16.9.21

Δημήτρης Παπακωνσταντίνου: Δημήτρη Γ. Παπαστεργίου «Έλαβον», Εκδ. Σαιξπηρικόν (2017)


Περίτεχνο υφαντό

 

 Ένας λεπτολόγος ποιητής

Από την πρώτη ανάγνωση του ποιητικού βιβλίου του Δημήτρη Γ. Παπαστεργίου, με τίτλο «ΕΛΑΒΟΝ», εντυπωσιάστηκα από την αριστοτεχνική διάταξη των ποιημάτων του. Χωρίς υπερβολή, η εικόνα που σχηματίστηκε στο μυαλό μου ήταν η εξής: Ανοίγοντας ένα μεγάλο κουτί, ανακαλύπτει κανείς πέντε όμοια κουτάκια τακτοποιημένα με τάξη. Παρόλα αυτά, ο αναγνώστης ανακαλύπτει σε λίγο πως αυτές οι πέντε ενότητες περιέχουν εναλλάξ 7-6-7-6-7 ποιήματα κι έτσι δεν είναι απόλυτα ίσες μεταξύ τους, αλλά ανά δύο. Αυτό -βέβαια- δεν μπορεί να είναι συμπτωματικό. Από την άλλη, αόρατες κλωστές συνδέουν τα ποιήματα μεταξύ τους με τέτοιο τρόπο, ώστε οι ενότητες να μην είναι αποκομμένες η μία από την άλλη:

α) Η πρώτη ενότητα φέρει τον τίτλο ΕΠΙΒΑΤΕΣ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ- χωμάτινοι αντίλαλοι. Η φράση «χωμάτινοι αντίλαλοι» απαντά σε ποίημα της 3ης ενότητας.

β) Η τρίτη ενότητα φέρει τον τίτλο ΑΠΟΙΚΙΑΚΑ- σαν αποπαίδια στα κατώφλια των σπιτιών. Και πάλι ο υπότιτλος της ενότητας σε στίχο ποιήματος της 1ης ενότητας.

γ) Σε ποίημα της τρίτης ενότητας βρίσκω τον τίτλο «Ιn vivo veritas», ενώ σε ποίημα της 5ης ενότητας τον τίτλο Ι.Ν.Β.Ι in vitro veritas.

δ) Μελετώντας κλωστή-κλωστή την εσωτερική ύφανση αυτού του βιβλίου, παρατήρησα ένα εντυπωσιακό σχήμα κύκλου. Για να γίνει κατανοητό, είναι ανάγκη να συνεξετάσουμε δίπλα-δίπλα το πρώτο και το τελευταίο ποίημα της συλλογής:

 

Απόδραση

 

Με κίτρινες φυλλάδες διπλωμένες για το κρύο

στα ρούχα μου και κόκκινες γραμμές,

με γκρίζες ζώνες στην ψυχή μου

μια νύχτα σαν τον Εμπειρίκο θ’ αποδράσω

αχάραγα

διαβαίνοντας από τα κούφια οράματα των ξένων

των πολλών,

όπως σκουλήκι που από κούφιο κόκαλο διαβαίνει.

 

Το λάβαρο ανεμίζοντας της ηδονής εξαίσια,

γαλάζια, πράσινα, ερυθρά φλάμπουρα

θα αντιχαιρετίσω

ζωηρά, καθώς να είναι ο οίστρος του θανάτου.

 

Πρέπει σκληρά

να εξασκηθώ να ελκύω το Ωραίο.

 

 

Τα χρώματα του τέλους

 

Χαράζω

 

Κόκκινες γραμμές που τέμνουν

Γκρίζες ζώνες

Μπέρτα μου μαύρη αντίδραση

Στον κίτρινο τον τύπο

Πράσινη ανάπτυξη

Ερυθρή

Γαλάζια νεολαία

Σας χαιρετώ

Με μια λευκή απεργία διαρκείας

Πρέπει σκληρά

Να εξασκηθώ να εκλύω το Ωραίο

Κι αυτό είναι ενός κυκλάμινου

Στερνή επιθυμία.

Νομίζω πως ο καθένας μας μπορεί να εντοπίσει τις ομοιότητες ανάμεσα σ’ αυτά δύο ποιήματα, αν τα διαβάσει εναλλάξ. Πέρα από το γεγονός ότι λειτουργούν ως εισαγωγή κι επίλογος αντίστοιχα, είναι ώρα να δούμε τις ιδέες του ποιητή:

Ο τύπος είναι κίτρινος κι οι ειδήσεις αναξιόπιστες. Όσες κόκκινες γραμμές κι αν χαράξει κανείς στη ζωή του, για να τονίσει με τη μεγαλύτερη δυνατή απολυτότητα ότι δεν προτίθεται να τις παραβιάσει, δυστυχώς πέφτουν πάντα στο τραπέζι ύποπτες κι αχαρτογράφητες γκρίζες ζώνες αμφισβήτησης. Τα οράματα που μας έδωσε η εποχή μας, δεν καλύπτουν τον ποιητή. Είναι κούφια κι ανούσια οράματα των άλλων. Έτσι είναι έτοιμος να αποδράσει ακολουθώντας έναν εντελώς δικό του δρόμο διαφυγής. Από τη μια μεριά, οι φωνές των κομμάτων, τα γαλάζια, τα πράσινα και τα κόκκινα φλάμπουρα κι από την άλλη, η δική του σημαία που υψώνεται για πρώτη φορά με όλη την ηδονή της νίκης να κατακλύζει την ψυχή του. «Σας αφήνω γεια», λέει κι αποχωρεί. Κηρύσσει μια λευκή απεργία διαρκείας κι εγκαταλείπει την εργασία του, γιατί αποφάσισε να δοθεί με όλη του την ψυχή στην ποίηση. Γιατί το «Ωραίο» δεν προσελκύεται παρά μόνο με αγώνα κι απόλυτη αφοσίωση.  Από την άλλη, το «Ωραίο» δεν εκλύεται, δεν πηγάζει από μέσα μας, παρά μόνο όταν έχουμε θητεύσει σ’ αυτό απερίσπαστοι.

Κλείνω εδώ αυτό το σχόλιο γνωρίζοντας ότι αυτές οι φιλολογικές προσεγγίσεις θεωρούνται από πολλούς ψυχρές κι ανούσιες. Είναι σαν να μας προσφέρει ο ποιητής τα στολίδια της ψυχής του, κι εμείς παραμερίζοντάς τα με το χέρι, να σκύβουμε με περίσκεψη ώρες ολόκληρες για να δούμε αν το πετσετάκι του δίσκου έχει στρωτή σταυροβελονιά. Σας το παρουσίασα, για να τονίσω με τη μεγαλύτερη δυνατή έμφαση τη νοικοκυροσύνη αυτού του λεπτολόγου ποιητή, που αγαπάει την τέχνη του  και την υπηρετεί αγόγγυστα.

  1. Εργασία- ανεργία

Η δουλειά κάποιες φορές μετατρέπεται σε κάτεργο, μέσα στο οποίο λιώνει η ζωή του δύστυχου ναύτη. Κανείς δε νοιάζεται στ’ αλήθεια πόσο καταπονείται το σώμα και το πνεύμα του. Κάποτε, αυτό το μπάρκο κρατάει όσο κι η ίδια η ζωή:

…Ο πιο στυγνός

με έστειλε στο βρομερό αμπάρι

να καθαρίζω τρωκτικά,

σαβούρες εβδομάδες,

συσκευασίες ημερών

θρύψαλα από μήνες

 

κι ώσπου να δω ξανά ουρανό

τέλειωσε το ταξίδι

(«Χαράματα στη θάλασσα»)

Παρατηρώ ότι τα σκουπίδια είναι κυρίως χαμένος χρόνος που γέμισε το βρομερό αμπάρι. Η δουλειά εδώ καταντάει σκλαβιά. Κλεισμένος στο κάτεργο ο δύστυχος ναύτης δεν ξαναβλέπει ουρανό. Αλλού, ο ποιητής ξέρει τον τρόπο να γίνει απίστευτα τρυφερός. Θαυμάζω εδώ τον λόγο του που ρέει σαν καθαρό νερό  και τις υπέροχες εικόνες του, που πλημμυρίζουν τους στίχους του:

…Απάνω στη μοσχοβολιά που τα ψωμιά υφαίνουν

Γλιστρούν τις παντοφλίτσες τους νοικοκυρές παιδούλες

Ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά στην τράτα που επιστρέφει

Λένε καλή ξεκούραση στη βραδινή τη βάρδια

Σαν ράμφη κροταλίζοντας τριγύρω τα παντζούρια

Και ξεψυχούν τα όνειρα του δυστυχή ανέργου.

(«Του ανέργου»)

Πεντακάθαρες -κινηματογραφικές σχεδόν-  εικόνες που μεταφέρουν το χρώμα και το άρωμα μιας άλλης εποχής, τότε που η ζωή ήταν πιο απλή και πιο όμορφη. Ο αναγνώστης βλέπει με τη φαντασία του τ’ αστραφτερά ασβεστωμένα σπιτάκια κάποιου νησιού κι ακούει τις παντοφλίτσες των γυναικών στο πλακόστρωτο. Μυρωδιά φρεσκοψημένου ψωμιού κατακλύζει τα στενά, την ώρα που η τράτα επιστρέφει στο λιμάνι. Επάνω που στήθηκε το σκηνικό της ευτυχίας με τόσο απλά υλικά, η εικόνα του άνεργου αφήνει μια πίκρα στα χείλη, αφού η χαρά ποτέ δεν είναι απόλυτη και για όλους. Θαυμάζω εδώ το λιτό κι ανεπιτήδευτο ύφος, την αποφυγή ανούσιων υπερβολών και τους άψογους δεκαπεντασύλλαβους που χαρίζουν στο ποίημα ζωηρό ρυθμό και μουσικότητα. Κάτι εξαιρετικά γλυκό και οικείο ηχεί στ’ αφτιά μου, σαν να διαβάζω αγαπημένους στίχους δημοτικού τραγουδιού που ρίζωσαν μέσα μας. Δεν αρκεί λοιπόν η αναφορά στις όμορφες ελληνικές γειτονιές: Έρχεται κι η ανάλογη στιχουργική, για να ολοκληρωθεί αισθητικά η απόλαυση του αναγνώστη.

  1. Η ποιητική τέχνη

Η σχέση με την ποίηση είναι σχεδόν ερωτική. Η μούσα χαρίζει τις άγιες ηδονές της σαν μια αγαπημένη γυναίκα που αφήνει ίχνη με το κραγιόν της στα σεντόνια μας. Ζούμε κι αναπνέουμε χάρη σ’ αυτή. Μας δίνει δύναμη κι όρεξη για ζωή και μας μεταφέρει ξανά στην οργισμένη κι ανυποχώρητη εφηβεία. Μόνο αυτή μπορεί να ανοίξει ξανά τις πύλες της Εδέμ για χάρη μας:

Ωδή στην ποίηση

 Ω! Ποίηση, τι όμορφη και τι γλυκιά που είσαι

Ξοπίσω σου σαν κρύβομαι ξεχνώντας την ασχήμια

Σε ορθώνω ασπίδα στιβαρή κι ακάθεκτος βαδίζω

Μάχη νυκτός που δε νογάς δειλό από γενναίο

 

Πλάθοντας υποκείμενα ποιητικά υποζύγια

Κατάντιες, πάθη, συμφορές, στις πλάτες τους τα ρίχνω

Και πλάι τους σαν άρχοντας κορδώνομαι και πάω

Σαν βουλευτής που ξεγελά εύπιστους ψηφοφόρους

Ό,τι θελήσει ο ποιητής γίνεται στο πλευρό σου:

Τρανός και δίκαιος βασιλιάς κι εσύ είσαι το ρηγάτο

Της επαρχίας φεστιβάλ κι εσύ είσαι η ντουντούκα

 

Γεια και χαρά σου Ποίηση, πιο όμορφη απ’ τις Τέχνες

κι άμα ρωτάς του λόγου μου μαζί σου τι πασχίζω:

Χτίζω -πουλάκι λυρικό- με σφαίρες τη φωλιά μου

Εδώ θαυμάζω την ποιητική του τόλμη: Ενώ σέβεται την ποίηση και την υπηρετεί πιστά, παραδέχεται πως κάποτε χρησιμοποιείται ως προκάλυμμα, ως ασπίδα προστασίας, πίσω από την οποία οι πιο δειλοί του κόσμου εκλαμβάνονται ως γενναίοι. Μέσα από την ποίηση λέμε τα πάντα εκ του ασφαλούς. Μπορούμε να πλάθουμε ποιητικά υποκείμενα, πρόσωπα φανταστικά, που φορτώνονται στις πλάτες τους τα πάθη και τις αδυναμίες όλων των ανθρώπων. Αφού αυτά τα πλαστά  πρόσωπα δεν ταυτίζονται με τον δημιουργό, τον βοηθούν να ξαλαφρώνει μένοντας πάντα ασφαλής στο απυρόβλητο. Ο ποιητής καμαρώνει σαν βουλευτής που βρήκε τον τρόπο να εξαπατά τους εύπιστους ψηφοφόρους του. Τι ωραία που είναι η ποίηση λοιπόν! Είναι το ασφαλές καταφύγιο που μας προστατεύει από τα μάτια των άλλων. Νομίζω πως ο ποιητής φτάνει στα όρια του αυτοσαρκασμού με έναν εξαιρετικά γόνιμο τρόπο. Η σεμνότητά του φαίνεται στους τελευταίους του στίχους: Αυτό που ο ίδιος επιδιώκει, είναι να φτιάξει μια δική του φωλιά, ακόμα κι αν δεν βρίσκει άλλα υλικά και χρησιμοποιεί τις σφαίρες που του ρίχνουν. Είναι ένα μικρό ωδικό πουλί που πρέπει κάπου να κουρνιάσει.

Ο ποιητής προτιμά να διατηρεί χαμηλό προφίλ. Για παράδειγμα, σε μια ποιητική βραδιά, δεν θα ήθελε να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο. Νιώθει ότι είναι ενοχλητικά ή και απειλητικά τα φώτα της δημοσιότητας πάνω του. Αρχίζει να ασφυκτιεί. Νιώθει σαν το καρύδι που το έπιασε ο καρυοθραύστης κι ήδη άρχισε να το σφίγγει και να του χαράζει το κέλυφος επικίνδυνα. Εκείνη την κρίσιμη στιγμή, το καρύδι εκσφενδονίζεται με δύναμη και γίνεται άφαντο. Δηλαδή, ο ποιητής μας προτιμά τη φυγή, όμως δεν τη θεωρεί άτακτη υποχώρηση ενός δειλού ανθρώπου. Χαριτολογώντας, λέει πως «είναι σκληρό καρύδι», και γι’ αυτό αρνείται να παίξει το παιχνίδι τους. Η σκηνή είναι εξαιρετικά ευφάνταστη:

…εκείνο εκσφενδονίζεται

στον απέναντι τοίχο

κι ευθύς στην πιο μύχια γωνιά του σπιτιού

όπου λαχανιασμένο ακούει

το ανθρωποκυνηγητό τριγύρω

και

«πού πήγε το διαβολεμένο;»

(«Σκληρό καρύδι»)

Πάντα εκτιμούσα τους ανθρώπους που έχουν τη δύναμη να αυτοσαρκάζονται. Ο τίτλος του ποιήματος είναι «σκληρό καρύδι», όμως παντού περιγράφεται η αγωνία του, η τάση για φυγή και το λαχάνιασμα για το απειλητικό ανθρωποκυνηγητό σε βάρος του, σαν να είναι το μικρό αδύναμο θήραμα που κρύβεται στην τρύπα του, μέχρι να περάσει από δίπλα του το κακό.

 

4.Παλιά και σύγχρονη ζωή

Ο Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου αναπολεί τα περασμένα, τότε που η ζωή ήταν πιο απλή και πιο όμορφη: Χωματόδρομοι, συστάδες θάμνων κι αυλάκια με νερό οριοθετούσαν τις ιδιοκτησίες των ανθρώπων. Έπειτα επικράτησε η ομοιομορφία της ασφάλτου κι είναι παντού ευδιάκριτη η αίσθηση της συνενοχής για την πόλη που άλλαξε κι έγινε τόσο αφιλόξενη κι απρόσωπη. Οι πολυκατοικίες δείχνουν τρομακτικές στο σκοτάδι. Οι μικρές εκκλησίες  χωμένες στο χώμα καρτερούν να έρθει ξανά το φως, όμως μέσα τους ούτε άνθρωποι υπάρχουν, ούτε τα πνεύματα  των Αγίων. Η πόλη σιωπά και περιμένει την αυγή. Δε νομίζω ότι αυτές οι αλλαγές σχολιάζονται μόνο επειδή πληγώνουν την αισθητική του ποιητή. Αυτό που θεωρεί απαράδεκτο είναι ότι έχουν σκληρύνει οι καρδιές των ανθρώπων.

Ο ποιητής σχολιάζει με τρόπο δηκτικό την υπερκαταναλωτική μας συμπεριφορά: Οι διαφημίσεις μας πιέζουν να φέρουμε μια ώρα αρχύτερα τα Χριστούγεννα, τις Απόκριες, το Πάσχα, για να υπάρξει η ανάλογη εμπορική κίνηση και να πουλήσουν οι έμποροι την πραμάτεια τους. Μετά, πέφτουν πάνω μας άλλες υποχρεώσεις, άλλα χρέη που ο καθένας μας έχει να πληρώσει. Όλα αυτά μας κλέβουν τη χαρά και μας κάνουν να ζούμε με άγχος:

…Καθέτως και οριζοντίως πλέκεται το δίχτυ

Καθέτως και οριζοντίως πέφτουν οι μπάρες

που τέμνουν τη θέα μας στον κόσμο,

τα τετράγωνα σχηματίζοντας

στα παράθυρα των κελιών μας.

(«Ιn vivo veritas»)

 

  1. Mοναξιά-αφάνεια

Συνδικαλιστικό

 

Να πώς περνούν τα χρόνια:

Βαστάζος του ενός

Εμψυχωτής του άλλου

Ενισχυτής κάποιου τρίτου…

 

Οικοδόμος ξένων μύθων

χωρίς ένσημα και δώρα

 

Στο τέλος

μόνος

λίγος

ελαφρύς

Παρατηρώ εδώ ότι το ποίημα απογυμνώνεται σιγά σιγά. Μια και μόνη λέξη κατέχει τη θέση ενός ολόκληρου στίχου. Ο ποιητής μεταβάλλει εύκολα τη στιχουργική του από ποίημα σε ποίημα. Αν πιο πάνω μίλησα για στιβαρούς κι αγέρωχους δεκαπεντασύλλαβους, η απογοήτευση, η κόπωση κι η εγκατάλειψη δηλώνονται μέσα από αυτή την κοφτή γραφή. Ζήσαμε -λέει- για τους άλλους και τώρα απομείναμε μόνοι κι άδειοι μέσα μας. Μια ζωή υπηρετούσαμε άλλους και δε μάθαμε ποτέ τον τρόπο να ζούμε για τον εαυτό μας:

…και τώρα, σβάρνα στου χωριού το καφενείο

κι όπου αφή

νικοτίνη κι ανημπόρια

όπου άγγιγμα

κακοτοπιά και σπίτι ρημαγμένο

Μια νυχτοπεταλούδα

στο σακάκι του Θεού.

Σαν φθινοπωρινό φύλλο.

(«Καφενείου φάσμα»)

Σ΄ αυτό το τελευταίο τρίστιχο διακρίνω αληθινή ποίηση που αστράφτει στο σκοτάδι με τη δική της αναπαλλοτρίωτη κι αναφαίρετη αλήθεια, όπως ένα διαμάντι που δε γίνεται να κρυφτεί για πολύ ανάμεσα σε κοινά σπασμένα γυαλιά, γιατί σπιθίζει, και μας καλεί, γιατί δηλώνει μόνο του την παρουσία του και τα λόγια μας καταντούν μπροστά του φτωχά και λίγα.

Είμαστε ολότελα χαμένοι στον κόσμο μας, όπως τα απομεινάρια της αρχαίας εποχής που βρίσκονται βαθιά στο χώμα. Ζητούμε απεγνωσμένα λίγο φως, ίσως την αναγνώριση της αξίας μας, να καταδεχτεί κάποιος να σκουπίσει από πάνω μας το χώμα, για να δείξουμε κι εμείς ποιοι πραγματικά είμαστε. Λίγη αγάπη μάς λείπει κι ίσως λίγη καλή τύχη. Να, όμως, που χτυπώντας διαρκώς τα τοιχώματα, σε κατάσταση αγωνίας όπως οι εγκλωβισμένοι ενός φονικού σεισμού, σπάζουμε μόνοι μας τα τοιχώματα και θαβόμαστε ολότελα στο χώμα. Μια ανεξήγητη θλίψη βαραίνει την ποίηση του Δημήτρη Γ. Παπαστεργίου. Παντού η αίσθηση της εγκατάλειψης, της μοναξιάς, της ανθρώπινης απουσίας:

πότε θα ανταμώσουμε στων τραίνων πλάι τη φούρια;

Πίνοντας τους καφέδες μας αριούς με λίγην έγνοια

Κερνώντας πικραμύγδαλα, λιόσπορους και στραγάλια

Αδέρφια που ‘χανε χαθεί στην ξενιτιά της πόλης

(«Στον σταθμό»)

Ο ποιητής καταφέρνει με λίγες λέξεις να μας τοποθετήσει στο σκηνικό που έστησε τόσο εύκολα, με τόση φυσικότητα. Ο αναγνώστης είναι εκεί στον σταθμό! Γεύεται τον κακής ποιότητας καφέ του κυλικείου κι αγκαλιάζει με τα ίδια του τα χέρια τα ξενιτεμένα του αδέρφια, που επιτέλους βρέθηκαν μαζί του μετά από τόσο καιρό. Ξενιτιά είναι η απουσία των ανθρώπων που αγαπάμε, οπουδήποτε κι αν βρίσκονται. Ακόμα κι αν μας χωρίζουν λίγα οικοδομικά τετράγωνα στην ίδια πόλη και μια μικρή απόσταση που θα μπορούσε να καλυφτεί ακόμα και με τα πόδια. Παρόλα αυτά, ο ποιητής προτιμά τη συνάντηση στον σταθμό. Οι σταθμοί κρύβουν μια ξεχωριστή δραματικότητα: Φταίνε ίσως οι συλλογικές μνήμες, η ομαδική ψυχή, που στιγματίστηκε για πάντα από τις δακρύβρεχτες αναχωρήσεις των μεταναστών που έφευγαν κάποτε μαζικά για τη Γερμανία. Τελικά είμαστε μόνοι, γιατί αυτό επιλέγουμε, γιατί έτσι μάθαμε να ζούμε, κι ας κατοικούμε στην ίδια πόλη με τα χαμένα αδέρφια μας.

  1. Η μάνα

Η μάνα του ποιητή δεν μπορεί να διαφέρει από την αιώνια Μάνα, αυτή που όλοι μας αγαπήσαμε από τα μικρά μας χρόνια, κι όλοι μας στερηθήκαμε με πόνο και δάκρυα μεγαλώνοντας. Τα σπίτια των ποιητών είναι συνήθως ακατάστατα, γιατί -λέει ο ποιητής- απουσιάζουν στο κυνήγι των λέξεων και πίσω  δεν υπάρχει πια η μάνα που συμμάζευε και περίμενε με αγάπη.

Κράτησα για το τέλος αυτής της εργασίας το αριστοτεχνικά δομημένο ποίημα με τίτλο «Μητέρας Φάσμα»:

 

– Κλείσε την πόρτα, ο άνεμος φύλλα μη φέρει μέσα

  Ξερά και μαύρα μοιάζουνε, βρισιές του καφενείου

  Με ιδρώτα στις μασχάλες του ο Λίβας μάς χνωτίζει

  Σαν καπετάνιος μέθυσος που φταίει για το ναυάγιο

 

– Τα ποιήματα σού τα ‘φερνα σαν πελαργού κλαδάκια

  Να χτίσεις μια ψηλή φωλιά, τον κόσμο μας να χτίσεις

  Και τώρα μοιάζει με σταθμό που καρτεράς το τραίνο

  Σκοντάφτει βήχοντας το φως στα βρόμικα πλακάκια

 

– Να ‘σαι γερός, να ‘χεις δουλειά, να ‘χεις και μιαν αγάπη

  Να βγεις σημαιοστόλιστο της Παναγιάς καράβι

  Σ’ αυτά τα χρόνια δεν ποθώ ούτε ένα παραθύρι

 

– Στέκουν οι νοσταλγίες μας σαν ξεραμένες γούρνες

   Μ’ άγριο το μάτι για πηλό ψάχνουν τα χελιδόνια

   Κι άμα δε βρουν, δύο βρισιές φτύνουν ξερές και μαύρες.


Ας δούμε εδώ την οικονομία των λέξεων, τον ιερό κανόνα της απλότητας και μια εσωτερικότητα που υποβάλλει συναισθήματα βαθιά. Θυμίζω στον αναγνώστη τα λόγια του Φώτη Κόντογλου για τον ανώνυμο λαϊκό δημιουργό του βουνού, που πρωτοτραγούδησε το δημοτικό μας τραγούδι: «Τὸ φῶς εἶναι μπροστά του, ἁπλό, ἀληθινό. Ἐδῶ δὲν ἔχει πολλὰ λόγια. Μὲ πέντε-δέκα λιθάρια χτίζει ἕναν πύργο. Μὲ δυὸ-τρία πουρνάρια κάνει ἕνα δάσος, μὲ τρία ἀγριολούλουδα μοσκοβολᾷ ὁ τόπος”. Στ΄ αχνάρια αυτής της παράδοσης ο ποιητής Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου, πλάθει τον δικό του φανταστικό κόσμο με σεμνότητα και ήθος. Ποιος δεν ακούει εδώ με τα ίδια του τα αφτιά τη μάνα που γλυκοπαραπονιέται και συμβουλεύει και νοιάζεται, και τον γιο,  που ενώ κρατάει την απόσταση της αντρίκειας αυτονομίας από την προστατευτική αγκαλιά της, την έχει  πάντα ψηλά στην καρδιά του σαν ζωντανό εικόνισμα! Η αληθινή αγάπη που δεν χρειάζεται καν λόγια για να εκφραστεί, οι απλές και καθημερινές λέξεις κι ο προσωπικός μύθος, κάτω από μια παράξενη, μυστικιστική -σχεδόν- ομπρέλα που κάνει τα πάντα μαγικά: Ας βλαστημήσουν τα χελιδόνια  για τη λειψή άνοιξη που τους έλαχε, για να μπορέσει να κρατήσει ο ποιητής καθαρή τη δική του φωνή, χωρίς ανώφελα παράπονα για την αδικία της ζωής.

 

 

 

 

 

 Βιογραφικό σημείωμα:

 

O Δημήτρης Παπακωνσταντίνου γεννήθηκε στη Λάρισα το 1967 και ζει μόνιμα στην Κοζάνη, όπου εργάζεται ως καθηγητής Μέσης Εκπαίδευσης. Είναι τακτικό μέλος της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης και της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών. Πρωτοεμφανίστηκε στον χώρο της ποίησης με το έργο του Μικρή Περιήγηση, που εκδόθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1996, από τις εκδόσεις της Νέας Πορείας. Από τότε εκδόθηκαν δύο νουβέλες του κι άλλες πέντε ποιητικές συλλογές. Ποιήματα, άρθρα και κριτικά σημειώματά του φιλοξενούνται σε έγκριτα διαδικτυακά και έντυπα λογοτεχνικά περιοδικά (Νέα Πορεία, Παρέμβαση, Νόημα, Θευθ, Καρυοθραύστις, Μανδραγόρας, Οδός Πανός, Το Κοράλλι, Eμβόλιμον fractalart, Τοgether,  και άλλα), σε συλλογικούς τόμους και ανθολογίες. Ποιήματά του έχουν διακριθεί σε διαγωνισμούς στην Ελλάδα και την Κύπρο, ενώ ορισμένα έχουν μεταφραστεί στη γαλλική και την αγγλική γλώσσα.

 

 http://www.periou.gr/%ce%b4%ce%b7%ce%bc%ce%ae%cf%84%cf%81%ce%b7%cf%82-%cf%80%ce%b1%cf%80%ce%b1%ce%ba%cf%89%ce%bd%cf%83%cf%84%ce%b1%ce%bd%cf%84%ce%af%ce%bd%ce%bf%cf%85-%ce%b4%ce%b7%ce%bc%ce%ae%cf%84%cf%81%ce%b7-%ce%b3/?fbclid=IwAR3uBx0vgvCrQA-WRayFOwDJ_BiTEjEn98oqHIXHnA0vaVU3Sof_eCEJAzM

Δεν υπάρχουν σχόλια: