16.10.19

Κριτικά φύλλα (19): Θεόδωρος Γρηγοριάδης «Γιατί πρόδωσα την πατρίδα μου»


Γράφει ο Γεράσιμος Δενδρινός //
ΠΗΓΗ:  https://www.fractalart.gr/giati-prodwsa-tin-patrida-mou/
Θεόδωρος Γρηγοριάδης «Γιατί πρόδωσα την πατρίδα μου» Εκδόσεις Πατάκη 2018
 [Α]. Μετά την καθάρια και τερπνή Καινούργια πόλη, μυθιστόρημα Πατάκης 2017, ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης επιστρέφει στο διήγημα, όπως έκανε πριν πολλά χρόνια με τη συλλογή Ο Αρχαίος φαλλός, Νέα Σύνορα-Α.Α. Λιβάνη και Κέδρος 1995 (υπό έκδοση από τον Πατάκη) και Χάρτες, Πατάκης 2007, βιβλίο που διανέμεται μέσω των διηγημάτων σε πολλά επίπεδα. Η σχετικά πρόσφατη συλλογή του, που φέρει τον εξαιρετικό τίτλο Γιατί πρόδωσα την πατρίδα μου, Πατάκης 2018 αποτελείται από 26 διηγήματα, δημοσιευμένα κατά καιρούς σε λογοτεχνικά περιοδικά, κι ένα, «Η κυρία Τάπερ» που βλέπει το φως για πρώτη φορά. [Β]. Αυτό που πρέπει να σημειωθεί είναι πως ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης αποκαλύπτεται ικανός γραφιάς και στο διήγημα (δεν είναι η πρώτη φορά) και θεωρείται από τους κύριους εκπροσώπους της γνήσιας ελληνικής ψυχής, από τους πιο
αυθεντικούς εκπροσώπους-συγγραφείς των τελευταίων 40 χρόνων, καταγράφοντας αυθεντικούς χαρακτήρες, πρότυπα αιώνια, με μία άμεση και τόσο καλά δουλεμένη γλώσσα. [Γ]. 1]. «Το ζεϊμπέκικο της Μαρίας», που αφορά τη συνάντηση των παλιών συμμαθητών του και η συμμαθήτρια Μαρία με τον ιδιόρρυθμο χαρακτήρα και το εξεζητημένο ντύσιμο που χάνει οικειοθελώς τη ζωή της από αντικαταθλιπτικά, καθώς και το 2]. «Το αντίσκηνο», είναι γραμμένα σε άριστο ύφος. Συγκίνηση ανείπωτη κυριαρχεί στο πρώτο, ενώ η αντεκδίκηση του ήρωα στο δεύτερο δεν αποδίδεται αιχμηρά, αλλά με βαθιά γνώση του ανθρώπου που είχε τραυματιστεί-στιγματιστεί πριν χρόνια από την κακοποίηση. Για το δεύτερο διήγημα, θα συμπέρανε κανείς, έστω και παρακινδυνευμένα, πως η θαυμάσια γραφή του στοχεύει στην ίδια την Αγάπη, τόσο για τον θύτη όσο και για το θύμα. 3]. Στα «Παράθυρα» μεταφερόμαστε στη Θεσσαλονίκη του 1974 και στις παραμονές της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο. Εδώ κυριαρχεί η νοσταλγία και η φιλική-ευκαιριακή σχέση του ήρωα-φοιτητή με έναν ηλικιωμένο, γεννημένο στην Αλεξάνδρεια, που είχε μεταβεί στη συμπρωτεύουσα για ένα συνέδριο. Η αγάπη του ηλικιωμένου για τον Καβάφη και το ότι χαρίζει ένα χειρόγραφο του Ποιητή στον φοιτητή Γρηγοριάδη, γίνεται αιτία της μετέπειτα αγάπης του τελευταίου για τον Αλεξανδρινό, αν και η συμπεριφορά του συγγραφέα απέναντι στον ηλικιωμένο αποδεικνύεται ανάρμοστη, αλλά συγκινητικά μετανιωμένη μετά από τόσα χρόνια. Πετυχημένο εύρημα είναι το γεγονός πως το κείμενο κλείνει με το ποίημα του Καβάφη «Η (Οι) ψυχές των γερόντων» 4]. Στην «Άλλη όχθη», ο ρεαλισμός συμπορεύεται επιτυχώς με τη μεταφυσική. Τα πρόσωπα: Ζωή Κ., Μαρίνα Β. και ο Στράτος, ανιψιός της Μαρίνας που έχασε τη ζωή του σε πυρκαγιά στη Ρόδο μαζί με άλλους δέκα άντρες. Η δυστυχία – η τύχη των οικογενειών τους που τους οδηγεί σε προσκύνημα στον τόπο της τραγωδίας καταγράφεται μοναδικά. Το διήγημα προς το τέλος ακολουθεί το δίδαγμα του μαγικού ρεαλισμού, όταν η Μαρίνα αποκαλύπτει πως βλέπει τον Στράτο, στην άλλη όχθη, αλλά κάθε φορά που κάποια μάνα αποκάλυπτε πως έβλεπε κι αυτή το παιδί της, της φαινόταν όλο και πιο γερασμένο, το ίδιο και ο Στράτος ως ώριμος άντρας στα μάτια της Μαρίνας. 5]. Στα «Κορίτσια μόνα», τα πρόσωπα είναι ο Γιώργος και ο Στράτος και ο χώρος δράσης, η Καβάλα, η αμμουδερή ακρογιαλιά του ξενοδοχείου Λούσι. Η ανάγνωση του βιβλίου της Πατρίτσιας Χάισμιθ συνδέει πρωτότυπα τους ήρωες, όπως τη Μαρέλα με τον Γιώργο. Μια τρίτη κοπέλα, η Μόνα, (ο συμβολικός συνδυασμός του τίτλου «Κορίτσια Μόνα» με το όνομα Μόνα είναι θαυμάσια ευρηματικός) που διαβάζει κι αυτή την ίδια συγγραφέα, μένει σε μια φίλη της, τη Μαρίνα. Η σχέση της Μαρίνας-Μόνας και οι ανατροπές αποδίδονται παραστατικά και με συνέπεια, ειδικά για τη συμβατική σχέση ανδρός και γυναικός, όπου ο πρώτος επιζητεί τη σιγουριά ακόμη και της σεξουαλικής σχέσης, ώστε να καταντά βαρετός στη συμβία του. 6]. «Το καντήλι» είναι από τα πιο αισθαντικά κατορθώματα-κείμενα του βιβλίου. Χώρος επαρχιακού νεκροταφείου. Τάφος του συζύγου της, καπετάνιου Ηρακλή (1953-2008), καλός ποδοσφαιριστής και χορευταράς, στη θέση που άλλοτε είχε ταφεί και ο πατέρας της ηρωίδας, της Μάγδας. Η ελληνική γνήσια ψυχή ξεδιπλώνεται με μια άκρατη θρησκευτικότητα και μυστικότητα. Μνήμες ζοφερές και αδιέξοδες. Η απόφασή της να ανάψει το καντήλι του την κάνει να περιφέρεται για να βρει φωτιά. Γνωριμία με τον Αλέκο στον τάφο της νεαρής γυναίκας του που πέθανε από καρκίνο στο κεφάλι. Το ίδιο απόγευμα μαθαίνει από τη θεια-Μαρικούλα για τη νεαρή γυναίκα του Αλέκου. Η έλξη της Μάγδας για τον Αλέκο. Τελικά, δεν ευοδώνεται η γνωριμία – ο Αλέκος δεν μπορεί να ξεχάσει τη γυναίκα του – είναι σαν να την προδίδει με νέα σχέση. 7]. Ακολουθεί το δημοσιευμένο για πρώτη φορά «Η κυρία Τάπερ», η κυρία Μαίρη, που μεγαλοπιανιόταν πως είχε σπουδαίες γνωριμίες, για να μπορεί εύκολα να αγοράζουν οι απλοϊκές νοικοκυρές τα προϊόντα της. Πίσω στη δεκαετία του ’70 και η επίδειξη στο σπίτι της Γιώτας, μέρα χιονιού – κάτι το εντελώς αδύνατο με τέτοιον καιρό να φτάσει με το αυτοκίνητό της στην Καβάλα. Έκτοτε ερχόταν συχνά στο χωριό και φιλοξενούνταν στο σπίτι του αφηγητή. Ήταν εντελώς δυστυχισμένη. Κάποτε χάθηκε εντελώς η κυρία Μαίρη – κανείς δεν την ξανάδε, αλλά άφησε όλα τα πλαστικά τάπερ στο σπίτι του συγγραφέα. 8]. «Χωρίς σωματοφύλακα»: Από τις πιο τρυφερές αφηγήσεις του Θ. Γρηγοριάδη – μνήμη του συγγραφέα όταν φοιτούσε στην Α’ Γυμνασίου. Αναφέρεται σε μια κομψή θεία του, την Κωνσταντίνα και τον γείτονά της τον Τάκη που ήταν κατ’ επάγγελμα σωματοφύλακας σπουδαίων προσώπων. Η ιστορία που τους αφηγείται στο σπίτι του συγγραφέα, ήταν τραγική: σε ναυάγιο στο Αιγαίο (πήγαιναν με την αρραβωνιαστικιά του, την Κική, στο Ηράκλειο για να τη ζητήσει από τους γονείς της), η κοπέλα χάθηκε ενώ αυτός σώθηκε κολυμπώντας. Η ανάμνηση της Κικής τον οδήγησε στο να μείνει άγαμος. Ύστερα από χρόνια, ο αφηγητής συναντά στη κηδεία της θείας του της Κωνσταντίνας τον Τάκη. Η φωτογραφία ενός άντρα πάνω σε ένα μνήμα κάτι θυμίζει, τα όσα λέει στον αφηγητή πως εργάζεται στο πλοίο Μίνωας και τα όσα μαθαίνει μετά ο ίδιος ο γράφων όταν βρέθηκε μετά από χρόνια στο ίδιο πλοίο (δεν εργαζόταν κανένας Τάκης στο πλοίο και πως στο παλιό ναυάγιο κανείς δεν επέζησε) προκαλούν λογοτεχνική έκπληξη, ένα θαυμάσιο εύρημα, για το ποιος ήταν τελικά αυτός ο Τάκης. 9]. Σπαρακτικό είναι το διήγημα που έχει δύο μέρη, ο παράξενος «Σουρτούκης», ο οποίος, χωρίς να είναι τρελός, θεωρήθηκε αποδιοπομπαίος τράγος από την οικογένειά του λόγω των αρραβώνων της αδερφής του, της Ελενίτσας. Η ιστορία του, ειδικά στο πρώτος μέρος, είναι συγκινητική. Λίγο πολύ, έπρεπε να τον κρύψουν, για να μην αποβεί εμπόδιο στους αρραβώνες. Δικό τους παιδί, χαλασμένο, που η μάνα του δεν το παραδέχεται και θέλει να τον παντρέψει. Το δεύτερο μέρος είναι αποκαλυπτικό και αποτυπώνει την ψυχολογία του Σουρτούκη, ο οποίος, την τρίτη μέρα του Πάσχα, μέρα των αρραβώνων της Ελενίτσας, ντυμένος σαν γαμπρός, κατεβαίνει στο τραπέζι που είχαν στρώσει στην αυλή. Η έκπληξη των δικών του είναι ανατριχιαστική. Ο Σουρτούκης λέει στον γαμπρό να πάνε μια στιγμή επάνω στο σπίτι. Ακολουθεί φασαρία. Ο γαμπρός κατεβαίνει και λέει στους συγγενείς του να φύγουν. Η Ελενίτσα τον ρωτάει τι του έλεγε ο αδελφός της. Αυτός προβάλει στο παράθυρο ημίγυμνος για να πετάξει το γαμπριάτικο κοστούμι πάνω στο τραπέζι. Το θολό εύρημα του τέλους (και τι διαμείφθηκε μεταξύ των δύο ανδρών στο δωμάτιο) δίνει άπειρες ερμηνείες στο διήγημα. 10]. «Ίδιοι στην Τυνησία»: Το συγγραφικό-ερωτικό τοπίο μεταφέρεται στην Τυνησία. Ξενοδοχείο και δρόμοι. Περίοδος Ραμαζανιού. Ένας αδύνατος, νεαρός ντόπιος, ο Μουράντ, καλεί έναν Γερμανό τουρίστα σπίτι του… Ο νέος μένει με τον αδελφό του που είχε πάει να επισκεφτεί τους γονείς τους, στην παραλιακή πόλη Ναμπέλ. * Ένα ζευγάρι Ελλήνων, ο Νίκος και η Δήμητρα, 25 αυτός και 19 ετών εκείνη, επισκέπτονται με ταξιδιωτικό γκρουπ την Τυνησία. Δοκιμασία για τη σχέση τους. Η διάρροια της κοπέλας τροποποιεί το ταξίδι τους. Την τρίτη μέρα, λίγες ώρες πριν λήξει το Ραμαζάνι, απομακρύνονται από την ομάδα και περιπλανιούνται στην Μεντίνα. Χαμόσπιτα με γυναίκες στις πόρτες να καλούν άντρες μέσα. Εφιαλτική πορεία μέσα στη νύχτα, ψάχνοντας να βρουν το ξενοδοχείο τους. Τέσσερις άντρες, προσπαθώντας να τους καθησυχάσουν, τους σπρώχνουν σε μια ανοιχτή πόρτα. Τους λένε να γδυθούν. Ο Μουράντ επανεμφανίζεται. Οι Άραβες αγγίζουν ερωτικά τον Νίκο – την Δήμητρα, που καταρρέει κλαίγοντας, ούτε που την αγγίζουν. Όταν επιστρέφουν στην Ελλάδα, η σχέση τους κόβεται για 6 ολόκληρα χρόνια, και η Δήμητρα μένοντας με την ιδέα πως την είχε χρησιμοποιήσει… υφίσταται νευρικό κλονισμό. Τέλος της ιστορίας 4 χρόνια μετά: Ο Νίκος χαρίζει το δαχτυλίδι του στον Μουράντ, ο οποίος του θυμίζει πως ήταν ένας από τους τέσσερις… τότε… Το δαχτυλίδι ήταν ένα από τα πολλά, αγορασμένα από το Μοναστηράκι για πρόσκαιρους αρραβώνες… ενώ έξω λήγει το Ραμαζάνι… 11]. Στη «Γυναίκα του σινεμά» με την τσάντα μιας τραβεστί που βρίσκει ο αφηγητής σε έναν κινηματογράφο (η οποία δολοφονείται άγρια στα λιμανάκια της Βουλιαγμένης) και το γεγονός πως κάποιος τον είδε να κρατάει την τσάντα έξω από το σινεμά νιώθοντας συγχρόνως τον κλοιό να σφίγγει γύρω του, ο Θ. Γρηγοριάδης ανατρέπει την ίδια την αφήγησή του, παραθέτοντας στο τέλος μια παράγραφο με την οποία καταθέτει τη συγγραφική άποψη για την αθωότητα κάθε προσώπου που τολμά δικαίως να χρησιμοποιεί ένας συγγραφέας. 12]. «Όταν με ζώνουν τα φίδια»: Αρκετά ευρηματικό κείμενο. Ο συγγραφέας, δημόσιος υπάλληλος, ζει για δυο χρόνια ως νοικάρης στον πρώτο όροφο ενός σπιτιού – ιδιοκτησία δυο αδελφών, ο ένας όμως ζούσε στην Αλεξανδρούπολη και ο άλλος, στον οποίο ανήκε το εγκαταλειμμένο ισόγειο, στη Γερμανία – με όλο το κτίριο, παραδομένο στις έχιδνες, που το προτίμησαν για να κάνουν εκεί τις φωλιές τους… Ένα βράδυ καταφθάνουν οι συγγενείς του ισόγειου (μια γιαγιά, ένα αντρόγυνο και δυο αγόρια) και βρίσκουν το ηλεκτρικό λόγω απληρωσιάς κομμένο. Χαράματα ο συγγραφέας τους προτείνει να μείνει μαζί τους. Η ανακάλυψη και η απορία τους πώς ζει με τόσα φίδια εκεί ο συγγραφέας (η ενοχή προκαλεί στον συγγραφέα κλάμα) και η ομαδική καταστροφή των φιδιών από τους χωριανούς, προσφέρει μια σύγκριση της ζωής σε διαμέρισμα της πόλης όταν ο αφηγητής ξυπνά απότομα από τον ύπνο του και κάνει έναν σημαντικό απολογισμό της ζωής, βασισμένο στα φίδια και στις ανθρώπινες σχέσεις. 13]. «Γονιμοποίηση»: Επ’ ευκαιρία ενός κακού ονείρου του 1994 που είδε ο αφηγητής κι ερμηνεύτηκε από τη μητέρα του με τον θάνατο ενός γείτονα, του Αποστόλη, που πέθανε από έμφραγμα εντελώς ξαφνικά, υφαίνεται ένα διήγημα άριστης τεχνικής. Η μνήμη ανασταίνει τα παιδικά χρόνια, όπως και τη γονιμοποίηση της γίδας τους από τράγο του μπαμπα-Στράτου, του πατέρα του Αποστόλη. Ο Αποστόλης λέει στον αφηγητή πως η γονιμοποίηση των ζώων μοιάζει με αυτή των ανθρώπων. Ο τρίτος γύρος του ζευγαρώματος – μια ιεροτελεστία. Ο μικρός Θοδωρής μαθαίνει πως με το αλάτι η κατσίκα, που τελικά δεν είχε καλό τέλος, ήθελε πιο πολύ ζευγάρωμα. Το χαρίεν στην αφήγηση είναι πως παρατηρούμε το χτίσιμο του διηγήματος με μοναδική παραστατικότητα σκηνών. 14]. «Αθανάσιος»: Ταξίδι από Ξάνθη σε Καβάλα με τον φίλο Αθανάσιο, τον σκηνογράφο που ζούσε στο Βερολίνο. Έξω από μια ταβέρνα, κάποιος στρατιώτης τους κάνει οτοστόπ. Κοντά στη Χρυσούπολη κατεβαίνει με απογοήτευση του Αθανάσιου, ο οποίος του είχε πιάσει κουβέντα ίσαμε να φτάσει το αυτοκίνητο στο σημείο αποβίβασης του φαντάρου, κι αυτός απαντούσε μονολεκτικά. Εικασίες για την ποιότητα του – επειδή δεν μιλούσε ίσως να κουβαλούσε μια ταραχή μια θανατίλα, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Αθανάσιου. Τελικά, ο στρατιώτης, σύμφωνα με την είδηση της εφημερίδας, είχε σκοτώσει δυο φαντάρους και είχε τραυματίσει έναν άλλο, επειδή του έβριζαν τη μάνα του στον θάλαμο ως πόρνη του χωριού… Ο αφηγητής κόβει τη φωτογραφία του δράστη μαζί με το κείμενο και το στέλνει στο Βερολίνο. Η διαίσθηση του Αθανάσιου είχε επαληθευτεί! Ο Αθανάσιος ωστόσο ζώνεται από εμμονές πως τον πλησιάζει ένας ύπουλος κίνδυνος. Ο Αθανάσιος ζωγραφίζει τον φαντάρο και τη μητέρα σε ένα σύμπλεγμα που θυμίζει Πιετά. Ο συγγραφέας παρακολουθεί τη δίκη του φαντάρου στο δικαστήριο κατά την οποία η μητέρα του, η μόνη υπεύθυνη για τις δολοφονίες του γιου της, καταρρέει. Ο στρατιώτης τον ρωτάει από μακριά πού ήταν ο Αθανάσιος… Με τηλεφώνημα την ίδια μέρα πληροφορείται ο αφηγητής πως ο φίλος του είχε πεθάνει από την κακιά αρρώστια στο Βερολίνο και πως του έχει χαρίσει τον πίνακα με τη μητέρα και τον δράστη φαντάρο… 15]. Στο «Café Beckett» μεταφερόμαστε μέσω της μνήμης σε ένα μπαρ-θέατρο στην οδό Φυλής (από τις πλέον υποβαθμισμένες συνοικίες της Αθήνας) που εγκαινίασε ο εκλιπών φίλος του συγγραφέα από δεύτερο εγκεφαλικό, λάτρης του Μπέκετ και σπουδαίος ηθοποιός Π. Μουλιάσης. Του συμπαραστέκονται οι φίλοι του: ο συγγραφέας, η Ζωζώ (σχέση του Μουλιάση) και ο Χρήστος, ο οποίος αργότερα γίνεται εραστής της Ζωζώς. Μια «κοινή γυναίκα» από γειτονικό πορνείο, η Ευρυδίκη, επισκέπτεται συχνά το μπαρ, που γίνεται με τον καιρό της μόδας, συν το γεγονός πως οι πελάτες της με πρότασή της επισκέπτονται συχνά το μαγαζί. Τα πρόσωπα, ηθοποιοί και συχνοί θαμώνες, (Εστραγκόν, Ράμμος, Χρήστος, Ευρυδίκη, Τάνια, Χαρίκλεια…) είναι μπερδεμένα ερωτικά και άκρως ανταγωνιστικά (ο Χρήστος φλερτάρει την Ευρυδίκη και φεύγουν μαζί για ένα τριήμερο στη Μύκονο) και ο Θ. Γρηγοριάδης διαφωτίζει επαρκώς τις πράξεις τους δίνοντας προσοχή στην ανθρώπινη πλευρά τους. Στο τέλος του διηγήματος τα πρόσωπα χάνονται και το μπαρ μετατρέπεται σε gay bar με το όνομα Spartacos ενώ ο συγγραφέας αποφαίνεται: Κι εγώ ξυπνάω περασμένα μεσάνυχτα. Μέσα στο μαγαζί. Ποτέ μου δεν αφουγκράστηκα τόση σιωπή. Κι αναρωτιέμαι μήπως κι η γη η ίδια είναι ακατοίκητη. 16]. Στην τόσο πρωτότυπη «Σκλάβα», μεταφερόμαστε στο Βερολίνο: ο Άλκης, ο τραβεστί που δουλεύει τα βράδια ως Αφροδίτη, και η Γιάννα συναντιούνται στο αεροδρόμιο της πόλης. Αυτή επισκεπτόταν για πρώτη φορά το Βερολίνο κι αυτός είχε προθυμοποιηθεί να της κάνει τα έξοδα. Ο Άλκης της συστήνει στην πιάτσα κάτι φίλες του πόρνες. Το περιστατικό με τον Γερμανό που ήθελε κάποια γυναίκα παρούσα ενώ κάνει σεξ με την Αφροδίτη σαστίζει. Αυθεντική διασκέδαση σε μπαρ του Βερολίνου. Ακολουθεί ξενάγηση στην πόλη όπου εργάζονται Έλληνες. Μία Ελληνίδα από τις Σέρρες προτείνει στη Γιάννα να «δουλέψει…» στο μπαρ μαζί με δυο κατάξανθες ρωσίδες…. Ο Τζεμάλ, πρώην παλαιστής και πρωταθλητής, πλησιάζει τη Γιάννα και την παρασέρνει στο λουτρό. Ο Τζεμάλ γίνεται φορτικός και αυτή του λέει πως θα προτιμούσε να τον ξαναδεί στην Ελλάδα. Η κοινή εμφάνιση του Άλκη και της Γιάννας: Κίνκι. Με δερμάτινα οι δυο τους επισκέπτονται ένα μπαρ, πρώην εργοστάσιο. Θαμώνες κάθε ηλικίας, πέτσινα σουτιέν, μπότες, φίστινγκ, ναρκωτικά χάπια, με τη Γιάννα να προσπαθεί να εγκλιματιστεί… Η συνεύρεση με έναν γυμνασμένο σαραντάρη την κάνει να παραδοθεί ολότελα. Στον γυρισμό, με το αυτοκίνητο του Άλκη νιώθει σαν σκλάβα. Το κλάμα της, λυτρωτικό και χαρίεν. Κείμενο σκληρό και άκρως αποκαλυπτικό. 17]. Ακολουθεί το ευτράπελο διήγημα με τον σημαίνοντα τίτλο, «Disco Freaks», όπου ο αφηγητής γίνεται νονός ενός κοριτσιού στην Καβάλα μετά από πίεση μιας φίλης του, της Ευαγγελίας, χαμένης από χρόνια, κάτι που του στοίχισε 200 χιλιάδες δραχμές. Ο σπερματοδόχος είναι Γερμανός. Στην κουβέντα θυμούνται μια ντίσκο που έχει κλείσει πια, την Disco Freaks. Κάποιος Βασιλάκης, ψιλικατζής, (ο πρώτος πωλητής προφυλακτικών στο χωριό) που κέρδιζε με τον χορό του στην ντίσκο εντυπώσεις, είχε πεθάνει ξαφνικά σε ηλικία 60 ετών. (Το βίτσιο του ήταν να παρακολουθεί κλεισμένος σε μία τουαλέτα του μαγαζιού τους άντρες από μια τρύπα.) Στο μεθυσμένο του λίκνισμα στην πίστα, τον συνόδευε πάντα μια κοπέλα, η Σουλτάνα, (έπασχε από μεγαλοκεφαλία, αλλά ζούσε ακόμη στο σπίτι της σε άθλια κατάσταση μαζί με τη μητέρα της) που σύχναζε παλιά στο μαγαζάκι του. Ο νέος ιδιοκτήτης της ντίσκο, ο Σαρίδης, ανοίγει το μαγαζί με ελεύθερη την είσοδο. Από τις πλέον συγκινητικές σκηνές του βιβλίου είναι όταν ο αφηγητής πάει να πάρει την Σουλτάνα από το σπίτι για τη φέρει στην ντίσκο… και ο χορός τους στο τραγούδι «I will survive». Η Σουλτάνα ρωτάει τον αφηγητή αν είχε δει κι αυτόνα από την κρύπτη του ο Βασιλάκης…. Ο αφηγητής κλείνεται στην τουαλέτα συντετριμμένος. Από την τρύπα βλέπει κάποιον να προσπαθεί να κοιτάξει μέσα… Ο Βασιλάκης; Αυτό προδίδει η λέξη «μπαγάσα»… Στο τέλος του κειμένου, με τον θάνατο της Σουλτάνας επέρχεται η λύτρωση, όπως θα έπρεπε, στην ψυχή του αναγνώστη. 18]. Στο κείμενο «Γιατί πρόδωσα την πατρίδα μου», που δίνει και τον τίτλο στη συλλογή, η συνάντηση του συγγραφέα με έναν θλιμμένο τύπο στο σουβλατζίδικο του Στιβ της Καβάλας, ντόπιο ναυτικό που εργαζόταν στα ραντάρ και το πλοίο του κυνηγούσε τους Τούρκους στο Αιγαίο και το Χόρα, αποβαίνει αποκαλυπτική σε ένα ακόμα θαυμάσιο κείμενο με το ξετύλιγμα της ζωής του, σχετικό με την ξένη νοικάρα τους που εργαζόταν στην καφετέρια Βεζούβιος και τον εραστή της, έναν μουστακαλή Πειραιώτη… που μιλούσε σπασμένα τα ελληνικά και που τολμά λόγω οικειότητας και δίνει στον ντόπιο ναυτικό κάτι φωτογραφίες που τον δείχνει να κάνει παρτούζες. Το κείμενο γίνεται σκόπιμα δίστηλο – ένα σπουδαίο εύρημα, εκδοχές της ίδιας ιστορίας: του ναυτικού και του συγγραφέα – το παρόν της αφήγησης του ναυτικού σε σύγκριση με το παρελθόν που στιγματίζεται από μια κοπέλα που γνώριζε, συμμαθήτριά του στο γυμνάσιο, σεξουαλικά τολμηρή σε ένα πάρτι (έκανε στοματικό έρωτα σε όποιον άντρα είχε ανοιχτό το φερμουάρ), αλλά ο ίδιος ο ναυτικός την αποτρέπει. Κάποια μέρα η νοικάρα και ο μουστακαλής εξαφανίζονται. Το αφεντικό της ξανθιάς αποκαλύπτει στον ναυτικό πως ο μουστακαλής ήταν Τούρκος πράκτορας… Η ξανθιά είναι η κοπέλα του γυμνασίου που αποτυπώνεται καθαρά στις φωτογραφίες που του έδωσε ο μουστακαλής. Οι φωτογραφίες είναι τα αποκλειστικά πειστήρια προδοσίας. 19]. «Συνοδός εδάφους». Στο κείμενο αυτό ανακαλύπτουμε τη θαυμάσια τεχνική της αναδρομής με τη σύγχρονη αφήγηση. Τα κύρια πρόσωπα είναι μια κοπέλα και ο Ντ. Η σκηνή της αναχώρησης του αεροδρομίου φαντάζει μεταφυσικά συμβολική, όπως το χάδι της αγάπης που αντιπροσωπεύει η φράση – εκείνο το φιλί στο αεροδρόμιο δεν ήταν άσχημο. 20]. «Κόκκινο μαγιώ»: Λουτρόπολη Μπιζέρτε της Τυνησίας, Hotel Nador. Ο αφηγητής γίνεται μάρτυρας ενός φόνου – κανείς δεν είναι αθώος μπροστά σε μια σκηνή φόνου. Μετά τρία χρόνια ακολουθεί και άλλος φόνος για λόγους τιμής. Η ατμόσφαιρα γύρω από την πισίνα, η ψυχολογία του μεθυσμένου, η στάση του συγγραφέα απέναντι στον φόνο αποδίδονται με μια εσωτερική μαεστρία που υπαγορεύει ο θαυμάσιος εσωτερικός μονόλογος στον οποίο συνηθίζει να καταφεύγει ο Γρηγοράδης. 21]. «Το σύνδρομο του τείχους»: Βερολίνο. Σκηνή γενέθλιων της Δαλιδάς με παρέα ετερόκλητη, τούρτα με κερί, με ζεμπεκιές και τσιφτετέλια, φίλης του Μίνωα. Ο φίλος και συμμαθητής του συγγραφέα, ο Μίνωας, που πήρε τρελόχαρτο από τον στρατό, (παρέα του Μίνωα στο Βερολίνο είναι κυρίως Έλληνες), δεινός φωτογράφος, υπάλληλος σε ελληνικό μπαρ-εστιατόριο, έμενε σε ένα πολύ στενό διαμέρισμα, όπου στέγαζε και το εργαστήριο της φωτογραφίας. Ξεναγεί τον συγγραφέα στο Τείχος και σε άλλα αξιοθέατα. Μνήμες του 1989 με την πτώση του Τείχους συνδράμουν με τα γενέθλια. Ο Μίνωας συνδέει την ψυχή του με το τείχος – αυτήν την εικόνα έχει αποτυπωμένη μέσα του. Δεν θα πάω στην άλλη μεριά, δεν θα πάω από κει, θρηνούσε. Στο τέλος του κειμένου, η αυτοκτονία του παππού του στο ορεινό χωριό της Βέροιας συνδυάζεται με την παραμονή του στο χωριό και με το χτίσιμο ενός νέου τείχους στην αυλή ίδιο με εκείνο του Τείχους. 22]. «Τσιφτετέλι στη Συρία»: Πασχαλινή εκδρομή τριών φίλων, του Δημήτρη, του Χρόνη και του συγγραφέα στη Δαμασκό, στην πόλη της πολυθρησκευτικότητας. Μεγάλη Εβδομάδα και ο καθένας αξιοποιούσε τον χρόνο του ανάλογα με τα ενδιαφέροντά του: φωτογραφία, χαμάμ, βιβλιοπωλεία. Ο λόγος περί Τόνι, του μάνατζερ του ξενοδοχείου, που μιλούσε κυματιστά ελληνικά. Τους προσκαλεί στο σπίτι του. Μεγάλη Παρασκευή: Επιτάφιος στην εκκλησία των Σύρων ορθοδόξων. Στη συνέχεια, η σκηνή αφορά το σπίτι του Τόνι. Χαρακτηριστικές φιγούρες η αδερφή και η μητέρα του. Φαλάφελ, χούμους, άγευστες μπίρες και ελληνικά λαϊκά τραγούδια, τσιφτετέλια κυρίως. Όνειρο του Τόνι να επισκεφτεί την Αθήνα και τη Μύκονο. Ο αφηγητής χορεύει ένα δεινό τσιφτετέλι μαζί με τη μητέρα που κεφάτη σηκώθηκε κι αυτή. Μνήμες από το χωριό με τον παππού τον Θόδωρο που χόρεψε τσιφτετέλι με τις μουσουλμάνες που έδωσαν πριν χρόνια παράσταση στο κινηματοθέατρο Μέγας Αλέξανδρος και έβγαλε όνομα στο χωριό… Προς έκπληξη όλων, το όνομα Τόνι δόθηκε γιατί ο μάνατζερ ήταν μισός Σύριος και μισός Αργεντινός από την πλευρά της μητέρας του. Ο πατέρας ναυτικός την έφερε στη Συρία, μικρό κι ορφανό κορίτσι, που είχε κάποια θεία στην Αργεντινή που διατηρούσε μπαρ για τους ναυτικούς…. Ο γιος της έδωσε υπόσχεση πως κάποτε θα πάνε μαζί στην πατρίδα της – την ίδια υπόσχεση της είχε δώσει και ο άντρας της. Όταν ο σύζυγός της πέθανε, η αυτή βυθίστηκε στη θλίψη, μαραζώνοντας από νοσταλγία. Χωρίς να παρευρεθούν στη ανάσταση, οι τρεις φίλοι επισκέπτονται τα Ερείπια της Παλμύρας Το διήγημα κλείνει ευρηματικά, με το τηλεφώνημα του Τόνι στον αφηγητή ενώ ο τελευταίος ήταν στην Κύπρο, που του λέει πως η μητέρα του χόρευε για τους ναυτικούς στο μπαρ της θείας της κι έτσι γνωρίστηκε με τον πατέρα του και πως είχε να χορέψει 40 χρόνια από τότε… 23]. Θαυμάσιο αφήγημα στο πρώτο πρόσωπο (για μας, από τα καλύτερα της συλλογής εφόσον καταγράφει θαυμάσια την ψυχή και την πορεία του σύγχρονου μετανάστη), είναι το «Ο ξένος που έφυγε» στο οποίο μιλάει ο Ταρίκ από τη Σουλεϊμανίγια του Ιρακινού Κουρδιστάν που την εγκαταλείπει μαζί με ένα φίλο του για να αποφύγουν το κυνηγητό του Σαντάμ Χουσεΐν. Παραστατικές αφηγήσεις με ιστορικές μνήμες στην Τουρκία και Ελλάδα. Αιγαίο, Αιγάλεω, αντίσκηνα στην πλατεία Κουμουνδούρου και δήμος του Αγίου Δημητρίου – δέκα άτομα σε ένα δωμάτιο. Η απάτη της νέας πατρίδας και η εκμετάλλευση. Με την παρακάτω φράση που λέει στη μητέρα του στο τηλέφωνο, ο Γρηγοριάδης συνοψίζει τις δυσκολίες και νοοτροπία της νέας του πατρίδας: «Μάνα, εδώ δε δίνουν χαρτιά, έχει έναν ήλιο σαν τον δικό μας, οι άνθρωποι είναι όλη τη μέρα στους δρόμους, τρώνε χοιρινό σουβλάκι. Πίνουν πολύ αλκοόλ, τα κορίτσια τους φιλιούνται στους δρόμους, παντρεύονται όποιον τους αρέσει». Ο Ταρίκ συνδέεται ερωτικά με την Κατερίνα, μια γυναίκα 20 χρόνια μεγαλύτερή του που τον φροντίζει σαν μάνα. Το όνειρο για νόμιμα χαρτιά και άδεια παραμονής παραμένουν ανικανοποίητα και τα μεροκάματα στις οικοδομές όλο και λιγοστεύουν. Ένας εξάδελφος από τη Σουηδία με διαβατήριο, ο Αγιάντ, έφυγε τελικά με πλαστό διαβατήριο για τη Νορβηγία. Ο χωρισμός του Ταρίκ με την Κατερίνα αναπόφευκτος. Χρυσοπληρώνει το διαβατήριο ενός Αιγυπτιώτη και φεύγει για τη Λίγο πριν το τέλος του βιβλίου που ο Γρηγοριάδης μας κάνει γνωστή την ασχολία της καταγραφής των διηγημάτων του με το κείμενο «ΑΝΤΙ ΕΠΙΜΕΤΡΟΥ, Γράφοντας διηγήματα» μεσολαβεί το πρωτότυπο κείμενο 25]. «European Refugee Tourism: Διαδρομή Δυσκολίας Α΄», όπου μια ομάδα 28 Ευρωπαίων (χωρισμένη σε άλλες δύο) με ένα μικρό φορτηγό (ο οδηγός είναι και ο διακινητής) φτάνουν παράνομα στις αποθήκες του σταθμού του ΟΣΕ της Θεσσαλονίκης. Στο κείμενο πρωτοστατούν οι Σκαδιναβοί, η Λιβ (συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων) και ο Σβεν κοινωνιολόγος. Περιπλανώνται σε όλη την Ευρώπη για να φτάσουν στη Συρία για να βιώσουν την προσφυγική εμπειρία. Οκτώ μέρες από τον Σκαδιναβικό βορρά ίσαμε το Αιγαίο, θέλοντας να κάνουν «Ευρωπαϊκό προσφυγισμό». Αντίστροφη μέτρηση: οι Ευρωπαίοι στη θέση των προσφύγων. Καράβι της γραμμής: Θεσσαλονίκη-Καβάλα-Μυτιλήνη. Στο νησί η Λιβ παραχωρεί σε πρόσφυγα το κλειδί του σπιτιού της στη Σουηδία. Από Μόλυβο προς τις ακτές της Τουρκίας… Στη συνέχεια, «ξεναγοί» οπλισμένοι τους περνάνε στην εμπόλεμη ζώνη, για να τους δείξουν δρόμους και ερειπωμένες πόλεις. Περνάνε δέκα ώρες μέσα στο μικρό φορτηγό, που τελικά πλήττεται από οβίδα του Isis. Οι ορκισμένοι εκδικητές υπέρ του Ισλάμ αισθάνονται χαρά. Το κείμενο τελειώνει με τον Σύριο Αμίρ στο σπίτι του ζευγαριού. Βλέπει τη φωτογραφία του ζευγαριού στο ράφι της ξύλινης βιβλιοθήκης. Πίνοντας ένα αναψυκτικό που βρίσκει στο ψυγείο, εύχεται να είναι καλά όπου κι αν βρίσκονται. [Γ]. ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ: Η γραφίδα του Θεόδωρου Γρηγοριάδη μας διδάσκει με τον φακό της παγκοσμιότητάς του, επιτελώντας μια πορεία εύστοχα μεστή και πάντα ταγμένη στη σύγχρονη ζωή. Το ψέμα και ο εντυπωσιασμός δεν άγγιξαν ποτέ τη λογοτεχνία του. Ικανότατος και στο μυθιστόρημα αλλά και στο διήγημα, μας αναπαριστά τον κόσμο με τιμιότητα και στοχασμό. 1) Η άρτια γλώσσα, 2) η πρωτοτυπία του θέματος, 3) οι παραστατικές σκηνές, 4) η άψογη απόδοση των χαρακτήρων, 5) η ζυγιασμένη καταγραφή των ερωτικών σκηνών και τέλος 6) το απρόσμενο τέλος του κάθε διηγήματος, είναι εφόδια ενός ικανού και σπουδαίου συγγραφέα. Ας προσθέσουμε και κάτι ακόμα: Αν οι κριτικοί του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου διαπιστώνουν κάθε τόσο πως οι ντόπιες ταινίες χωλαίνουν στο σενάριο, τα διηγήματα αυτής της συλλογής Γιατί πρόδωσα την πατρίδα μου (αλλά και τα μυθιστορήματά του) προσφέρονται ώστε να αναγεννηθεί επιτέλους με επιτυχία κάθε κινηματογραφική απόπειρα, έχοντας πρωτίστως ένα εξασφαλισμένο και γερά δομημένο σενάριο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: