Κάθε ανθολογία, όταν εκδίδεται, δίνει υπόσταση στους ανθολογούμενους ποιητές και ποιήτριες μ’ έναν κοινό παρονομαστή που αφορά τον χώρο, τον χρόνο, τη γενιά, έναν παρονομαστή, εν τέλει, διυποκειμενικό και διακειμενικό. Με άλλα λόγια, αντιλαμβανόμαστε την κάθε ανθολογία με τον τρόπο που ο Μισέλ Φουκώ προσπάθησε να ορίσει τη διαλεκτική, δηλαδή, «σαν συντονισμό από ασυμμετρότητες» (Jameson 2007, σελ. 74). Πρόκειται για μια ευκαιρία να αναζητήσουμε καθολικές κατηγορίες «ομολογίας» μεταξύ των ανθολογούμενων, αντί μιας εμμονικής επιβεβαίωσης του «μοναδικού» ποιητικού υποκειμένου. Μέσω της αφαίρεσης, παράγονται καθολικές κατηγορίες βάσει των οποίων ταξινομούνται ποιητές και ποιήτριες που εμφανίζουν παρόμοια ή και ταυτόσημα
χαρακτηριστικά (Jameson 2007, σελ. 74)[2]. Η ανθολογία λοιπόν, γεννιέται ως μια προσπάθεια να συγκρατηθούν μέσα στο πλαίσιο μιας ενιαίας σκέψης ή γλώσσας όλα τα αντιφατικά στοιχεία και οι ενδεχόμενες ριζικές διαφορές[3]. Σε κάθε εποχή οι άνθρωποι υπόκεινται σε μια αντιφατική σχέση: από τη μια είναι ελεύθεροι να δημιουργήσουν και να ζήσουν όπως εκείνοι επιθυμούν πραγματικά, και από την άλλη, είναι συνεχώς αντιμέτωποι με μια κοινωνική αναγκαιότητα. Σύμφωνα, άλλωστε, με την περίφημη φράση του Μαρξ από την 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη «oι άνθρωποι δημιουργούν οι ίδιοι την Ιστορία τους, αλλά όχι όπως επιθυμούν, όχι με τις συνθήκες που οι ίδιοι επιλέγουν, αλλά με τις υπάρχουσες, τις δεδομένες που κληροδοτήθηκαν από το παρελθόν». Η αρχή που καθορίζει την πρακτική των ανθρώπων προκύπτει από τη δημιουργική σχέση τους με το εξωτερικό περιβάλλον αφήνοντας ευρύ περιθώριο επιλογών, αλλά και από την προδιάθεση του ατόμου που αποτελεί προϊόν των διαφόρων οικονομικών και κοινωνικών διαδικασιών και λειτουργεί δεσμευτικά. Με όμοιο τρόπο, ο λόγος για τον Μπένγιαμιν διαθέτει αντικειμενική λειτουργία αλλά εξατομικευμένη ποικιλία, ενώ ο Ντίλταϋ αρνείται ότι βιώνουμε τον κόσμο σαν μια σειρά από γυμνά δεδομένα που καθαυτά δεν έχουν αξία ή νόημα. Αντιθέτως πίστευε ότι ο κόσμος μάς δίνεται μόνο ως εμπειρία που έχει ήδη νόημα (Zimmermann 2015, σελ. 29). Τοποθετώντας τον καλλιτέχνη στο ίδιο μοτίβο αυτής της γόνιμης αντίφασης, ερχόμαστε αντιμέτωποι με το ερώτημα σχετικά με την πλήρη αυτονομία (ελευθερία) του καλλιτεχνικού υποκειμένου από τη μια, και την έκφραση του καλλιτεχνικού υποκειμένου, δέσμια στο κοινωνικό γίγνεσθαι (αναγκαιότητα), από την άλλη. Σε αυτό, λοιπόν, το μοτίβο μπορούμε να σκεφτούμε μια ενότητα αντιθέσεων, μια διαλεκτική ενότητα δύο αντίθετων πόλων.
H συνέχει πατώντας εδώ: http://www.thraca.gr/2019/10/blog-post_19.html?spref=fb&fbclid=IwAR3_IS2iYARbZcveDsnR9CtfvvPzg5d8ziWR1jc4Mkf5sqCR_FuM9UU9paU
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου