29.9.21

Με τη δύναμη του ακαριαίου



Μαρία Στασινοπούλου
 Επιμέλεια: Μισέλ Φάις 
 Σε ένα καλαίσθητο τομίδιο των εκδόσεων Μελάνι και με τίτλο Μαθήματα δημιουργικής γραφής, κυκλοφόρησε η νουβέλα της Κλαίτης Σωτηριάδου, γνωστής τόσο για το σημαντικό μεταφραστικό της έργο όσο και για την πρωτότυπη συγγραφική της παρουσία (ποίηση, διήγημα, μελέτη μυθιστόρημα). Αφηγήτρια, η δασκάλα μιας ομάδας δημιουργικής γραφής δεκαεννιά ενήλικων μαθητών (δεκάξι γυναίκες και τρεις άνδρες) υποψήφιων συγγραφέων, οι οποίοι καθισμένοι γύρω από ένα μακρόστενο τραπέζι αφηγούνται, όσο πιο σύντομα μπορούν, από μία πραγματική ή φανταστική ιστορία της ζωής τους, εμπειρία, βίωμα ή όνειρο. Οταν ένας αφηγείται, οι άλλοι κρατούν σημειώσεις, για να σχολιάσουν στην επόμενη συνάντηση, να κρίνουν και να συγκρίνουν. Η δασκάλα ακούει, σκέπτεται και προσαρμόζει τα μαθήματά της με γνώμονα τις επιλογές των μαθητών. Η εκ των υστέρων συζήτηση, βέβαια, διαρκώς αναβάλλεται, κάτι που, ίσως, θέλει να δείξει ότι δεν υπάρχουν ασφαλείς απαντήσεις στις συγγραφικές ανησυχίες. Οι περισσότεροι αφηγητές προτιμούν τη σιγουριά της τριτοπρόσωπης αφήγησης, επιδιώκοντας αποστασιοποίηση. Διακειμενικά εμβόλιμα από σπουδαίους συγγραφείς, ποικίλλουν τον παρεμβατικό λόγο της δασκάλας. Απάντηση σε πολλά ερωτήματα αναζητούν οι ενήλικες μέλλοντες συγγραφείς, στα κείμενα που συντάσσουν: Μπορεί η ενασχόληση με τη γραφή, μέσα από ένα σεμινάριο δημιουργικής γραφής, να σου αλλάξει τον τρόπο σκέψης; Μπορεί να σου μάθει το πού να εστιάζεις και ποια είναι τα όριά σου; Να σου υποδείξει ή να σου επιβεβαιώσει ποια είναι η πρώτη ύλη, η μαγιά της γραφής; Ενδιαφέρουσα η όλη ιδέα της Σωτηριάδου για να περάσει κανείς από τη διδαχή στη μαθητεία. Η δασκάλα υποδεικνύει αλλά και εμπνέεται. Για να καταλήξει στην τελευταία παράγραφο, αφού ακούστηκε και το εκτενέστερο απ’ όλα διήγημα του Αγγελου «Ο θησαυρός»: «Ενα κείμενο διαφορετικό από τα άλλα, που θυμίζει πεζογράφους του ’30 και μ’ έβαλε σε σκέψεις σχετικά με το πόσο μπορούμε να προσφέρουμε όλοι εμείς που παραδίδουμε μαθήματα σ’ ενηλίκους, που ενώ μπορεί να μην είναι φιλόλογοι έχουν διαβάσει λογοτεχνία και φιλοσοφία, διαθέτουν έναν λόγο που ρέει, μια πληθώρα εμπειριών για τα γραπτά τους και ίσως ένα ταλέντο που μπορεί να υπερέχει. “Μαθήματα ζωής για τους διδάσκοντες”, λοιπόν, σημειώνω στα θέματα για συζήτηση» (σ. 133). Το βιβλίο της Κλαίτης Σωτηριάδου θα μπορούσε να προκαλέσει διάλογο για την αποτελεσματικότητα των άπειρων εργαστηρίων δημιουργικής γραφής που μας έχουν κατακλύσει. 
 Η Αγγελική Πεχλιβάνη, εκπαιδευτικός έμπειρη και δραστήρια, έδωσε το «παρών» στη λογοτεχνία το 2018 με την ποιητική συλλογή Πεζή οχούμενη. Ακολούθησαν συμμετοχές της σε συλλογικά έργα και δημοσιεύσεις σε περιοδικά. Το καινούργιο της βιβλίο, ποίηση πεζόμορφη πάλι, έχει τον τίτλο: Οι γάτες του τρίτου, που αρχικά παραπέμπει σε όροφο οικοδομής, και τον υπότιτλο: και άλλοι ζωντανοί, που μας πάει κατευθείαν στο νεκροταφείο. Πράγματι βαρύνοντα ρόλο παίζουν οι γάτες του Γ΄ Νεκροταφείου, όπου είναι θαμμένη η μητέρα της συγγραφέως. Οι εξαίρετες φωτογραφίες της Ιωάννας Φραγκοστεφανάκη αποτελούν οργανικό μέλος του βιβλίου και επιβεβαιώνουν τη δύναμη του λόγου. Το βιβλίο αποτελεί ένα ρέκβιεμ συντριβής και οδύνης από τον θάνατο της μητέρας. Είναι ένας διάλογος ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο, το εδώ και το εκεί, τη φθορά και τον χρόνο. Θα το χαρακτηρίζαμε ακόμη και ως ένα ημερολόγιο θανάτου, που μετρά τον χρόνο σε μέρες, μήνες και λεπτά, αλλά και με κάτι περίεργες λεπτομερείς αναγωγές («Αριθμητική», σ. 55). Προσπαθεί να εξοικειωθεί με το αναπότρεπτο του θανάτου και αγωνίζεται να επικοινωνήσει. Ενα βιβλίο της καρδιάς και της διαίσθησης «Ανασυνθέτω με τα μόρια / της φωνής σου / – που βρίσκεται παντού – εκείνο το “παιδί μου”, / εκείνο το χάδι στα μαλλιά / που μίλαγε ως Λόγος, / ξημέρωνε ως Εν αρχή. / Και δυστυχώ. / Γιατί μπορώ / και δεν μπορώ / μητέρα». Διακρίνεται ακόμη μία αναρχική θρησκευτικότητα που φαίνεται να αναιρεί, ενώ κατά βάθος πιστεύει: «Αρα στο θαύμα δεν θα αποταθώ, όσο κι αν “κατηχήθηκα”». 'Η «Ουκ έστιν ο Θεός νεκρών, αλλά ζώντων./ Α ρε μάνα, και νεκρή δεν έχεις τον θεό σου». Εμφανής η σαρκαστική διάθεση που δεν είναι μακριά από την τραγική ειρωνεία. Οι γάτες του Τρίτου αποτελούν ένα τελετουργικό όχι καθόδου στον Αδη αλλά ανάκλησης στη χαμένη ζωή. Η κόρη, ενώ ανατράπηκαν όλες της οι βεβαιότητες με τον θάνατο της μάνας, αγωνίζεται να συνταιριάξει το εδώ κενό, την απουσία, με πράξεις επαναληπτικής ρουτίνας. Περιγράφει σκηνές από κυριακάτικα τραπέζια, εθνικές γιορτές, γυαλίζει τα παπούτσια και συγυρίζει το σπίτι, ονειρεύεται να περπατούν μαζί με τη μάνα, τη βλέπει να συμμετέχει σε ξεφαντώματα: «Τελευταία Κυριακή της Αποκριάς ντύθηκες ζωντανή […] Και πάλι δεν συναντηθήκαμε, μητέρα». Ως επίμετρο, στο τέλος, μία ενότητα αφιερωμένη στον πατέρα, για να κλείσει ο κύκλος με τον «Επίλογο»: «Τη μέρα που θα εξαφανιστώ / θα σέρνω τις ξεχειλωμένες μνήμες / της μάνας μου και του πατέρα / σαν δυο έλκηθρα στο παιδικό μου χιόνι. / Και ύστερα θα μείνω άλιωτος χιονάνθρωπος / μες στο ζεστό φθινόπωρο». Τα πάντα ατμός και τίποτα. Συνύπαρξη, διαδοχή και αντινομία.

Δεν υπάρχουν σχόλια: