σε σχήμα αμυγδάλου. Ή κεφαλής αλόγου, κατά τη ρήση των παλαιών περιηγητών. Όταν ξεπέζευαν εδώ για να ξεδιψάσουν και να καταλύσουν στα εκτός των τειχών χάνια, πριν συνεχίσουν την πορεία τους προς ανατολάς. Έτσι, διακόπτοντας την καβάλλα του ταξιδιού τους, ονομάτισαν, χάριν της μεταξύ τους συνεννοήσεως, τον περίκλειστο αυτόν τόπο, αγνοώντας την αρχαία πόλη Σκάβαλα, που τα ερείπιά της κείτονται ακόμη σκεπασμένα στα βορινά υψώματα. Να σου δείξω το δρόμο των Φράγκων, των Λομβαρδών, των Ενετών και των κουρσάρων. Οι Σέρβοι, κι αργότερα οι Βούλγαροι ήρθαν από το Βορρά. Οι Τούρκοι από την Ανατολή. Οι Θάσιοι κατακτητές των μεταλλίων του Παγγαίου και του χρυσού της Σκαπτής Ύλης, αναγκαστικά από το Νότο. Νεάπολις, Χριστούπολις, Καβάλα, εδώ γεννήθηκα». Έτσι ξεκινά να υποδέχεται ο Δ. Αξιώτης τον αναγνώστη της ανθολογίας Καβάλα: Μια πόλη στη λογοτεχνία, όπου επιλέγει κείμενα για την πόλη, που συνέταξαν περιηγητές, ιστορικοί, αρχαιολόγοι, ποιητές και πεζογράφοι ανά τους αιώνες.[2]

Παρόμοια υποδοχή επιφυλάσσει και στους αναγνώστες του αθηναϊκού και τοπικού Τύπου, όπου σε διάφορα δημοσιεύματα κατά καιρούς βρίσκει την ευκαιρία να καταστήσει τους «ξένους» «φιλοξενούμενους» στον τόπο του, μυώντας τους στο φυσικό περιβάλλον, στην ιστορία, στις παραδόσεις, στην αστική τοπογραφία, στην ανθρωπογεωγραφία της περιοχής. Έτσι, ακόμη και όσοι δεν είναι εξοικειωμένοι με τον κύριο όγκο της λογοτεχνικής παραγωγής του Αξιώτη, στην οποία η Καβάλα συναντάται ως σταθερό σημείο αναφοράς, είναι εύκολο να αντιληφθούν τον λώρο γραφής που τον συνδέει με τη γενέθλιο πόλη.
Η ενασχόληση, ωστόσο, αυτή με την πόλη δεν μπορεί να εκληφθεί απλοϊκά ως ένδειξη συγγραφικού ενδημισμού ούτε να θεωρηθεί μια σύγχρονη μορφή αστικής ηθογραφίας. Αν επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε τη συγκεκριμένη επιλογή σε επίπεδο ευρύτερου λογοτεχνικού τρόπου, θα μπορούσαμε ίσως να εντάξουμε το έργο του σε μια τάση της ελληνικής πεζογραφίας που εμφανίζεται ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’70. Σε μια εποπτική θεώρηση της ελληνικής πεζογραφικής παραγωγής μετά το 1974, ο Δημήτρης Τζιόβας διαπιστώνει τρεις μείζονες εξελίξεις: τη μετατόπιση του βλέμματος των πεζογράφων από την Αθήνα σε χώρους πέραν του μητροπολιτικού κέντρου, την αυξητική τάση των συγγραφέων για πολιτισμικές αλληγορίες αντί της ενασχόλησης με πολιτικά ή κοινωνικά ζητήματα, και την έμφαση στην ίδια τη διαδικασία της διαμεσολάβησης αντί της απόπειρας για κάποιου είδους «αυθεντική» αναπαράσταση της εμπειρίας.[3]
Αντίθετα, η εποχή αυτή προσεγγίζεται από τη σκοπιά των σύγχρονων αναζητήσεων της πολιτισμικής και ατομικής ταυτότητας, τόσο του αναγνώστη όσο και του συγγραφέα.
Πρόκειται στην ουσία για τρεις «μετατοπίσεις» σε σχέση με την παραγωγή των προηγούμενων χρόνων: μία χωρική, μία συμβολική και μία αφηγηματ(ολογ)ική. Στην παρούσα προσέγγιση θα δοκιμάσουμε να μιλήσουμε για/με το έργο του Διαμαντή Αξιώτη μέσω της χαρτογράφησης του στίγματός του ως προς τον πρώτο άξονα, τον χωρικό ή τοπογραφικό. Ο άξονας αυτός επηρεάζει καταλυτικά τους άλλους δύο. Κι αυτό γιατί ο χώρος στον οποίο εκτυλίσσεται η αφήγηση στα περισσότερα έργα του συγκεκριμένου συγγραφέα υπερβαίνει την απλή, μηχανιστική του λειτουργία ως αναγκαίου τοπικού υποβάθρου. Αναβιβάζεται από τόπο δράσης σε φορέα δράσης· από στατικό σκηνικό σε ζωντανή σκηνή συγκρούσεως δυνάμεων, και κατά καιρούς σε δρώσα δύναμη που κατευθύνει η ίδια τις κινήσεις της πλοκής. Αναδεικνύεται όμως και σε ρεύμα που εμφυσά τα πανιά της γραφής του Δ. Αξιώτη.
Δεν είναι υπερβολή, λοιπόν, αν υποστηρίξουμε ότι ο Δ. Αξιώτης μέσω της γραφής του επιχειρεί να προσδιορίσει τη σχέση του ίδιου με τον ζωτικό του χώρο ως ατόμου, πολίτη, αλλά και ως δημιουργού. Το γεγονός αυτό είναι εμφανές ακόμη και στα έργα εκείνα στα οποία εμφανίζονται πραγματικά πρόσωπα και ιστορικά γεγονότα. Δεν πρόκειται, ωστόσο, για ιστορικά μυθιστορήματα, όπως έχουν χαρακτηριστεί, καταχρηστικά κατά τη γνώμη μου, Το ελάχιστον της ζωής του (Κέδρος, 1999) και Πλωτές γυναίκες (Κέδρος, 2002). Τουλάχιστον όχι με την καθιερωμένη, συμβατική χρήση του ειδολογικού αυτού προσδιορισμού. Ούτε το πρώτο του μυθιστόρημα αποτελεί καταρχήν μυθιστορηματική βιογραφία του Μωχάμετ Άλη ούτε το πρόσφατα επανεκδοθέν Πλωτές γυναίκες (Κάπα Εκδοτική, 2017) συνιστά μια ανασύσταση της ιστορίας της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ζωής της Καβάλας κατά τον 20ό αιώνα. Δεν αναφερόμαστε, βέβαια, σε ζητήματα πιστότητας της αναπαραστατικής διαδικασίας. Ο Δ. Αξιώτης ανασυνθέτει με απόλυτη αληθοφάνεια μια ζωντανή εικόνα της εποχής που επιλέγει ως μυθοπλαστικό χρόνο. Μέσα από το αφηγηματικό καλειδοσκόπιό του ζωντανεύει μια ολόκληρη εποχή, αλλά και η πόλη. Από τις σελίδες των βιβλίων ξεπετάγονται με απίστευτη ενάργεια οι δρόμοι της Καβάλας, τα κτίρια, το φυσικό και το αστικό τοπίο και ταυτόχρονα όλη η κοινωνική, πολιτική, πνευματική και πολιτισμική περιρρέουσα ατμόσφαιρα του τόπου. Επιπλέον, όπως επεσήμανε πρόσφατα ο Β. Χατζηβασιλείου, η μικρογραφία της Καβάλας (storia patria) γίνεται «αναπόσπαστο κομμάτι της ελληνικής μοίρας».[4]
Η αποτύπωση των γεγονότων δεν είναι μόνο απολύτως πιστή στις λεπτομέρειές τους· είναι και πειστική στις απαραίτητες συμπληρώσεις των λεπτομερειών αυτών από τη δημιουργική φαντασία του συγγραφέα, με την αξιοποίηση στοιχείων από ιστορικές μαρτυρίες, ντοκουμέντα, παραδόσεις κ.λπ. Ταυτόχρονα, ο Δ. Αξιώτης υφαίνει με μεγάλη μαστοριά έναν διακειμενικό ιστό, με τον οποίο συνδέει την αφήγησή του με άλλα λογοτεχνικά και ιστορικά κείμενα: από τον Όμηρο και τη Βίβλο μέχρι την Αλεξιάδα της Άννας Κομνηνής, το Κοράνι, έργα του Γκαίτε, του Τσέχοφ, ξένων περιηγητών, αλλά και σύγχρονων Ελλήνων λογοτεχνών, όπως, ενδεικτικά, του Γιώργου Χειμωνά και του Ντίνου Χριστιανόπουλου.
Ωστόσο, ο προσεκτικός αναγνώστης του έργου του αντιλαμβάνεται ότι πρόθεση του συγγραφέα δεν είναι η πιστή ανασύσταση της εκάστοτε εποχής. Αντίθετα, η εποχή αυτή προσεγγίζεται από τη σκοπιά των σύγχρονων αναζητήσεων της πολιτισμικής και ατομικής ταυτότητας, τόσο του αναγνώστη όσο και του συγγραφέα. Ο Δ. Αξιώτης ανοίγει έναν διάλογο με το παρελθόν, αναζητώντας μια βαθύτερη και πληρέστερη κατανόηση του παρόντος, κι αυτό διότι προκρίνει απαραίτητη τη χρονική και μυθοπλαστική αποστασιοποίηση. Επιτυγχάνει όμως ταυτόχρονα να μην παρασύρεται από το ρεύμα της Ιστορίας/ιστορίας των έργων του, καθώς πατά γερά στο σήμερα, στους δρόμους της πόλης. Η πόλη έτσι αναδεικνύεται σε αφορμή και αφόρμηση, μέσω αυτού του μυθοπλαστικού διαλόγου με το παρελθόν της, για την κατανόηση του εαυτού. Με αυτή την έννοια, η «αλήθεια» στην οποία στοχεύει μέσα από τη δημιουργική μυθοπλασία είναι πολύ πιο «αυθεντική» και σημαντική. Η εντύπωση της ιστορικής «αντικειμενικότητας» καθίσταται, έτσι, απλά προσχηματική, για να προσελκύσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη· αυτό που μετράει είναι η συναισθητική βίωση της υποκειμενικότητας. Τα ιστορικά γεγονότα φιλτράρονται μέσα από την υποκειμενική οπτική τόσο των μυθοπλαστικών ηρώων όσο και του ίδιου του συγγραφέα. Παρουσιάζονται όχι ως απλό, έξωθεν καταγεγραμμένο «γεγονός», αλλά ως πλαισιωμένο βίωμα.
Διαβάζουμε στην αρχή του μυθιστορήματος Το ελάχιστον της ζωής του: «Εκείνος ο ευφάνταστος, ο κατ’ ιδιότροπον δόκησιν σκεπτόμενος, κάτοικος της Καβάλας, ταξίδευε μπρος πίσω μέσα στο χρόνο, πλάθοντας όπως ήθελε αυτό το όνειρο. Γνώριζε πως το παρελθόν δεν αλλάζει, αλλοιώνεται ίσως. Γι’ αυτό ανέπτυσσε μια μαγική μυθοπλασία, χωρίς να νοιάζεται αν έχει νόημα η εξιστόρησή της. Πίστευε πως θ’ ακούγεται ευχάριστα, κι αυτό του αρκούσε. Προσπαθούσε να απηχεί ιστορικά γεγονότα και θρησκευτικές αντιλήψεις. Ήξερε πως δεν είναι δυνατόν ο νεαρός ήρωάς του να ισορροπεί πραγματικά επάνω σε τούτο το σχοινί. Είχε όμως την πεποίθηση πως όσα, μικρά ή μεγάλα, τον περιέβαλλαν θα μπορούσαν να είναι αληθινά και να ληφθούν σαν αυθεντικές στιγμές της ζωής του. Γι’ αυτό στο τέλος, τίποτε σπουδαίο, συλλογιζόταν, εάν αυτά τα πρόσωπα, και οι πράξεις τους, αποδειχθούν κάποτε φανταστικά. Καβάλα, Απρίλιος 1998»
Η πόλη έτσι αναδεικνύεται σε αφορμή και αφόρμηση, μέσω αυτού του μυθοπλαστικού διαλόγου με το παρελθόν της, για την κατανόηση του εαυτού.
Η έμφαση, όπως κατανοούμε, δίνεται προγραμματικά όχι στην ίδια την ιστορική «αλήθεια», αλλά στη «δυνητική» αλήθεια· σε αυτά που θα «μπορούσαν να είναι αληθινά και να ληφθούν σαν αυθεντικές στιγμές». Το μυαλό του αναγνώστη δεν μπορεί παρά να ανατρέξει στην περίφημη αριστοτελική διατύπωση για τον στόχο και τη λειτουργία της λογοτεχνίας: έργο του ποιητή δεν είναι να λέει αυτά που έχουν γίνει, αλλά όσα μπορούν να γίνουν, κατά το πιθανό ή το αναγκαίο. Και σ’ αυτό ακριβώς έγκειται η διαφορά ανάμεσα στον ιστορικό και στον ποιητή: ο ιστορικός λέγει αυτά που έγιναν, ενώ ο ποιητής αυτά που μπορούν να γίνουν. Ο Δ. Αξιώτης στρατεύεται ρητά ως ποιητής.
Το παραπάνω απόσπασμα από το μυθιστόρημα Το ελάχιστον της ζωής του συνιστά ένα είδος συγγραφικής και αναγνωστικής σύμβασης, που προηγείται της αρχής της αφήγησης, προσανατολίζοντας τη στόχευση, την ερμηνεία και τον ρυθμό της, τόσο σε αυτό όσο και ευρύτερα σε μεγάλο μέρος της παραγωγής του Αξιώτη. Στο ίδιο έργο, η αφηγηματική πλαισίωση ολοκληρώνεται με άλλο ένα σχόλιο εις εαυτόν, ή μάλλον περί (συγγραφικόν) εαυτόν:
«Εκείνος ο ευφάνταστος, ο κατ’ ιδιότροπον δόκησιν σκεπτόμενος, κάτοικος της Καβάλας βλέπει τόσες φορές την ίδια εικόνα, συμμετέχοντας με ευχαρίστηση στη φαντασίωσή του: Όταν η μέρα συρρικνώνεται το χειμώνα, ο ήλιος βγαίνει ανάμεσα από τα λιγνά πόδια του αλόγου και φωτίζει την ανατολική πλευρά του συμπλέγματος. Αργοπορεί στην κεφαλή του αυτοκράτορα, προσδίδοντας με τη λάμψη του την εντύπωση χριστιανικού φωτοστέφανου. Το φεγγάρι, συχνότερα αυτό, στέκεται καρφωμένο στο σηκωμένο χέρι με την κυρτή σπάθα, κλείνοντας έτσι την καμπύλη της ορμής του. Το άγαλμα του ευεργέτη στο πράσινο φαρμάκι του χρόνου. Του Μωχάμετ Άλη, του Μουχαμάντ Αλή, του Μεχμέτ Αλή πασά. Γυρίζει βόρεια και η μεγάλη πλατεία περιστρέφεται δυόμιση αιώνες πίσω, με την ράχιν προς την γην. Ακούει το κλάμα εκείνου του νεογέννητου και δυσπιστεί. Αναρωτιέται αν γεννήθηκε άραγε εδώ ο ιδρυτής της αιγυπτιακής δυναστείας. Αν σε τούτο το βακούφικο αρχοντικό κατοικούσε εκείνος ο κατώτερος υπάλληλος, υδρονόμος Ιμπραήμ αγάς, ο πατέρας του. Ανεβαίνει τα σκαλιά, στέκεται μπροστά από τη δίφυλλη θύρα και διαβάζει την τρίγλωσση επιγραφή. Μπαίνει στο αρσενικό σελαμλίκ και ανασαίνει τη μεθυστική από καιόμενο χαρμάνι καπνού και οπίου. Εισχωρεί στο χαρέμι των γυναικών και αφουγκράζεται το θρόισμα των αραχνοΰφαντων υφασμάτων πίσω από επιχρισμένους μπαγδαδοπήχεις. Αισθάνεται δεκάδες μάτια να τον παρατηρούν ανάμεσα από περίτεχνα καφασωτά.
»– Δεν ξέρω τίποτε, ομολογεί, δεν τον γνώρισα, κι αρχίζει να παρατηρεί γύρω του.
»Η βρύση, η μαρμάρινη γούρνα. Το χαγιάτι, η σειρά των ξύλινων κιόνων με τα σιγμοειδή επιθήματα. Το ξύλινο περιστρεφόμενο κουτί των φαγητών, και οι γυναίκες προφυλαγμένες από τα μάτια των ανδρών. Ο οντάς. Τα παράθυρα με τα σκούρα σκεπάσματα, τα καφασωτά. Τα τζάκια, οι σοφάδες, οι μεσάνδρες, οι γωνίες των σαχνισιών. Το λουτρό.
»– Δεν ξέρω τίποτε για εκείνον, παραδέχεται».
Με τη φράση αυτή ολοκληρώνεται ο κύκλος της αφήγησης: «Δεν ξέρω τίποτε». Είναι άραγε ειλικρινής παραδοχή της άγνοιας του γράφοντος για τον γραφόμενο; Ίσως η άγνοιά του να αφορά το ίδιο το ιστορικό πρόσωπο του ήρωα: δεν τον γνωρίζει ως ιστορική προσωπικότητα, αλλά ως μυθοπλαστικό κατασκεύασμα. Η μόνη γνώση στην οποία έφτασε είναι η γνώση της ανθρώπινης κατάστασης. Κι αυτή, φυσικά, δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητη ούτε για τον συγγραφέα ούτε για τον αναγνώστη. Ίσως η παραδοχή αυτή του γράφοντος να παραπέμπει, εντέλει, σε μια «άγνοια» νοτισμένη από τη σωκρατική ειρωνεία.
Καθίσταται, νομίζω, εμφανές από τα παραπάνω ότι πέρα από τη χωρική μετατόπιση από το κέντρο στην επαρχία ως μυθοπλαστικό τόπο, τα συγκεκριμένα έργα του Δ. Αξιώτη μπορούν να καταλεχθούν μεταξύ εκείνων της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας, όπως της Γαλανάκη, του Γκουρογιάννη, του Δημητρίου, της Δούκα κ.ά., στα οποία οι πολιτικές και ιστορικές αλληγορίες υποχωρούν αισθητά έναντι των πολιτισμικών. Όπως παρατηρεί ο Δημήτρης Τζιόβας, «αυτοί οι συγγραφείς δεν επισκέπτονται το παρελθόν για να αποκαταστήσουν την αυθεντικότητά του ή να δικαιώσουν κάποια άποψη, όσο για να δώσουν στις αφηγήσεις τους τη μορφή εθνογραφικών αναζητήσεων στο μέχρι τώρα αποσιωπημένο παρελθόν (οθωμανικό και βαλκανικό) παρά ιστορικών ανασυνθέσεων, διερευνώντας τη σημασία των διχασμένων κόσμων και των χωρισμένων οικογενειών, τον αντίκτυπο στην ατομική ταυτότητα του πολιτισμικού συγκρητισμού και της πολιτικής καταπίεσης ή τη σημασία της υπέρβασης εθνοτικών, γλωσσικών και πολιτισμικών ορίων».[5]
Τα έργα αυτά του Δ. Αξιώτη συνιστούν, έτσι, μεταφορές, στη διττή έννοια του όρου: μεταφέρουν χρονικά ατομικούς και συλλογικούς προβληματισμούς σε άλλη εποχή και, ταυτόχρονα, συνιστούν αφηγηματική και πολιτισμική μεταφορά. Η αλληγορική αυτή πτυχή της αφήγησης του Δ. Αξιώτη εγγράφει τα προαναφερθέντα μυθιστορήματα στο πλαίσιο μιας ευρύτερης αναζήτησης του εαυτού σε σχέση με τον χρόνο και τον τόπο του, ή μάλλον στη συγχώνευσή τους στον, κατά Μπαχτίν, «χρονότοπο». Όπως ορίζεται από τον Ρώσο θεωρητικό, η έννοια του χρονότοπου αναφέρεται στην «εγγενή σύνδεση των χρονικών και χωρικών σχέσεων που εκφράζονται καλλιτεχνικά στη λογοτεχνία», με τον χώρο να εκλαμβάνεται ως μια «τέταρτη διάσταση» του χώρου.[6] Ο χρονότοπος της Καβάλας, έτσι, στις τέσσερις αυτές διαστάσεις της, καθίσταται σε ειδολογικό μοτίβο της πεζογραφικής παραγωγής του Δ. Αξιώτη.
Και σ’ αυτό ακριβώς έγκειται η διαφορά ανάμεσα στον ιστορικό και στον ποιητή: ο ιστορικός λέγει αυτά που έγιναν, ενώ ο ποιητής αυτά που μπορούν να γίνουν. Ο Δ. Αξιώτης στρατεύεται ρητά ως ποιητής.
Το ότι ο συγγραφέας δεν περιορίζεται σε μια προσπάθεια αναπαράστασης του παρελθόντος διαπιστώνεται, εξάλλου, στις «Σημειώσεις» που παρατίθενται στα δύο μυθιστορήματα που προαναφέραμε. Εκεί αποκαλύπτονται κάποιες από τις, περισσότερο ή λιγότερο εμφανείς στον αναγνώστη, διακειμενικές αναφορές ή υπαινιγμοί στο κυρίως σώμα της αφήγησης. Αυτό όμως δεν γίνεται, κατά την άποψή μου, σε μια προσπάθεια ενίσχυσης της «αυθεντικότητας» της αφήγησης αυτής. Το αντίθετο· η παράθεση αποκαλύπτει μάλλον τα συστατικά της μυθοπλαστικής σύνθεσης, τα εργαλεία –ή τουλάχιστον κάποια από τα εργαλεία και τα μέσα– του δημιουργού. Δεν τεκμηριώνει, έτσι, την ιστορική αξιοπιστία της αφήγησης αλλά παραπέμπει, αντίθετα, κι ίσως με κάποια μικρή δόση ειρωνείας, στην «τεχνητότητα» της κατασκευής της.[6]
Εν γένει, ο Δ. Αξιώτης μελετά την ιστορία της πόλης και των κατοίκων της γράφοντας και συλλέγοντας κείμενα άλλων γι’ αυτή, λογοτεχνικά, ιστορικά, αρχειακά, προφορικά, ενώ ταυτόχρονα την ανασυνθέτει. Ψηλαφεί το σώμα της, τις καμπύλες και τις ουλές της. Χαϊδεύει με αγάπη τις ρυτίδες της. Επιχειρεί να ανιχνεύσει τα κρυμμένα μυστικά της, να αναδείξει τόσο λαμπρές όσο και αμήχανες στιγμές της. Να τη μετρήσει μέσα από τα μάτια των κατοίκων όπως και των μετοίκων της. Να δοκιμάσει τα αντανακλαστικά της στη σχέση της με άλλους πολιτισμούς, αξίες, θρησκείες και νοοτροπίες. Να νιώσει τους κραδασμούς που επέφεραν περίοδοι κρίσης και μαρασμού και να ελέγξει τις αντοχές της. Να αποτυπώσει τις συνηχήσεις της ιστορίας της στους τοίχους και στους δρόμους τους σύγχρονους, προ(σ)καλώντας τον αναγνώστη να τις λάβει υπόψη του στη συγκαιρινή πορεία ζωής του στους ίδιους δρόμους. Ο συγγραφέας περιγράφει την πόλη, την εξερευνά, την ανθολογεί. Κυρίως όμως ο Δ. Αξιώτης γράφει την πόλη, εγγράφοντας μέσα της τον εαυτό του. Και με το σύνολο όλων των παραπάνω πράξεων (συν)γραφής αναδεικνύει τον παλίμψηστο χαρακτήρα τόσο του τόπου όσο και του γράφοντος. Γιατί, η ενασχόληση του Δ. Αξιώτη με τη γραφή δεν είναι μόνο πράξη αναφορική, με τον ιδιαίτερο τρόπο αναφοράς της λογοτεχνικής σημείωσης, αλλά πράξη κατεξοχήν αυτοαναφορική.
Εν είδει επιλόγου
Εκείνος ο ευφάνταστος, ο κατ’ ιδιότροπον δόκησιν σκεπτόμενος, κάτοικος της Καβάλας κάθεται στο μέσον μιας κατάμεστης αίθουσας από συνδημότες που τον τιμούν για το έργο του και την πνευματική προσφορά του στον τόπο. Ακούει προσεκτικά όσα λέγονται γι’ αυτόν από τους εισηγητές, με ενδιαφέρον και ίσως με –συγκρατημένη– συγκίνηση. Σε λίγο, με το πέρας της εκδήλωσης, θα αποχωρήσει με ένα ανεπαίσθητο στους πολλούς ίχνος βιασύνης. Είναι ώρα τώρα που θέλει να βγει έξω, για να αναπνεύσει τον αέρα της πόλης του. Να περπατήσει στους ανηφορικούς της δρόμους, να αγναντεύσει τη θάλασσα από ψηλά. Ίσως, μάλιστα, σκεφτεί, παρατηρώντας γύρω του: «Τόσα βιβλία μετά, δεν ξέρω τίποτε για εκείνην». Αυτό που σίγουρα ξέρει, βαθιά μέσα του, είναι πως, όπου κι αν τον βγάλουν τα βήματά του, η πόλις τον ακολουθεί. Μια πόλη «όμορφη, πολύχρωμη, φιλάρεσκη και πρόσχαρη»[7], όπως αυτή που αξιώθηκε.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Καβαλιώτες Πεζογράφοι: Ανθολογία Μεταπολεμικής Πεζογραφίας (1985). ανθ. Διαμαντής Αξιώτης, εισαγ. Αλέξης Ζήρας. Καβάλα: Δημοτική Βιβλιοθήκη Καβάλας, 9.
[2] Αξιώτης, Δ. (επιλ. κειμ.) (2003). Καβάλα: Μια πόλη στη λογοτεχνία. Αθήνα: Μεταίχμιο, 17.
[3] Τζιόβας, Δ. (2017). Η πολιτισμική ποιητική της ελληνικής πεζογραφίας: Από την ερμηνεία στην ηθική. Ηράκλειο: ΠΕΚ, 499-501.
[4] Χατζηβασιλείου, Β. (2018). Η κίνηση του εκκρεμούς: Άτομο και κοινωνία στη νεότερη ελληνική πεζογραφία: 1974-2017. Αθήνα: Πόλις, 664.
[5] Τζιόβας, ό.π., 514-515.
[6] M.M. Bakhtin, M.M. (1981). The Dialogic Imagination, επιμ. Michael Holquist, μτφ. Caryl Emerson & Michael Holquist. Austin: University of Texas Press, 84.
[6] π.β. Χατζηβασιλείου, ό.π., 608: «Ενοφθαλμίζοντας στον παρελθοντικό χρόνο μια εμφανώς τονισμένη παροντική προοπτική, οι συγγραφείς της ιστορικής μεταμυθοπλασίας εξηγούν –αν όντως εξηγούν– τις μεθόδους με τις οποίες αξιοποιούν το ερευνητικό υλικό τους, για να παίξουν τόσο με τις ιστορικές τους πηγές όσο και με την παράδοση των λογοτεχνικών ειδών και να οργανώσουν ένα ειρωνικά συντεταγμένο κειμενικό αρχείο».
[7] Διαμαντής Αξιώτης, Το ελάχιστον της ζωής του, μυθιστόρημα, εκδ. Κέδρος, σελ. 414, Αθήνα 1999.

Δεν υπάρχουν σχόλια: