(Οχτώβρης 1940)
Ακέρια η γης εσείστηκε κι εβρόντηξε όλη η πλάση –
μια φούχτα άνθρωποι ανίσκιωτοι, μες σε μια φούχτα τόπο,
κάτι σπασμένα μάρμαρα, κάτι φαρδιά πλατάνια,
μόνο μπαρούτι τους το φως και σκάγια τους οι ελιές τους
και δίπλα τους η Παναγιά, κι η Λευτεριά μπροστά τους
να φέγγει απ’ το βαθύ καημό κι απ’ τα πορτοκαλάνθια.
Κι εκεί, στου δρόμου το σταυρό, στο μυστικό δαφνώνα,
να οι Θερμοπύλες έτοιμες, να και το Εικοσιένα,
όρθια τ’ αλέτρια κι οι πηγές, όρθιοι κι οι αποθαμένοι,
η Ελλάδα η μυριοπίκραντη με τα γαλάζια μάτια,
μ’ ένα σταμνί στην κεφαλή, μ’ ένα σπαθί στο χέρι,
κι απάνου στο χωμάτινο σπασμένο κεραμίδι
δυο καρβουνάκια κόκκινα κι ένα κουκκί λιβάνι,
η φλόγα της καλής αντρειάς, του δίκιου ο δυναμίτης –
κι ακέρια η γης εβρόντηξε κι ο κόσμος εφωτίστη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου