Με αφορμή την 18η Οκτωβρίου 1979, ημέρα της απονομής του Νόμπελ Λογοτεχνίας στον Οδυσσέα Ελύτη, και μέγιστης τιμής για την Ελλάδα, θυμήθηκα ένα αριστουργηματικό κείμενο του Διονύση Καψάλη, για τον Ελύτη, που φέρει τον τίτλο "Η άλλη μεριά της διαφάνειας":
Είναι πολύ δύσκολο να μιλήσεις για την ποίηση του Ελύτη συνολικά, κατά την πρώτη της αρχή· δύσκολο να μεταλλάξεις την αίσθηση που έχεις, της ιδιομορφίας ή της ιδιοσυστασίας του ποιητή, σε πραγματική σκέψη για τη θέση του έργου του στην ιστορία, στην αισθητική εμπειρία των αναγνωστών του και ακόμη στην αυτοσυνειδησία μας. Δεν είναι λίγες οι φορές, σε άλλες περιπτώσεις, που η αίσθηση αυτή σφάλλει· τα συγκεχυμένα μηνύματα που λαμβάνουμε για να σχηματίσουμε μέσα μας μια φυσιογνωμία την
πλαστογραφούν. Δεν είχαμε να κάνουμε με αληθινή ποιητική φυσιογνωμία, αλλά με το αποτύπωμα, μέσα μας, στην ίδια την ηθική συγκρότησή μας, μιας πολιτικής επιβολής, την οποία ονομάζουμε μέσα της μαζικής ενημέρωσης και η οποία μπορεί κάλλιστα να μεταμορφώσει τη φετιχισμένη πληροφορία -μήτε καν τεμαχισμένη γνώση- σε είδωλο συνόλου, σε ψευδή ολότητα. Μια φευγαλέα αίγλη, το πολύ, και τίποτε άλλο.
Παράδοξη δυσκολία
Είναι λοιπόν, και γι’ αυτούς τους λόγους, δύσκολο να μιλήσεις για τον Ελύτη συνολικά. Πρόκειται όμως για δυσκολία παράδοξη. Αφενός γιατί το έργο του Ελύτη οικοδομεί με τα χρόνια ένα είδος λυρικής συνέπειας που, κατά την άποψή μου, μόνο στον Σικελιανό μπορεί κανείς να τη βρει -ή, ανεστραμμένη, στον Καρυωτάκη- κι έτσι προσφέρεται, προγραμματικά, στη συνολική ανάγνωση. Αφετέρου, γιατί πολύ συχνά ο ίδιος ο Ελύτης μιλάει συνολικά για τον εαυτό του και την ποίησή του, όχι μόνο στα δοκίμιά του, αλλά, κυρίως, στα ίδια τα ποιήματα. Η ποίησή του αναδιπλώνεται με τα χρόνια σαν σύστημα ποιητικής και ζητά να ταυτιστεί υλικά με τα ποιήματά της, σε αλλεπάλληλες διαφάνειες και «επιστρώσεις διαδοχικές» όπου το πρόσωπο σχηματίζεται σαν έργο και το έργο διαφαίνεται και λειτουργεί μαζί με τους κανόνες του.
Αυτή η μεγάλη υπόθεση της λυρικής συνέπειας προκαταβάλλεται, όπως γνωρίζουμε, στους Προσανατολισμούς»: «Μάντεψε, κόπιασε, νιώσε: Από την άλλη μεριά είμαι ο ίδιος». Σαν να ήθελε, με την αρχή της διαφάνειας που ο ίδιος θεσπίζει, να μετατρέψει το χρόνο, τον πραγματικό, εξαρθρωμένο χρόνο του βίου και της πολιτείας μας, σε υπόθεση εργασίας για την ανάγνωση του έργου του, και τον αναγνώστη του σε ισόβιο συναυτουργό: αυτός, ο κατ’ εξοχήν “μη πολιτικός” ποιητής. Ποια είναι όμως η άλλη μεριά, η άλλη μεριά της διαφάνειας; Το ερώτημα ας μείνει προσώρας εκκρεμές.
Ίδιοι δρόμοι...
Τον φανταζόμαστε, λοιπόν, σ’ ένα διαμέρισμα της οδού Σκουφά, στο κέντρο της Αθήνας, «σ’ ένα παλαιών καιρών αλώνι που μπορεί να ’ναι και σε πολυκατοικία» («Φωτόδεντρο», σ. 64), να μηχανεύεται τα ρήματά του, απόλυτα δικόν μας κι όμως σαν ν’ ανήκει ήδη σε άλλη εποχή, περασμένη ή μελλούμενη· τον φανταζόμαστε μοναχικό κι όμως δημόσιο, σχεδόν δημοτικό, σαν έναν αναχωρητή που διαρκώς επιστρέφει στο ίδιο μέρος, που θα μπορούσε να 'ναι ο κοινός τόπος της δικής μας ιθαγένειας, πραγματικής είτε επινοημένης. Τον φανταζόμαστε, τη στιγμή που μπορούμε να τον δούμε ολοζώντανο, απόλυτα συμπολίτη μας, τόσο εδώ κάτω, όσο και στην «Ελλάδα τη δεύτερη, του επάνω κόσμου» («Μαρία Νεφέλη», σ. 27), να πορεύεται την καθημερινότητα των ίδιων δρόμων, «με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους», τόσο κοντά μας που λίγο θέλουμε να του απευθύνουμε το λόγο που εκείνος τεχνούργησε:
Άγγελε συ που κάπου εδώ γύρω πετάς
Πολυπαθής και αόρατος, πιάσε μου το χέρι
Χρυσωμένες έχουν τις παγίδες οι άνθρωποι
Κι είναι ανάγκη να μείνω απ’ τους απέξω.
Πολυπαθής και αόρατος, πιάσε μου το χέρι
Χρυσωμένες έχουν τις παγίδες οι άνθρωποι
Κι είναι ανάγκη να μείνω απ’ τους απέξω.
Επειδή και ο Αφανής, παρών αισθάνομαι πως είναι
Ο μόνος που τον ονομάζω Πρίγκιπα, όταν
Ήρεμα το σπίτι
Αγκυροβολημένο μεσ’ στο ηλιοβασίλεμα
Βγάνει άγνωστες λάμψεις
Και σαν από έφοδο, μια σκέψη
Εκεί που για τ’ αλλού τραβούσαμε αναπάντεχα μας κυριεύει.
Ο μόνος που τον ονομάζω Πρίγκιπα, όταν
Ήρεμα το σπίτι
Αγκυροβολημένο μεσ’ στο ηλιοβασίλεμα
Βγάνει άγνωστες λάμψεις
Και σαν από έφοδο, μια σκέψη
Εκεί που για τ’ αλλού τραβούσαμε αναπάντεχα μας κυριεύει.
(«Villa Natacha», Τα Ετεροθαλή, σσ. 48-49)
Δεν τον έχουμε συνηθίσει τον Ελύτη να αναμιγνύει τον ευδαιμονισμό του με αισθήματα καρυωτακικά (μ’ εκείνο, αίφνης, το «σωριάσου πρηνής / όταν ακούσεις ανθρώπους). Αλλά για να είναι παρών, αυτός ο αφανής, χρειάζεται να αφομοιώσει μεγάλες δόσεις από τον πόνο τού Καρυωτάκη, να συμπεριλάβει «στη στάση την τρομαχτική του αθώου» («Έξι και μία τύψεις...» σ.11) κάτι από την τρομώδη, παρανοϊκή ικεσία του αυτόχειρα.
Τον φανταζόμαστε λοιπόν «μεσ’ στην πολλή συνάφεια» ν’ αναχωρεί και να έρχεται κι όμως να στέκει ακίνητος, έτοιμος να δεξιωθεί τα μέτρα των καιρών, με τον πόνο τού Καρυωτάκη, τη δόξα του Σολωμού, τη λυρική ευδαιμονία του Σικελιανού, και την ετοιμότητα του Κάλβου: «φθάνουσι /μακράν εδώ, όπου κάθομαι μουσικά μέτρα». Τον φανταζόμαστε σ’ ένα αστικό διαμέρισμα, που μπορεί να ’ναι και το κέντρο του ελληνικού λυρισμού, να ξαγρυπνά με τους απόηχους της κάλβειας καιρονομίας:
Περνάν τα οχήματα της Πυροσβεστικής, για ποιαν από τις πυρκαγιές
Κανείς δεν ξέρει. Σ’ ένα δωμάτιο τέσσερα επί πέντε ντουμάνιασε ο καπνός.
Προεξέχουν μόνον
Η κόλλα το χαρτί και η γραφομηχανή μου.
Πλήκτρα χτυπά ο Θεός και αμέτρητα είναι τα βάσανα έως το ταβάνι
(“Περασμένα μεσάνυχτα”, «Τα ελεγεία της Οξώπετρας», σ.20)
Κανείς δεν ξέρει. Σ’ ένα δωμάτιο τέσσερα επί πέντε ντουμάνιασε ο καπνός.
Προεξέχουν μόνον
Η κόλλα το χαρτί και η γραφομηχανή μου.
Πλήκτρα χτυπά ο Θεός και αμέτρητα είναι τα βάσανα έως το ταβάνι
(“Περασμένα μεσάνυχτα”, «Τα ελεγεία της Οξώπετρας», σ.20)
«Περασμένα μεσάνυχτα σ’ όλη μου τη ζωή» είναι η ελεγειακή επωδός τού πρόσφατου αυτού ποιήματος. Μήτε με καβαφικά αισθήματα τον είχαμε συνηθίσει τον Ελύτη. Δεν φανταζόμασταν ίσως ότι τόση προγραμματική νεότητα θ’ αφηνόταν ποτέ να στοχαστεί την έκπτωση· ότι ο μετάρσιος λόγος, τόσο φανατικά προσηλωμένος στο επουράνιο υπέδαφος και στην εξόρυξη τιμαλφών «γλωσσικών πυρήνων», θα εμφανιζόταν ποτέ τόσο πεζά γειωμένος μέσα στον κοινό τόπο της καβαφικής αναφώνησης: «Δώδεκα και μίση. Πώς πέρασαν τα χρόνια.»
Και σκεφτόμαστε ότι τέτοια αυτοβιογραφική αμεσότητα σπανίζει στην ποίησή του, όταν μάλιστα απεκδύεται το λινό καλοκαίρι του ελληνοπόρου, για να πάρει επάνω της το δύσκολο σχήμα μιας αστικής, καρυωτακικής καθημερινότητας, μιας χειμέριας εκμυστήρευσης πολύ κοντά στο πλήρωμα του χρόνου, πολύ κοντά στο παράπονο του βιοποριστή. Σκεφτόμαστε κατόπιν ότι ο πόνος αυτός δεν είναι ξένος στο έργο του· θυμόμαστε λόγου χάρη εκείνο το «Ζούσε ακόμη μ’ ένα λαχούρι σκοτεινό στους ώμους η μητέρα μου» και αναγνωρίζουμε την καταστατική αναγκαιότητα της αυτοβιογραφικής τροπής· ότι σ’ αυτή τη διαρκή συνδιαλλαγή ορατών και αόρατων, σ’ αυτό το σύστημα των αναλογιών που διευθετεί το λυρικό σύμπαν του Ελύτη, δεν θα μπορούσε ποτέ να λείπει αυτός ο τόνος. Υποψιαζόμαστε όμως ότι, αντίθετα με άλλους ποιητές που θύουν εξ υπαρχής στη βιωματική αυθεντικότητα, ο Ελύτης χρειάστηκε ολόκληρο λυρικό βίο για να κατορθώσει αυτή την αμεσότητα και να στερεώσει το πρόσωπό του.
Η μυθοποιία
Και αίφνης το γεγονός ότι ο ποιητής αυτός υπάρχει ακόμη ανάμεσά μας*, με την εύθραυστη οικειότητα που έχουν τα πράγματα που μας δίνουν το μέτρο, αποκτά για μας το μέγεθος μιας αξίας, γίνεται σημείο αναφοράς και προσανατολισμού. Τι ποσοστά βιώσιμου ήθους διακινεί αυτή η αξία, τι μεταφέρει ανεξαργύρωτο στο παρόν και τι καταποντίζει στο παρελθόν; Τι ακριβώς μυθολογείται μ’ αυτή την παρουσία και τι κρίνεται; «Πρώτον δε υμίν επεστατέον τοις μυθοποωίς», μας προειδοποιεί ανέκαθεν ο φιλόσοφος. Ενώ ο σοφιστής, στο άλλο άκρο της παλαιάς αυτής εκκρεμότητας, υπερασπίζεται το μύγα δώρο της μυθοποιίας: «λόγος δυνάστης μεγας εστίν, ος σμικροτάτω σώματι και αφανεστάτω θεώτατα έργα αποτελεί». Και ο Ελύτης; Αυτός, ο μέγας δυνάστης του νεοελληνικού λόγου, εγκατεστημένος χρόνια τώρα στην ίδια εκκρεμότητα, πασχίζει να μας πείσει ότι η ακαταμάχητη γοητεία του λόγου του λειτουργεί ηθικά, είναι εξ αρχής ρυθμισμένη να υπηρετεί λειτουργικές ανάγκες· ότι ο όμορφος κόσμος της ποίησης είναι κατά βάθος ο ηθικός κόσμος του βίου μας, ο αγγελικά πλασμένος με παραδείσιες δυνατότητες, όσες ελλοχεύουν στη γλώσσα μας και λαμπρύνουν αναλόγως την ορατότητα του φυσικού κόσμου.
Οδηγούμαστε έτσι σε κρισιμότερη διατύπωση του ερωτήματος μας: Είναι δυνατόν να μιλήσει κανείς για τις ανθρώπινες αξίες που μας απευθύνει η ποίηση, χωρίς να ηθικολογήσει; Είναι δυνατόν να σκεφτεί κανείς την ποίηση κριτικά, σχεδόν καχύποπτα, όπως αρμόζει στη μη κριτική εποχή μας, και να προσβλέπει συνάμα σε εκείνο το δυσμετάφραστο σέβας, που τόσο πολύ απέχει από το δικό μας σεβασμό και τόσο πολύ συγχέεται με εκείνον; Το σέβας, ας πούμε, που επικαλείται ο Δεσμώτης Προμηθέας, ισόθεος και όμως πάσχων χάριν των θνητών:
ώ μητρός εμής σέβας, ώ πάντων
αιθήρ κοινόν φάος ελίσσων,
εσοράς μ’ ώς έκδικα πάσχω.
αιθήρ κοινόν φάος ελίσσων,
εσοράς μ’ ώς έκδικα πάσχω.
Το ίδιο σέβας που συνέχει τον Ανδρέα Κάλβο μπροστά στη μορφή της πεθαμένης μητέρας του, στην «Εις Θάνατον» ωδή:
Ω φωνή, ώ μητέρα,
ώ των πρώτων μου χρόνων
σταθερά παρηγόρησις·
όμματ’ όπου με εβρέχατε
με γλυκά δάκρυα.
ώ των πρώτων μου χρόνων
σταθερά παρηγόρησις·
όμματ’ όπου με εβρέχατε
με γλυκά δάκρυα.
Το ίδιο σέβας που πνέει ευεργετικά στους στίχους του Ελύτη, όποτε σταθούν κι αυτοί, με σκοτεινή κάποτε προσήλωση , στη λέξη «μητέρα»:
Όπως μετά την εκπυρσοκρότηση, σ’ ένα παρατεταμένο κενό, άρχισε ν’ αναδύεται το παλιό προγονικό τοπίο. Έλειπε απ’ τη θέση της η γιαγιά και οι δείχτες από το ρολόι του τοίχου.
Στο μέρος όπου είχα πρωτοϊδεί την Παναγία (ή την Μητέρα μου) μύριζε καμένο πεύκο και συγχώρεση.
Στο μέρος όπου είχα πρωτοϊδεί την Παναγία (ή την Μητέρα μου) μύριζε καμένο πεύκο και συγχώρεση.
(«Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου», σ. 21).
Το ίδιο σέβας, τέλος, που αναδύεται ως ηθικό αίτημα στην ποίηση του Σολωμού, του Κάλβου και του Ελύτη, και το οποίο δεν θα δίσταζα να τ’ ονομάσω φύση, εάν υπήρχε η δυνατότητα να το κρατήσουμε μακριά από κάθε έννοια πρόωρης συμφιλίωσης, παραδοσιακής φυσιολατρείας και σύγχρονου οικολογικού ευσεβισμού. Ο λυρισμός υπήρξε ανέκαθεν η ποίηση του προσώπου, δηλαδή της αποστροφής και της προσωποποιίας· αλλά η ηθική του διάρκεια κρίνεται σήμερα, σε μεγάλο βαθμό, απ’ τη δυνατότητά του να κινηθεί προς μια φύση που δε μυθολογείται πια σαν ιδεατή αφετηρία, αλλά εγκαθιδρύεται ως αυτό που περισσεύει, απόλυτα και ευεργετικά, μετά από κάθε προσπάθεια εξανθρωπισμού. Η λυρική μηχανή του Ελύτη πολιτογραφεί την ουτοπία σαν πραγματική εκκρεμότητα: ανάμεσα σε μια φύση δεινή, που πρέπει να παραμείνει εκπληκτικά βουβή, απαραβίαστη, και στο έντεχνο κάλλος ενός προμηθεϊκού λόγου, που εν τούτοις φλέγεται για να συλλάβει και να εκφράσει τα μυστικά της. Αυτή η εκκρεμότητα αποτελεί και τη βαθύτερη ηθική της ποίησής του.
*επειδή το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στις "Επτά Ημέρες" της Καθημερινής, την 25η Σεπτεμβρίου του 1994
{Φωτ: Ο ποιητής σε μια περιδιάβασή του στους δρόμους του Παρισιού, το 1972}
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου