Περπατούσα τον έβδομο μήνα. Η κοιλιά μου τούρλα και το βρακί μου να κρέμεται. Με γκάστρωσε, επιτέλους, ο άντρας μου. Μήνες τώρα, κάθε τόσο, να με στριμώχνει. Πότε στο πλυσταριό, πότε στις αποθήκες, και, συνήθως, στο κρεβάτι. Πόσο δεν το ήθελα! Παρακαλούσα την Παναγία να γκαστρωθώ! Και ήρθε η στιγμή. Γλύτωσα- προς ώρας…
Έριξα
πάνω μου το φουστάνι και έφτασα
τελευταία στο χωράφι. Έξω από το χωριό, δίπλα στο ποτάμι, στο Στάρο Σέλο. Η
οικογένεια είχε πιάσει δουλειά. Άλλος σάκιαζε, άλλος έραβε τα σακιά με τη
σακοράφα, άλλος τα φόρτωνε στο κάρο, οι γυναίκες, πίσω από το αλέτρι, στα
τέσσερα, έβγαζαν με τα νύχια τις πατάτες από το χώμα. Γονάτισα. Ξεκίνησα
δουλειά. Ο ιδρώτας αυλάκωνε την πλάτη μου και το μωρό, στην κοιλιά, έπαιζε ταμπούρλο. Έκανα να σηκωθώ, να πιω μια
στάλα νερό, και η φωνή μου έφτασε στο Καϊμάξελαν: λέλε μάικω, παναγίτσα μου,
και ούμρε!!!!!!!
Όλοι σταμάτησαν και με κοίταξαν.
Ξέρω: γυναίκα πράμα να φωνάζει μέσα στον κάμπο; Το τσίμπημα, όμως, ξέσκιζε το
μπούτι μου. Σήκωσα το φουστάνι στο κεφάλι και άκουσα την πεθερά να ρίχνει
κατάρες στην ξετσίπωτη νύφη. Με το άσπρο του ματιού μου είδα τον άντρα μου να
χλομιάζει. Έπιασα το κεφάλι της καρφίτσας, τo τράβηξα απότομα από τη
σάρκα, ήρθε το φως μου! Έκανα κόμπο την άκρη της κυλόττας. Καθάρισα τα αίματα.
Έσκυψα στη δουλειά.
Ένα σπλάτς και το φρεσκοσκαμμένο
χώμα, κάτω από τα πόδια μου, έγινε λάσπη. Η μέση μου κόπηκε στα δυο. Σύρθηκα
μέχρι τον ίσκιο της ιτιάς. Η πεθερά κατάλαβε. Κρέμασε στα κλαδιά την κουρελού,
μου έβγαλε το βρακί και μου το ‘χωσε στο
στόμα. « Ντροπή να φωνάζεις, νεβέστα! Τι θα πει ο κόσμος;» Δάγκωνα το βρακί
μου, καθώς σχίζονταν το μέσα μου. Σκοτείνιαζε ο κόσμος, έφευγα και ερχόμουν
πίσω. Αλλά η φύση έκανε τη δουλειά της. Και κάθε φορά που το μωρό κατέβαινε,
γέμιζα κουράγιο, ξεφυσούσα, μια, δυο, τρεις, και τσιμπούσα με την καρφίτσα την
πεθερά στο μπούτι. Την πρώτη φορά δεν αντέδρασε. Την επόμενη, μόλις ο πόνος μου
θέριεψε, την έχωσα πιο βαθιά και αυτή τσίριξε. Ο κόσμος γύρω στάθηκε,
περίεργος. Στον επόμενο πόνο η καρφίτσα μπήκε στο μπράτσο της και, μετά, στο
βυζί της. Φώναζε, τσίριζε, έβριζε θεούς και δαιμόνους. Οι υπόλοιποι θαύμασαν
την αγάπη της για τη γυναίκα του γιου της: μάικατι, άλλη να γεννάει, άλλη να
πονάει… Γέννησα στον ίσκιο της κλαίουσας ιτιάς και τον ομφάλιο λώρο τον έκοψε η
πεθερά με το δρεπάνι. Ε, χαλάλι ο πόνος! Και ο δικός μου και της πεθεράς. Ένα
κορίτσι ίσαμε τρία κιλά!
Για δυο, τρεις μήνες, κατάφερνα
να τον αποφεύγω. Τον άντρα μου. Λεχώνα στην αρχή… Τέλος, έλειψαν οι
δικαιολογίες και το μαρτύριο συνεχίστηκε. Κάθε τόσο άνοιγα τα πόδια, ανάσκελα,
να μπαίνει το σπέρμα μέσα μου, να πιάσουμε το αγόρι. Το σόι κινδύνευε να μείνει
χωρίς το όνομά του…
Τέσσερα κορίτσια στη σειρά και,
επιτέλους, το αγόρι! Έφτασα τα σαράντα, με πέντε παιδιά, και αυτός συνέχιζε να
θέλει… Τι θες, χριστιανέ μου, και με πιλατεύεις; Άλλα παιδιά δεν μπορώ να κάνω!
Τέρμα! Έκλεισε το εργοστάσιο! Και ένα βράδυ, που πάλι το μυαλό του γύρευε
κρεβάτι, βγήκα από την κάμαρη, να γλυτώσω. Όταν μπήκα, λίγη ώρα μετά, τον βρήκα
με το πουλί στο χέρι, ακίνητο, παγωμένο. Κίτρινο. Τρόμαξα; Ντράπηκα; Έβαλα τις
φωνές και ήρθε η γειτονιά. Πεθαμένος ήταν.
Γιαγιά στα πενήντα πέντε μου, ένα
βράδυ, έπεσα νωρίς για ύπνο και έβγαλα, κατά το συνήθιο μου, την καρφίτσα από
το βρακί μου. Οι εγγονές μου, στο διπλανό δωμάτιο, χαχάνιζαν. Οι τσούπες μου!
Δεν έστησα αυτί. Το άκουσα. Ναι, με τα ίδια μου τα αυτιά: και οι γυναίκες ευχαριστιούνται
στο κρεβάτι! Σηκώθηκα. Άνοιξα το φως, μπήκα στο δωμάτιο και τις ρώτησα. Δε
λάθεψα. Αυτό έλεγαν!
Αχάραγα πήγα στον τάφο
του. Και από τον Όρθρο μέχρι το Δι΄ευχών έφτυνα τη φωτογραφία του και
καταριόμουν το κάθαρμα, που μου στέρησε
τέτοια χαρά. Έβγαλα την καρφίτσα και
χάραξα τη φωτογραφία. Πολλές φορές. Φιλίτσα να μη λένε, αν σου ξανακάνω εγώ
μνημόσυνο! Φτου στα μαύρα σου τα κόκαλα,
τσέρνο κούτσε! Δε με ‘ νοιαζε που
οι άλλες, μαύρα κοράκια ανάμεσα στα μάρμαρα, σταυροκοπιόταν με τις κατάρες μου.
Έπιασα την κατηφόρα για το σπίτι, έτρωγα το αντίδωρο, τα
ψίχουλα γέμιζαν το στήθος μου. Έξω από την αυλή μου, συνάντησα την Γκίριτσα, τη
γιούφτα, που μας επισκεπτόταν τις
Κυριακές. Πότε λίγο ψωμί, πότε λίγο τουρσί, λίγο σιτάρι, ό,τι είχαμε, την βοηθούσαμε.
Κι αυτή, πάντα γενναιόδωρη: τσάι του βουνού, σπαθόλαδο, ό,τι μπορούσε. Το
σερνικοβότανο, που μου έχωσε, τότε, στην τσέπη, δεν το ξεχνώ. Ήπιαμε καφέ. Πάνω
στην κουβέντα δεν άντεξα, της είπα τον πόνο μου: ούτε ευχαριστήθηκα ποτέ με τον
Λάζο, ούτε είχα ποτέ την επιθυμία. «Θα πεθάνω και δε θα ξέρω πώς είναι…»
Η Γκίριτσα έδωσε τη
λύση. Άνοιξε τον τορβά της, έβγαλε μικρό σακούλι: τρεις σταγόνες, κάθε μέρα,
από αυτό το ματζούνι, και ο πόθος σου για άντρα θα γεννηθεί και θα κρατήσει για
πάντα. «Μόνο τρεις, αλλιώς… και προς θεού, μαρή Φιλίτσα, κοίτα μη γλυκαθείς και
το ρουφήξεις μονορούφι! Ντόστα, μαρί τσούπω! Κάηκες! Λένε ότι μπορεί να…»
Ήμουν εγώ για τέτοια; Σ’ αυτή την ηλικία; Αλλά, από την άλλη,
γιατί όχι; Κι αν όχι τώρα, πότε; Όχι, Φιλίτσα, είπα στον εαυτό μου. Μη φοβάσαι!
Κι, έπειτα, τι νοστιμάδα θα έχει η ζωή σου;
Νόστιμο ήταν. Μόλις έφυγε η
Γκίριτσα, έβαλα τη δόση και το κατάπια. Κάθε πρωί, μετά την προσευχή μου και
πριν από τον καφέ, νοστιμευόμουν στη γλώσσα και σιγά σιγά στα σκέλια. Μια γλύκα
απλωνόταν στο μέσα μου. Ξέθαψα το νυφικό μου πέπλο, που είχα κρατημένο από την
πρώτη νύχτα του γάμου με αυτόν. Εκείνο που σκούπισα το αίμα μου τότε. Την πρώτη
φορά.. Είχε ακόμα θαμπές κηλίδες. Βρώμικο. Χιλιοτρυπημένο. Κάθε τρύπα του ήταν
μάρτυρας. Όσες τρύπες, τόσες φορές. Κάθε που με καβαλούσε, άνοιγα μια τρύπα με
την καρφίτσα μου.
Ορκίστηκα. Όσες τρύπες, τόσες
φορές. Αυτή τη φορά, για μένα.
Αχ, η γυναίκα! Τι έπαθα στα καλά
καθούμενα! Από τη μια τα λόγια του παπά μας και από την άλλη το λίγωμα, κάθε
ώρα, κάθε λεπτό. Τις σταγόνες δε τις παρέλειπα. Αν θα τολμούσα να πλαγιάσω
με άντρα ήταν άλλου παπά ευαγγέλιο…
Περνούσαν οι μέρες και οι
διαβόλοι ζώσανε το κορμί μου. Βρέθηκα έξω από το χωριό, στα χωράφια με τις
πατάτες, και ένα φορτηγάκι σταμάτησε να ρωτήσει πού πέφτουν οι αποθήκες του
συνεταιρισμού. Καλοβαλμένος ήταν ο οδηγός του… Πάνω- κάτω, στην ηλικία μου. Τη
στιγμή που με όργωνε κι εγώ είχα πατήσει τα ουράνια, τον τσίμπησα με την
καρφίτσα στον κώλο και γέμισε λουλούδια το μέσα μου. Έφτασα σπίτι. Έκανα τη δική
μου πρώτη τρύπα στο νυφικό μου πέπλο. Έτσι πορεύτηκα: κάθε που ήθελα, έβρισκα
άντρα. Πάντα ξενομερίτη. Καίγονταν το κορμί μου, έσβηνα τη φωτιά, έριχνα κι ένα
τσίμπημα, γέμιζε τρύπες το νυφικό μου. Χίλιες ευχές έδινα στην Γκίριτσα, χίλιες
κατάρες στον πεθαμένο. Στην εκκλησία δεν ξαναπάτησα.
Τα χρόνια περνούσαν, τα κρέατά
μου κρέμασαν, γέμισαν νερό. Τα δόντια μου μαύρισαν και οι τρίχες μου
μετακόμισαν από το κεφάλι στο μουστάκι
και το πηγούνι. Στέγνωνε το σώμα αλλά όχι τα σκέλια μου. Και, ένα περίεργο πράμα,
κανένας άντρας δε με είχε αποδιώξει! Ποτέ ως τώρα.
Οι τρύπες στο πέπλο μου, εκείνη
τη μέρα, ήταν ίσα βάρκα ίσα νερά: όσες δικές του τόσες δικές μου. Ίσες, βέβαια,
ο λόγος το λέει. Ξέρω εγώ πόσες ακόμα ‘’ τρύπες’’ είχε στο ενεργητικό του με
άλλες γυναίκες; Τα στόματα, δεξιά κι αριστερά, δεν έμεναν κλειστά. Μην κοιτάς
που όσο ζούσε καμωνόμουν την κουφή…
Μία, ακόμα, τρύπα έμενε. Για να
τον ξεπεράσω. Μπήκα στο κουζινάκι, ήπια όλο το ματζούνι μονοκοπανιά. Χωρίς
νερό. Μοσκοβόλησε το κορμί μου από την επιθυμία, αλλά σχέδιο δεν είχα. Βγήκα
στον παγωμένο αέρα, μήπως και συνεφέρω. Πρόστυχες σκέψεις γεμάτο το μυαλό μου.
Λέλε, στάρα μάικω! Σκατόγρια ! Ντράπηκε και η ντροπή! Το νου σου! Μην ορμήξεις
σε γνωστό! Περπάτησα, κανένας να με ξεδιψάσει. Περνούσαν τα τρακτέρια κι εγώ
χάζευα τα αρσενικά. Ώρες έκοβα βόλτες, έξω, στα χωράφια. Ώσπου, ο ήλιος κόντευε
να δύσει, τα βήματα με φέραν στα μνήματα. Πλησίασα τον τάφο του. Ξαναμμένη.
Τέτοιο πράμα, ποτέ!
Ναι! Η τελευταία θα είναι να με βλέπεις,
μοναχοφάη! Ζένκαρ! Να με βλέπεις. Ανήμπορος! Και νηστικός. Ούτε καν ένα
μεζεδάκι!
Έβγαλα τη μπλούζα μου και φαντάστηκα τα στεγνωμένα μου βυζιά λεμόνια ζουμερά, τις ρόγες να κοιτούν τον
ουρανό. Τα ζούπηξα και σα να μου φάνηκε πως το μάρμαρο σείστηκε. Έννοια σου,
παλιάνθρωπε! Έχει και χειρότερο!
Ξεβρακώθηκα. Το άτριχο πράμα μου λέω πως έμοιαζε, εκείνη τη στιγμή, σύκο
του Δεκαπενταύγουστου: κόκκινο, υγρό, να στάζει
σερμπέτια!
Ούτε η κόλαση δεν τον εμπόδισε να
απλώσει το χέρι του, να γευτεί το σύκο μου. Του ‘ δωσα μια και πέταξα το χέρι
του μακριά. Μόνο θα βλέπεις! Μόνο τα
δικά μου χέρια. Εσύ, καμία ανάμειξη!
Δούλεψα όπως ήθελα. Και, λίγο
πριν ανάψουν τ’ αστέρια, άρχισα να τρυπώ τα μάτια του, στην ξέθωρη φωτογραφία,
με την καρφίτσα μου, ώσπου έγιναν δύο τρύπες. Μεγάλες. Και, άθελά μου, τον
κέρδισα με δύο τρύπες διαφορά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου