5.10.19

Λένα Καλαϊτζή- Οφλίδη, Σίμος Οφλίδης «Ρετούς, το τρυφερό χάδι του ψέματος», Εκδόσεις Νησίδες

Γράφει η Τζένη Μανάκη //
Λένα Καλαϊτζή- Οφλίδη, Σίμος Οφλίδης «Ρετούς, το τρυφερό χάδι του ψέματος», Εκδόσεις Νησίδες, σελ. 292

«Η στιγμή της φωτογράφισης! Ένα ακατανόητο μαγικό κόλπο. Για λίγο, για ελάχιστο λίγο, έγινα εγώ ο μάγος, όχι ο οιωνοσκόπος του μέλλοντός μας αλλά ο γητευτής  του φοβισμένου παρόντος.  Στα δύο μέτρα μπροστά μου στέκονταν άνθρωποι, εμείς,  στο φυσικό τους μέγεθος, με την προσποίηση της ηρεμίας στο πρόσωπο.  Κοίταξα μέσα από το σκόπευτρο και ήταν πάλι εκεί όλοι παρόντες οι ίδιοι άνθρωποι, οι ίδιες φιγούρες, με τα πόδια τους, τα χέρια τους, τον τρομαγμένο μορφασμό που πάει να γίνει χαμόγελο. Και πώς γινόταν να χωρούν όλοι αυτοί σ’ ένα τόσα δα μικρό πραγματάκι; Μαγικό!»


Αυτή ήταν η πρώτη επαφή με τη φωτογραφική μηχανή του τότε μικρού Αλέκου, που έμελε να σημαδέψει ολόκληρη τη ζωή, τη δική του αλλά και του δίδυμου αδελφού του  Παναγή.
Μαζί εγκαταλείπουν το φανταστικό Ζαράκοβο και φθάνουν στη Θεσσαλονίκη μετά τον πόλεμο, αφού απέφυγαν τον τρόμο της εκτέλεσης  από τους Γερμανούς που είχαν επιτάξει το σπίτι τους: «Λουσμένοι στον ιδρώτα περιμέναμε το μπαμ που θα μας αποτελείωνε. Ακούστηκε μόνο ένα τζούφιο κλακ.  – Αχ καλέ φωτογραφία μας έβγαλε !» η πρώτη τους οικογενειακή φωτογραφία μαζί με τους κατακτητές “Alles zuzammen!”. Εδώ μπορεί να παρεισφρήσει η παρεξήγηση από το υποτιθέμενα  αδιάψευστο φωτογραφικό  στοιχείο.
«Η φωτογραφία συνήθως θεωρείται ατράνταχτο αποδειχτικό στοιχείο. Ακόμα και η στημένη. Στοιχείο ενοχής, βέβαια, για τα αξιόποινα μιλάμε. Μπορεί να σε καταδικάσει οριστικά. “Ήσουν εκεί”, σου λέει ο άλλος, “Να η απόδειξη, γιατί το κρύβεις ;”» 
Το συγγραφικό ζεύγος Οφλίδη σ’ αυτή τη μυθιστορηματική τους κατάθεση έχουν πετύχει τη σύζευξη του αστείου με το δραματικό, πράγμα σχεδόν ασύνηθες για τη νεοελληνική λογοτεχνία. Αυτό είναι το στοιχείο, κατά την άποψή μου, που κάνει τόσο ελκυστική την αφήγησή τους – κατά τα λοιπά δουλεμένη στην τελευταία λεπτομέρεια, με ύφος γλαφυρό και λυρικές πινελιές, στοιχεία της συγγραφικής τους δεινότητας.

Σκηνές τραγικές, που εξιστορούνται με όλη τη δραματικότητα που επωμίζονται από τα γεγονότα, διανθίζονται με χιουμοριστικές, σατιρικές  ριπές και γκροτέσκο στοιχεία,  και χαρίζουν αυτή την αληθινή νότα του μη σοβαρού που κανονικά πρέπει να έχει κανείς γι αυτή την εφήμερη περιπέτεια της ζωής και να χαμογελά με την αμφισημία της.
Τα δυο αδέλφια έζησαν τη φρίκη του εμφύλιου  που ακολούθησε με την ένταξη της αδελφής τους, Εσπερίας, στην ΕΠΟΝ «ζωσμένης χιαστί δυο σειρές φυσεκλίκια, μορφή η Εσπερία, να την κάνεις αφίσα!» Ήρθαν αντιμέτωπα με «τα παλουκωμένα κεφάλια» έξω από την αυλή του σχολείου «προς παραδειγματισμόν» – αρχή για τα δύο παιδιά να πάψουν να περιγελούν τον θάνατο.

Στη Θεσσαλονίκη λοιπόν… Προσφυγικά, φτώχεια, άθλια διαβίωση «οι καλές προοπτικές μοιάζουν τόσο απίθανες όσο και το χιόνι Ιούνη μήνα».
Πρώτη εργασιακή εμπειρία το ημιυπόγειο  εργαστήριο πασουμιών – σπηλιά της κόλασης να τσιγαρίζονται οι καταδικασμένοι- του στυγνού εργοδότη Αργυριάδη.
Σπαρταριστά αφηγείται ο Αλέκος την πρώτη ερωτική του εμπειρία με την πόρνη Μόλη:
«Αφήνομαι στα έμπειρα χέρια της όπως πιτσιρικάς στη μάνα μου για να με λούσει στη σκάφη. Ύστερα με βάζει να ξαπλώσω πάνω σ’ ένα κρεβάτι, σκεπασμένο με μια ξεφτισμένη στρατιωτική κουβέρτα και μαξιλάρι νοτισμένο από τις μυρωδιές των εκατόν τριάντα τελευταίων αρσενικών που ξεπέταξε η ακάματη Μόλη. Με πλησιάζει πάνω από το κρεβάτι, η κολόνια της με πνίγει. Κλείνω τα μάτια. Τα κλείνω σφιχτά, μην κάνουν την κουταμάρα και ανοίξουν. Και ο Πολιούχος Άγιος, ο Μυροβλύτης, ο Ελεήμων, ο Προστάτης της Πόλης, ο Μεγαλομάρτυρας και Αθλοφόρος από την κατακόμβη στα σπλάχνα της εκκλησίας του, ρίχνει μια ματιά όλο συμπόνια μέσα στο τουρκόσπιτο της πλατείας Βαρδαρίου και κάνει το θαύμα του.» 

Κάποτε συμβαίνει και το άλλο θαύμα να προσληφθούν από έναν επαγγελματία φωτογράφο, όπου μαθαίνουν την τέχνη. Με την πάροδο του χρόνου το φώτο Μιστράλ είναι γεγονός και ιδιοκτήτες ο Παναγής και ο Αλέκος. Με τη δεξιοτεχνία τους προσφέρουν στους πελάτες τους το όνειρο. Να γίνουν αυτό που δεν είναι, αυτό που θα ήθελαν να είναι.
  
Είναι ακριβώς αυτό το στοιχείο στο οποίο εστιάζει το βιβλίο. Στη μεταμφίεση, στη συγκάλυψη, στον συντηρητισμό, στον μιμητισμό για να μη μείνουμε έξω από το σύγχρονο διεθνές παιγνίδι. Μία μικρογραφία της Ελλάδας μετά τον εμφύλιο μέχρι το 2013, όπου το πολύχρωμο όνειρο του νέου αιώνα αποδεικνύεται ασπρόμαυρο με τάση να χάσει μέρος του λευκού… 
  
Μέσα από την αφήγηση παρελαύνουν Όλα τα ιστορικοκοινωνικά γεγονότα με αρχή τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, τον εμφύλιο, τη δικτατορία των Συνταγματαρχών, τη Μεταπολίτευση, την πανηγυρική έλευση του νέου αιώνα.
«“Τι είναι μιλένιουμ;”
Τι να εξηγήσω στο Ναϊράκι, που με τραβάει από το μανίκι; Είναι το τέλος μιας εποχής, μικρή μου, μπορώ να της απαντήσω με το κύρος που έχουν πάντα τα λόγια του παππού. Είναι η αρχή μιας άλλης. Ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής τελείωσε, το κοντέρ του χρόνου έγραψε χίλια. Όσο προλάβουμε. Εγώ, εμείς. Εσύ μετά συνεχίζεις. 
Δεν θα της έλεγα αυτό που πίστευα ακριβώς, πως πρόκειται για μια τεράστια, παγκόσμια κοροϊδία, μια οικουμενική εμμονή, παράσταση χωρίς τελικά νόημα».

Όλα ανιστορούνται με ενάργεια, ιστορική ακρίβεια μέσα από την ουμανιστική ματιά των συγγραφέων, χωρίς να λείπει η σατυρική διάθεση και το κωμικό στοιχείο.
Μπακράουντ στις μικρές ανθρώπινες ιστορίες και τη μεγάλη Ιστορία:
Η Θεσσαλονίκη. Η πόλη σε όλες της τις εκφάνσεις. Με τις προδοσίες της (Εβραίοι – στρατόπεδα- περιουσίες)_,το παρακράτος της, τις άδικες δολοφονίες (Πόλκ, Λαμπράκης), τις  από σκοπού ή από λάθος (;) εκτίμηση (Παγκρατίδης), τις διαδηλώσεις της, την εγκληματικότητα αλλά και τις ομορφιές της, τα αιματοβαμμένα δειλινά, τις ανηφοριές της, τον »Λευκοπύργο» της, τον Θερμαϊκό!
Χαρακτηριστικά της αφήγησης που εκτυλίσσεται σε δύο χρόνους με επαναλαμβανόμενα flash-back – και παρά το ευρύ χρονικό φάσμα δεν πλατειάζει-  είναι η νοσταλγία, η τρυφερότητα και κυρίως η ανθρωπιά που απαντάται κυρίως στο παρελθόν, παρά τους χαλεπούς καιρούς, διανθισμένη με το τοπικό γλωσσικό ιδίωμα.
Το αφηγηματικό παρόν αποπνέει τη σκληρότητα της εποχής, η αφήγηση ακολουθεί  τους σύγχρονους ρυθμούς ζωής. Καταγράφεται η διάχυτη επιθετικότητα, η συνεχώς αυξανόμενη εγκληματικότητα, μαζί με στοιχεία της σύγχρονης καθομιλουμένης γλώσσας, με παρούσα πάντα τη σατυρική διάθεση.

«2013  – Οι μάχες τελείωσαν, η ένταση εκτονώθηκε. Οι κανόνες της βίας και ο αυθεντικός τρόμος είχαν μετακομίσει στις παρακάτω γειτονιές.
Στα θεόκλειστα εδώ και καιρό μαγαζιά τα μπαγιάτικα κηδειόχαρτα της αγοράς – “Πωλείται” ή “Ενοικιάζεται”- απειλούν και τρομάζουν Τι μας περιμένει άραγε;»


Λένα Καλαϊτζή-Οφλίδη και Σίμος Οφλίδης

Οι δευτερεύοντες ήρωες, όλοι, με ιδιαίτερη ταυτότητα. 
Η μεγαλύτερη αδελφή Εσπερία υποχώρησε στα συμβατικά της ζωής, εγκαταλείποντας την επαναστατικότητα των νεανικών της χρόνων, ωστόσο πάντα παρούσα και διευθύνουσα! Ένας πολύ συμπαθής χαρακτήρας! Οι σαρκαστικές παρατηρήσεις του αφηγητή, γι αυτή, δεν καταφέρνουν να κρύψουν τα αδελφικά του αισθήματα. Το ίδιο σαρκαστικός ο Αλέκος και για τον Παναγή αδελφό και συνεταίρο του.
Νέα πρόσωπα κάνουν την εμφάνισή τους με εγκιβωτισμένες μικρές ιστορίες  μέσα στο αφηγηματικό σύνολο. Ο Βασίλαγας  ο νεαρός μαθητευόμενος φωτογράφος, ένας πολύ ιδιαίτερος χαρακτήρας  – μάθημα ζωής για τον Αλέκο. Η Κορτέσσα ένας άλλος χαρακτηριστικός τύπος γυναίκας – αφορμή για διεισδυτική εμβάθυνση στον ψυχισμό της αλλά και ψυχική ανάσα για τον αναγνώστη. Ο Ερρίκος, ανομολόγητος έρωτας της Εσπερίας, ο Εβραίος που έκρυβε στο χωριό η οικογένεια και μετά βγήκε στο αντάρτικο, ένας δια βίου ταγμένος στην αριστερά.
Η Ναϊρα, η νεαρή Αρμένισα, με τα υπέροχα μαύρα μάτια, αρχικά μοντέλο για φωτογράφιση, γοητεύει τον Αλέκο για την υπόλοιπη ζωή του.
«Έφυγε και η αύρα της στο στούντιο είναι ακόμα παρούσα. Δυο μάτια σε σκούρο φόντο. Δυο  μάτια μόνο. Σκούρα κι αυτά. Βλεφαρίδες σαν σπανιόλικη βεντάλια. Δυο μάτια από κάρβουνο φορτωμένα γλύκα κι ένα τρέμουλο με αντανακλάσεις της λάκας». Από τη Ναϊρα και το Ναϊράκι, η εγγονή που αποτελεί το αποκορύφωμα της τρυφερότητας του παππού  πλέον αφηγητή. Η αναζήτηση του γελοίου στον θάνατο ανήκει πλέον στο μακρινό παρελθόν, συνέβαινε όταν αφορούσε τους άλλους.

«’Όταν θάψαμε τον Τσίτση Κόλιε, πρώτο ξάδερφο της μάνας μας, θύμα της ίδιας της απροσεξίας με το κυνηγετικό του όπλο, διακρίναμε μια ζάρα στο μέτωπό του λίγο πιο πάνω από τη μύτη. Λες κι ήταν έτοιμος να φταρνιστεί. Του Παναγή του ‘ρθε να του ευχηθεί “Με τις υγείες σου!” και μου το ψιθύρισε στ’ αφτί. Σκάσαμε στα γέλια.»
Ρετούς είναι όρος της φωτογραφικής τέχνης. Είναι το ανάλαφρο άγγιγμα του φωτογράφου με καλοξυσμένο μολύβι πάνω στο αρνητικό που διορθώνει τις λεπτομέρειες, τις απροσεξίες στους φωτισμούς, τις μικρές ασέβειες του χρόνου στα πρόσωπα. Ο εξωραϊσμός της πραγματικότητας, το τρυφερό χάδι του ψέματος πάνω στην αλήθεια.

Ρετούς, ένα βιβλίο καλογραμμένο, πραγματικά απολαυστικό!

Δεν υπάρχουν σχόλια: