Το χαμένο ποίημα, η πρόσφατη ποιητική συλλογή της Ζέφης Δαράκη, αποτελεί μια ακόμη ψηφίδα στο έργο της. Όπως εύστοχα η Άννα Κατσιγιάννη, βασισμένη και σε παλαιότερες αποτιμήσεις, παρατήρησε, πριν μερικά χρόνια, πρόκειται για «“work in progress”, ένα εκτεταμένο συνθετικό ποίημα, χωρίς στίξη, όπου ο κόσμος διόλου παγιωμένος, αναπαριστάται ρευστός και φευγαλέος.».[1]
Και σε αυτή τη συλλογή παρούσα είναι η πάγια απεύθυνση σε ένα εσύ που φαίνεται συνήθως απόν, πότε αποτελώντας την ανάμνηση του αγαπημένου, πότε την αντανάκλαση του εγώ στους πολυάριθμους καθρέφτες του σύμπαντος της Δαράκη,
ενώ άλλοτε είναι ο αναγνώστης. Τα επτά πρώτα ποιήματα, η πρώτη ενότητα της συλλογής, προβάλλουν το μοναχικό εγώ μπροστά στο αναπόδραστο -«Καθώς με χτυπάει κατά πρόσωπο το/μ η π ε ρ α ι τ έ ρ ω»-, καθιστώντας αναγκαιότητα το διάλογο με το εσύ, έστω και απόν. Στην τελευταία ενότητα «Το χαμένο ποίημα» η αναγκαιότητα γίνεται πράξη, ο διάλογος πλέον πραγματώνεται με το ποίημα, με το χαμένο ποίημα: «Το ποίημα που χάθηκε/σε μια δική του νύχτα/ψάχνοντας τα ίχνη του,/τριγυρνάει μόνο του/ εκτός «Απάντων»/ φιλαναγνώστη, μιας κατοικίδιας ποίησης»/. Σταθερή η αυτοαναφορικότητα της Δαράκη βλέπει την ποίηση ως απείκασμα του ονειρικού κόσμου ως καταφυγή και εφιάλτη, ως συνομιλητή, μόνιμο συνοδοιπόρο: «Στο αίμα μου έπηξε μαύρισε/ η ποίηση κι η θλίψη» γράφει με προσωπείο τον Hölderlin. Ο στίχος «Μέσα στην ποίηση όμως είναι σκοτεινά…» μεταφέρεται από Το μοναχικό φάντασμα της Λένας Όλεμ Θάλεια του 1982 στο Η σπηλιά με τα βεγγαλικά του 2014 ή μεταλλάσσεται σε «Η ποίηση πηγαίνει ονειρόπληκτη από θαύμα σε θαύμα» (Η σπηλιά με τα βεγγαλικά 2014). Ακόμη, και σε αυτή τη συλλογή του 2018, η ποίηση παραμένει ως μόνη σταθερά στο παιχνίδι της επικοινωνίας: «Μίλησέ μου, ικετεύω/τον σπασμένο βυθό/ενός στίχου…» («Στον σπασμένο βυθό ενός στίχου»). Ωστόσο, υποφώσκει πάντα το ερώτημα του εάν η ποίηση μπορεί να (αντι-υπο)καθιστά το απωλεσθέν Εσύ: «Άλλωστε όλη η τέχνη – ένας σπασμός/ ένα χαμένο ποίημα είναι που/σαν εκκρεμές σημαίνει// -πού ήσουν;-πού ήμουν…/-πού ήσουν;-πού ήμουν…» κλείνει η συλλογή.
Η συμπλοκή ονειρικού («Πέφτω στα γόνατα του ονείρου» –Η σπηλιά με τα βεγγαλικά 2014) μετατοπίζει στο χώρο του ασαφούς φανταστικού το πραγματικό του οποίου οι λεπτομέρειες υπακούν στη νομοτέλεια της εσωτερικής ζωής, («στο μαύρο οβάλ του χρόνου»-Σε ονομάζω θα πει σε χάνω 2008˙ «Πέφτω στα γόνατα του ονείρου/ καταφιλώντας τις στάχτες του/» –Η σπηλιά με τα βεγγαλικά 2014): «εμένα με περικυκλώνει η Όνειρος/ ενός μυστικού θεάματος» γράφει υποστασιοποιώντας και σχεδόν θεοποιώντας ξανά το όνειρο στο Χαμένο ποίημα (βλ. και στα πεζά Η Όνειρος 1990). Δημιουργείται έτσι ένα μεταιχμιακό σημείο: «Τα όνειρα- αυτά τα ξαφνιασμένα παιχνίδια της/ λογικής,/πέφτουνε δίχως ήχο και δίχως φως/παρακινώντας μονάχα το σκοτάδι/». Αυτή η ζωή του ονείρου και ταυτόχρονα η ζωή στο όνειρο, ρευστή και ασαφής («Σε κορόιδεψα! Ακούω τη φωνή/ του ονείρου/ Αντικατοπτρισμός-οφθαλμαπάτη ήμουν!»), παράγει μια ιδιόλεκτο της Δαράκη, χαρακτηριστικά εδραιωμένη στην πορεία της. Ο ύπνος δεν αποτελεί την απώλεια της συνείδησης του ορατού/υπαρκτού κόσμου αλλά τη μετάβαση στο χώρο της εσωτερικής ζωής όπου η μετάπλαση της εμπειρίας με τους αβέβαιους όρους του ονείρου μπορεί να δώσει νόημα στην ίδια την πραγματική ζωή. ΄Ετσι, πράγματι, Ο ύπνος είναι ρόδο ( συλλογή του 2016).
Αλλά το ονειρικό στοιχείο δε συνεπάγεται τον περιορισμό στο χώρο του αποκλειστικά ιδιωτικού και την απώθηση του δημόσιου. Η ενότητα «Οδοιπορία» της συλλογής αντλεί από την πρόσφατη ιστορική συγκυρία: το προσφυγικό. Το σολωμικό μότο (κλαίγε κλαίγε ελευθερία…) εύστοχα συνδέει το παρελθόν με το παρόν το οποίο παρέχει τις ποιητικές εικόνες: «…Καλά καλά δε θυμάμαι/ το πλεούμενο/Κάτω απ’ τις σκάλες/τις φωνές των επιζώντων[…] Παγωμένε μικρέ μου Άλαντ, από/ παγίδα σε παγίδα/ στα ίδια δάκρυα κυλάμε…». Σαν συλλογικό θρηνητικό επιμύθιο στο παραπάνω ποίημα προστίθεται το δημοτικό «…σ’ το ‘πα και σ’ το ξαναλέω στο γιαλό/μην κατεβείς…». Η ιστορική πραγματικότητα συνάπτεται και με το χαμένο επαναστατικό όραμα -το οποίο τροφοδοτεί εν μέρει και ο διάλογος με τον Μαγιακόφσκι: «Κι από τα βάθη των επαναστάσεων/τα κείμενα κι οι μουσικές και τα χρώματα/ είναι μια βία πάνω σου η τέχνη – η έμφλογη επιλογή» (Ερήμωνε 2012)- . Στο Χαμένο ποίημα πλέον τα πράγματα καταστάλαξαν ταυτίζοντας την απώλεια στο ατομικό επίπεδο με αυτήν στο συλλογικό: «Υπήρχε μια λέξη,/επανάσταση – όπως όταν έλεγες,/ τι απελπισμένα που σε θέλω/Υπάρχει μια λέξη,/ επανάσταση/Που αποτυχαίνει/» (εν ουτοπία).
Η συνομιλία με λογοτέχνες λειτουργεί ως αναφορά στις επιρροές και τους συνοδοιπόρους: Σολωμό, Χαίρντερλιν, Παπαδιαμάντη, Κάλβο και στο ποίημα «η παρέα» αναφορές με τα μικρά τους ονόματα στην παρέα του Βύρωνα Λεοντάρη: «Καθόντουσαν εκεί- ο Μανόλης ο Γεράσιμος ο Βύρων ο Ανδρέας ο Μάριος ο Τάσος ο Μάρκος ο Στέφανος ο Αντώνης…»˙ φιλοσόφους (σταθερά ο Κίρκεγκαρντ και η Ρεγγίνα του)˙ εμβληματικούς λογοτεχνικούς χαρακτήρες (Μποβαρύ, Καρένινα).
Ωστόσο, παρά την κίνηση σε ένα ποιητικό σύμπαν, με πάγια γνωρίσματα, η συλλογή σηματοδοτεί ένα «Αποδώ και πέρα», που ορίζεται σχεδόν στο ποίημα «στους περαστικούς»: «Αποδώ και πέρα. Θα χαρίζω τα ποιήματά μου/ στους περαστικούς// καθώς οι σημασίες εξατμίζονται». Η απώλεια νοήματος πλέον σχεδόν οριστικοποιείται ενώ η τυχαιότητα επιβάλλεται στην πορεία των ποιημάτων από το δημιουργό προς τους αναγνώστες που σημαίνονται ως «περαστικοί» ενισχύοντας την αδυναμία επικοινωνίας, σε ένα πεδίο απόλυτα πακτωμένο στο αναπόδραστο: «αν αυτή η γυναίκα έφυγε, /πάει έφυγε/αν τα χέρια της γέμισαν λουλούδια, πάει γέμισαν/αν τη σκέπασε η λήθη,/πάει τη σκέπασε». Τα αποσιωπητικά με τα οποία πολλά ποιήματα ξεκινούν, όπως εξάλλου παρατηρείται και σε άλλες συλλογές της Δαράκη, υποδεικνύουν την επικοινωνία ως ημιτελή ή χωρίς αρχή ή ως αποτέλεσμα πρώτα ενός σιωπηλού μονολόγου που εξωτερικεύεται μήπως και βρει αποδέκτη σε έναν χώρο τραγικά κενό: «…από το θρίαμβο του τίποτα, επάνω στο ελάχιστο/κάτι της ψυχής/-…» τελειώνει ένα από τα ποιήματα, υποβάλλοντας αυτήν την ατελή επικοινωνία.
Αντιθετικά ζεύγη σκοτάδι-φως, παρελθόν-παρόν αλλά και η έννοια του χρόνου («στα ερείπια ενός μέλλοντος παρόντος»), σιωπή-λόγος (ως ποίημα), το βίωμα ως απώλεια και απουσία, ως φθορά και μνήμη, οι (ονειρικοί και πραγματικοί) κήποι -Η προτελευταία ενότητα τιτλοφορείται «Ήρθαν και φύγανε οι κήποι»-, αποτελούν το δυναμικό υπόβαθρο της συλλογής, έννοιες που εδραιώνουν την ποίηση της Δαράκη ως υπαρξιακή, και συμπληρώνονται από τις επανερχόμενες αναφορές στον Κίρκεγκαρντ: «Ποιος υποδύεται εκείνο τον Soeren με χειρονομίες και/με νοήματα διακωμωδώντας την αιώνια πληγή μου/» (Ερήμωνε 2012). Και στο Χαμένο ποίημα: «Η ειρωνεία δεν αφαιρεί τίποτα/ από την περιπάθεια/παραμιλούσε ο Søren/που ακόμη σουλατσάριζε στο Εστεργκάιδ».
Ποιήματα τροφοδοτημένα από όλο το φάσμα αυτού που ονομάζουμε «υπαρξιακή» ποίηση, και με το αντίστοιχο φιλοσοφικό υπόβαθρο, μας παρουσιάζει και πάλι η Ζέφη Δαράκη. Η ώριμη στοχαστικότητα, η ενατένιση του παρελθόντος και του παρόντος με συμπυκνωμένη την εμπειρία, του βίου και της τέχνης, οι ποιητικές σταθερές, ολοένα και πιο λιτές και συμπυκνωμένες, η οικονομία εκφραστικών μέσων, η ισχυρή εικονοποιία, όλα, ανάγουν Το χαμένο ποίημα σε κορύφωση και συναίρεση ενός πολύχρονου και σημαντικού έργου.
[1] Άννα Κατσιγιάννη, «Το άρρητο της Ποίησης και οι μεταμορφώσεις του Άλλου στην ποιητική συλλογή Ερήμωνε της Ζέφης Δαράκη»
info: Ζέφη Δαράκη, Το χαμένο ποίημα, Νεφέλη 2018
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου