Κώστας Καραβίδας
Τι άραγε μπορεί να κάνει τη σχέση της λογοτεχνίας με τη θεολογία και τη θρησκευτικότητα συναρπαστική; Μήπως τα χριστιανικά θέματα, οι αναπαραστάσεις των βιβλικών μύθων, το ηθικολογικό περιεχόμενο και η λυρική πίστη των συγγραφέων; Η απάντηση για τον γράφοντα είναι σαφώς αρνητική. Αυτό που καθιστά ερεθιστική την καταστατική σχέση λογοτεχνίας και θεολογίας, ήδη από τα χρόνια της αρχαίας τραγωδίας, είναι η επώδυνη συγγραφική προσπάθεια να απαντηθούν ή έστω να τεθούν τα μεγάλα ερωτήματα της ύπαρξης, που άλλες σφαίρες του κοινωνικού και του πολιτικού υποτιμούν. Είναι, με άλλα λόγια, η πάλη με το μυστήριο, «ακόμα και δίχως ελπίδα να διεισδύσω σε αυτό, διότι αυτή η πάλη είναι η τροφή και η παρηγορία μου», όπως το διατύπωνε ο Ισπανός
ουμανιστής συγγραφέας και στοχαστής Μιγέλ ντε Ουναμούνο. Αυτό το πνευματικό αγώνισμα μετριάζει την ανθρώπινη δίψα για αθανασία και απαλύνει τον μοιραίο πόνο της ζωής. Τα Καρφιά στο σώμα του ποιητή και δοκιμιογράφου Δημήτρη Αγγελή περιλαμβάνουν τέσσερα μελετήματα «στην κόψη λογοτεχνίας και θεολογίας». Ο συγγραφέας καταθέτει τολμηρές ερμηνευτικές προτάσεις στη λεπτή περιοχή αυτής της ευαίσθητης και αιχμηρής σχέσης, χωρίς να τραυματίζει τα κείμενα που μελετά. Γιατί πράγματι «καρφιά στο σώμα» είναι τα έργα όπου κατατίθενται η οδύνη και η αγωνία για την κατανόηση δυσερμήνευτων όψεων της ζωής, για το μυστήριο του θανάτου, το ριζικό κακό και την αμφίβολη πίστη. Στα δύο πρώτα δοκίμια τίθεται στο επίκεντρο το ζήτημα του κακού. Το ποιητικό δράμα του Μπάιρον Κάιν: Ενα μυστήριο (1821) γίνεται αφορμή ώστε να σχολιάσει ο Αγγελής πτυχές του θεολογικού προβλήματος Κάιν. Ο Αγγελής εξετάζει το οντολογικό-ηθικό βάρος και τους συμβολισμούς της αδελφοκτονίας που διαπράττει ο Κάιν, ο πρώτος φονιάς στην Ιστορία και δημιουργός του πρωταρχικού κακού. Στην ανάγνωσή του ο βυρωνικός Κάιν είναι ένας απροσάρμοστος, δαιμονικός ήρωας με υπέρμετρη ρομαντική βούληση, σε ασυμφιλίωτη σχέση με τον κόσμο∙ ένας μηδενιστής με ρομαντική ρίζα. Για τον Αγγελή, δίπλα και πέρα από τη βιβλική διήγηση και τις θεολογικές, φιλοσοφικές ή ψυχαναλυτικές ερμηνείες που έχουν προταθεί, ο φόνος συμβολίζει τη διεκδίκηση της αρνητικής δυνατότητας στην κόλαση, την αυτοεξορία και τη μοναχική περιπλάνηση του ανθρώπου μακριά από τον Θεό. Ανάλογη προβληματική βρίσκουμε και στο δοκίμιο για την παπαδιαμαντική Φόνισσα (1903). Ο Αγγελής διαβάζει το έργο ως θρίλερ, όπως τα γοτθικά μυθιστορήματα και οι ταινίες τρόμου: κατά συρροή δολοφονίες, εστίαση στον θύτη, αδιανόητο κακό, απόσταση από την αισθητική της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Η Φραγκογιαννού, μηδενιστικός χαρακτήρας εξηρμένης ατομικότητας, όπως ο Κάιν, θέλει να υποκαταστήσει τον θεό. Εχει «αγαθά» κίνητρα, αλλά δαιμονική βούληση και επαναλαμβάνει το αμάρτημα των πρωτόπλαστων. Η ανάγνωση του Αγγελή συνδέει τους ειδεχθείς φόνους με το θεολογικό ερώτημα για τον θάνατο των αθώων βρεφών από τον πανάγαθο Θεό. Ωστόσο διαχωρίζει εύστοχα το ζήτημα της αμαρτίας, της θεοδικίας και της ορθόδοξης εννοιολόγησης του κακού με το βαθύτερο και ριζικό ανθρωπολογικό κακό. Ετσι η Φόνισσα τοποθετείται στο ερμηνευτικό πλαίσιο της Αρεντ για το Ολοκαύτωμα και την κοινοτοπία του κακού, εξηγώντας την απουσία μετάνοιας και εσωτερικής αμφιταλάντευσης της ηρωίδας. Ο ιδιότυπος μυστικισμός του Παπατσώνη και ο πολιτικός χριστιανισμός του Ουναμούνο δίνουν την ευκαιρία στον συγγραφέα να ξεδιπλώσει την προβληματική της αβέβαιης και ρηγματώδους πίστης. Το εκτενέστερο κείμενο, για τον σημαντικό αλλά αγνοημένο ποιητή που εσχάτως επαναξιολογείται, προσφέρει κρίσιμες παρατηρήσεις για την ιδιοπροσωπία του Παπατσώνη, εστιάζοντας στη σχέση με τον δυτικό μυστικισμό. Οι συσχετίσεις της ποίησης του Παπατσώνη και των θεματικών της μοτίβων (ταξίδι-δρόμος, πλάνη-σύγχυση αξιών, προσμονή-αγγελία κ.ά.) με τη σημαντικότερη αίρεση του δυτικού μεσαίωνα, τους Καθαρούς (κέλτικος χριστιανισμός), που εμφανίζονται την ίδια περίπου εποχή με τους ερωτόληπτους τροβαδούρους, αναδεικνύουν τη ρίζα της συναίρεσης των δύο βασικών χαρακτηριστικών της: του ερωτισμού και της θρησκευτικότητας. Τέλος, στο πορτρέτο της διανοητικής περιπλάνησης του Ουναμούνο που σκιαγραφεί ο Αγγελής προτείνεται ο δρόμος ενός τραγικού, εναγώνιου και εύθραυστου χριστιανισμού, μιας αβέβαιης και ίσως ακριβώς γι’ αυτό ισχυρής πίστης. Ενός χριστιανισμού που δεν μπορεί να κρατά τη ρομφαία, αλλά οφείλει να αποδέχεται τις αμφιβολίες, να είναι εξωστρεφής και δεκτικός σε δυτικά ερεθίσματα, σε πλήρη αντίθεση με τη μισαλλόδοξη, σκοταδιστική ελλαδική Εκκλησία. Ο Αγγελής συνομιλεί δημιουργικά με το πιο σοβαρό ρεύμα της ελληνικής διανόησης με θρησκευτικές αναζητήσεις που παράγει κοινωνική σκέψη και γονιμοποιεί λογοτεχνικές επανεκτιμήσεις. Παράλληλα υπενθυμίζει διακριτικά στην οκνηρή μας φιλολογία ότι το λογοτεχνικό παρελθόν δεν μπορεί να διαβαστεί χωρίς θεολογικές προϋποθέσεις και χωρίς αντίστοιχη σκευή των μελετητών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου