Γράφει η Βασιλική Γιάννου
Ίβο Άντριτς «Η δεσποινίδα», Μετάφραση: Χρήστος Γκουβής, εκδ. Καστανιώτη , Αθήνα 1996
Πως σκιαγραφείς έναν χαρακτήρα με ένα πολύ μεγάλο ελάττωμα, έτσι ώστε να γίνει συμπαθής στους αναγνώστες; Ο Ίβο Άντριτς το καταφέρνει αυτό με μεγάλη μαεστρία στη “Δεσποινίδα”. Η βασική ηρωίδα είναι μια Σερβίδα που μετά το θάνατο του πατέρα της, ο οποίος αρρώστησε και πέθανε λόγω χρεών, απομονώνεται απ’ όλους και όλα και επιδίδεται στην υπέρμετρη οικονομία, που φτάνει με τα χρόνια να ξεπερνάει τα όρια της τσιγκουνιάς και κατόπιν της τοκογλυφίας.
Το μυθιστόρημα ξεκινάει με την αναγγελία του θανάτου της ηρωίδας στο Βελιγράδι από τις τοπικές εφημερίδες. Ο συγγραφέας πιάνει το νήμα από το τελευταίο βράδυ που η ηρωίδα του βρίσκεται εν ζωή στο κατασκότεινο σπίτι της. Ένα υγρό απόγευμα του Φεβρουαρίου του1935 η Δεσποινίδα μπαλώνει τις κάλτσες της κοντά στο παράθυρο, μέχρι που το φως λιγοστεύει και παίρνει τη θέση του το σκοτάδι. Δεν ανάβει, όμως, το ηλεκτρικό, γιατί δεν υπάρχει λόγος να γίνονται “περιττά έξοδα”. Κι εκεί, στο ημίφως, στο τέλος της ημέρας που δίνει τη θέση της στη νύχτα και τη μοναξιά του σκοταδιού, όλη της η ζωή ξαναπερνά από μπροστά της.
Μέσα από την αναδρομική αφήγηση ο Νομπελίστας συγγραφέας ξεδιπλώνει την πορεία ενός μοναχικού, από επιλογή, ανθρώπου, αλλά και την πορεία της χώρας του, η οποία από Σερβία στον Α’ Παγκ. Πόλεμο προχώρα στην ενοποίησή της ως Γιουγκοσλαβία την Μεταπολεμική εποχή. Περιγράφονται το προπολεμικό Σεράγεβο και το Μεσοπολεμικό Βελιγράδι, δύο πόλεις-σταθμοί για τον Άντριτς (Βόσνιος στην καταγωγή), αλλά και την ίδια τη χώρα. Περιγράφει: «Σεράγεβο γύρω στα 1906. Πόλη όπου διασταυρώνονται οι επιρροές, ανακατεύονται οι πολιτισμοί και συγκρούονται οι διαφορετικές αντιλήψεις και οι τρόποι ζωής.[…] Το Σεράγεβο ήταν πάντα η πόλη του χρήματος και πάντα το αναζητούσε με μανία και αυτή η ανάγκη του τώρα είναι μεγαλύτερη από ποτέ. Ο κόσμος των πόλεων, με τη βαριά κληρονομιά της τουρκικής ραθυμίας και τη ροπή προς την υπερβολή σλάβικο γνώρισμα αυτό, άρχισε τελευταία ν’ αποδέχεται και τις μοντέρνες τάσεις που επικρατούν στην Αυστρία σχετικά με την κοινωνική ζωή και τις απαιτήσεις της[…] Όπως όλες οι ανατολίτικες πολιτείες το Σεράγεβο έχει τη δική του φτωχολογιά, μ’ άλλα λόγια το δικό του εξαθλιωμένο λαουτζίκο που ζει άφαντος για δεκαετίες[…] όμως σε τέτοιες περιστάσεις (1914)[…] ενώνεται στη στιγμή και ξεσπάει σαν κρυφό ηφαίστειο […] Αυτή η μάζα των φουκαράδων, του πεινασμένου κόσμου, έχει μέσα της ανθρώπους από διαφορετικές πίστεις και συνήθειες αλλά και διαφορετική εμφάνιση[…] Οι πιστοί των τριών κύριων θρησκειών μισιούνται αναμεταξύ τους από γεννησιμιού τους μέχρι και το θάνατό τους […]Γεννιούνται, μεγαλώνουν και πεθαίνουν μέσα σ’ αυτό το μίσος και αισθάνονται πραγματική απέχθεια για τον πλησίον τους με τη διαφορετική πίστη[…]»
«Η ζωή στο Βελιγράδι γύρω στο 1920 ήταν ταραγμένη, πολύμορφη και γεμάτη αντιθέσεις[..] Η ραθυμία πήγαινε μαζί με την ορμητικότητα και η αθωότητα και η κάθε είδους ομορφιά της ψυχής κοντά κοντά μ’ ένα σωρό ελαττώματα και ασχήμιες […] (Υπήρχαν) άνθρωποι όλων των θρησκειών και των δογμάτων, κόσμος από διαφορετικές φυλές και εθνότητες και από κάθε τάξη και επάγγελμα. Κι ήταν και αυτοί που αγαπούσαν την πατρίδα τους[…[, αλλά ήταν και οι τολμηροί οι διορατικοί νεωτεριστές[…] Μ΄ άλλα λόγια σ’ αυτή την πόλη είχε μαζευτεί όλη εκείνη η χλωρίδα των βυθών που τη γεννούν οι πόλεμοι κι οι κοσμοχαλασιές, ενώ οι ειρηνικοί καιροί την ξεβράζουν στην επιφάνεια.[…] Στη ζωή και στην όψη τούτης της πόλης, της πρωτεύουσας ενός μεγάλου κράτους, ενός κράτους, όμως που δεν είχε καλά καλά ούτε συγκεκριμένα σύνορα, ούτε δημόσια τάξη ούτε και το τελικό του όνομα, υπήρχε κάτι από τη φρενίτιδα και το χάους ενός τόπου χρυσοφόρου, ενός Ελντοράντο.»
Δύο πόλεις σημαντικές και για την ηρωίδα του, η οποία κατάγεται από την πρώτη και έρχεται μετά τον Πόλεμο στη δεύτερη, προκειμένου να αποφύγει το διασυρμό της εξ αιτίας της συνεργασίας της με τον κατακτητή. Ακολουθώντας τις συμβουλές – διαταγές του ετοιμοθάνατου πατέρα της, η μικρή Ράικα συνειδητοποιεί ότι “οι ευαισθησίες και οι ευσυνειδησίες είναι οι αδυναμίες μας και αυτές που ψάχνουν ν’ ανακαλύψουν και παραμονεύουν να βρουν οι άλλοι γύρω μας” και ότι “οποίος σέβεται τον εαυτό του και προσέχει το βιος του όλοι τον σέβονται και τον προσέχουν”. Σ’ αυτά τα λόγια του πατέρα της ορκίζεται και περιορίζει τα πάντα: τα έξοδα, τα αισθήματα, τις σχέσεις με τους άλλους ανθρώπους. Ακόμα και αυτή τη σχέση με τη μητέρα της τη μετατρέπει σε ψυχρή και τυπική, όπως τη σχέση που έχει με τους εμπόρους, τους τραπεζίτες και τους τοκογλύφους. Οικονομία στα χρήματα και τα αισθήματα.
Ο αναγνώστης παρακολουθεί τη μεταμόρφωση ενός ανέμελου, αρχικά, κοριτσιού σε μια σκληρή και άκαρδη “Δεσποινίδα”, που έκλεισε την καρδιά της στα αισθήματα και τους ανθρώπους και πορεύτηκε μόνη της στη ζωή, αναπτύσσοντας ένα μόνο συναίσθημα: την αγάπη για το χρήμα. Περιγράφεται πολύ παραστατικά ένας εφιάλτης της πρωταγωνίστριας, που αφορούσε την κατάργηση του χρήματος από την ανθρώπινη κοινωνία, ένα από τα ελάχιστα πράγματα που τη φόβισαν τόσο πολύ στη ζωή της, ακριβώς επειδή εκείνη την περίοδο έφτανε κοντά στον μεγάλο στόχο της: την απόκτηση του πρώτου εκατομμυρίου. Αργότερα, τη βλέπουμε να αισθάνεται μεγάλη ανακούφιση όταν πέθανε η ίδια η μητέρα της, σε μεγάλη πια ηλικία (η οποία δίπλα της είχε μετατραπεί σε άβουλο πλάσμα), αφού έτσι θα μειώνονταν τα έξοδά της. Είχε περιορίσει ακόμα και την απλόχερη προσφορά μητρικής φροντίδας και αγάπης στη μοναδική στιγμή αδυναμίας που έδειξε, εμπιστευόμενη τα χρήματα και τα αισθήματά της σε έναν άντρα, φροντίδα που κράτησε παρά μόνο για λίγες μέρες.
Ποιες είναι οι αιτίες που οδηγούν έναν άνθρωπο σε τέτοιες επιλογές; Ο συγγραφέας θεωρεί ότι είναι αποτέλεσμα των κοινωνικών συνθηκών: “Τόσα εμπόδια, πατερούλη, στον κόσμο, τόσο μεγάλες και αναπάντεχες οι αλλαγές και τόσο απρόσμενα τα ξαφνιάσματα που ο άνθρωπος τρελαίνεται προσπαθώντας να σταθεί στα πόδια του, να κρατηθεί […] Όλα τα ‘κανα, και με το παραπάνω […] Δεν ωφελεί όμως τίποτε όταν σου χιμήξουν από κει που δεν το περιμένεις. Κι αν ακόμα δε μας ξεγελάσουν οι άλλοι, ξεγελούμ’ εμείς τον εαυτό μας”. Και το ίδιο το άτομο φέρει, όμως, ευθύνη: “Κάθε αληθινό μεγάλο πάθος αναζητάει τη μοναξιά και την ανωνυμία. Αυτός που υπηρετεί το πάθος του επιθυμεί να μείνει άγνωστος και απαρατήρητος και εντελώς μόνος με το αντικείμενο της λατρείας του […] Ακόμα και οι αδυναμίες και τα ελαττώματά μας έχουν τις ντροπές και τις αναστολές τους, κι ας μοιάζουν παράξενες και ασυνήθιστες[…] Μα την αλήθεια, αυτό πια δεν είναι ζωή, δεν είναι τίποτε άλλο παρά σκληρή και ανελέητη οικονομία. Μια φανταστική, υπέροχη και θανατηφόρα έρημος όπου κάνει κανείς ό,τι μπορεί για να εξοικονομήσει και όπου ο άνθρωπος χάνεται σαν κόκκος…” Στο σημείο αυτό ο συγγραφέας κεντρίζει τον αναγνώστη με ερωτήματα αυτογνωσίας. Ο ίδιος στην ομιλίας της βράβευσής του στη Στοκχόλμη αναφέρει: “Μήπως χρέος του συγγραφέα είναι να βοηθάει με το έργο του τον αναγνώστη να ανακαλύπτει τον εαυτό του;”
Ο πόλεμος απλώς παγιώνει τέτοιες συμπεριφορές: “Ο πόλεμος, αφού μπήκε για τα καλά στα σπίτια των ανθρώπων και έφερε στις δουλειές τους τα πάνω κάτω, πέταξε τη μάσκα τούτες τις γκρίζες μέρες και φανέρωσε τ’ αληθινό του πρόσωπο. Δεν ήταν πια εκείνη η τρελή αναστάτωση στον κόσμο […] ήταν σκέτη εξαθλίωση και κατάρα για όλα τα ζωντανά πλάσματα και για τα νεκρά ακόμα πράγματα, αλλά, πάνω απ’ όλα για τον άνθρωπο. Και ενώ διαβάζουμε για έναν άνθρωπο χωρίς αισθήματα, διαμορφώνουμε αισθήματα γι’ αυτόν: η Ράικα είναι ένα τραγικό πρόσωπο, μια αντι-ηρωίδα, που κουβαλάει τις δικές της αγωνίες, έχει τις ιδιαίτερες αδυναμίες της (ξένες και άγνωστες για τους περισσότερους συνανθρώπους της, αλλά και αναγνώστες), έχει κάνει όμως, τις επιλογές της και τις στηρίζει.
Είναι πολύ σπάνιο στη Λογοτεχνία να επιλέγονται τέτοιου είδους αντι-ήρωες, πόσο μάλλον γυναικείες φιγούρες (εδώ έχουμε έναν θηλυκό Σάιλοκ, όπως επιτυχώς αναφέρεται στο οπισθόφυλλο). Λαμβάνοντας υπόψη και το γεγονός ότι το μυθιστόρημα γράφτηκε μέσα στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (1943-44) και αναφέρεται στον Α “ Παγκ. Πόλεμο, “ακούμε” την κραυγή αγωνίας του συγγραφέα: ο πόλεμος και η προσκόλληση στο χρήμα διαβρώνουν βαθιά την ψυχή του ανθρώπου και απομυζούν από μέσα της κάθε ίχνος αισθήματος και ανθρωπιάς.
“Η Δεσποινίδα” του νομπελίστα Ίβο Άντριτς είναι ένα αξιόλογο κλασικό ανάγνωσμα, με πυκνή και στιβαρή γραφή και νοήματα, πλούσιες περιγραφές τόπων και ανθρώπων, ένα ανάγνωσμα που δικαιώνει τον τίτλο του συγγραφέα ως του πρώτου Βαλκάνιου νομπελίστα (Νόμπελ Λογοτεχνίας 1961), που ανέδειξε με το έργο του την πατρίδα του τη Βοσνία και τους απλούς της ανθρώπους με τους καημούς και τα πάθη τους.
* Η Βασιλική Γιάννου είναι Φιλόλογος στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Έχει πτυχίο Ιστορίας και Αρχαιολογίας από το ΑΠΘ και ΜΑ στις Επιστήμες της Αγωγής από το Ανοιχτό Παν/μιο Κύπρου. Μέλος του Ομίλου για την Ιστορική Εκπαίδευση στην Ελλάδα και του EuroClio. Βιβλιοφάγος παιδιόθεν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου