Ο ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣ ΚΑΡΑΣΟΥΛΟΣ γράφει για τον ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ
Είμαστε όλοι παιδιά του Μίκη. Είμαστε όλοι παιδιά του Μάνου. Οι δυο τους, και μαζί μ’ αυτούς και οι επίγονοί τους, νοηματοδότησαν σταθερά την εποχή που μεγαλώσαμε. Χάρισαν στον ελληνικό πολιτισμό τη σύγχρονη ταυτότητά του, αληθινές αφηγήσεις της αγωνίας του, των οραμάτων και των αναφορών του. Με το καλλιτεχνικό τους έργο και τη δημόσια παρουσία τους, διαμόρφωσαν και υπερασπίστηκαν το έντεχνο ελληνικό τραγούδι. Το τραγούδι που λειτούργησε και εξακολουθεί να λειτουργεί με κυρίαρχο αίτημά του το καλλιτεχνικό, στηρίζοντας την γλώσσα και την ιστορία του τόπου αυτού – αυτό το είδος τέχνης που η επικρατούσα σήμερα κουλτούρα του ναρκισσισμού και της βιομηχανοποιημένης διασκέδασης, εχθρεύεται περισσότερο κι από τα κρίματά της.
Κατέθεσαν στην Τράπεζα του Μέλλοντος σπουδαία έργα ώστε να αντλεί για δεκαετίες μετά τη φυγή τους ο ελληνικός λαός, μνήμες συλλογικών μύθων και ίχνη δρόμων αξιοπρέπειας και εθνικής συνείδησης. Και με τη δημόσια παρουσία τους υπέδειξαν πως ο καλλιτέχνης κρίνεται ως «όλον», για το σύνολο της προσφοράς του στη χώρα του, και ως δημιουργός αλλά και ως πολίτης. Γι αυτό κι είχαν και οι δύο απέναντι τους κατά καιρούς ως ισχυρούς αντιπάλους τους κόμματα που έρχονταν και παρέρχονταν σε αντίθεση με τη δική τους σταθερή παρουσία στις καρδιές των Ελλήνων, μηχανισμούς κομματικούς που θεωρούσαν και θεωρούν απειλή για τον κανόνα τους, το λαϊκό έρεισμα και τη δύναμη του λόγου και πράξης των σημαντικών καλλιτεχνών.
Κυρίως όμως τόσο ο Μάνος όσο και ο Μίκης, ξεπέρασαν τη Μοίρα τους. Και γι’ αυτό ίσως αγαπήθηκαν τόσο. Κι όχι για μια στιγμή μόνο. Έγιναν δηλαδή οι ίδιοι δημιουργοί Ιστορίας, ακολουθώντας τα ίχνη της Γενιάς του ’30, συνομίλησαν απευθείας ως καλλιτέχνες – πρόσωπα με τον Χρόνο που έζησαν και διεκδίκησαν τη θέση τους στον Τόπο που αγάπησαν. Κι αυτό είναι ίσως η σπουδαιότερη παρακαταθήκη που μας κληρονόμησαν σε μια εποχή που μικραίνει τις ανθρώπινες δυνάμεις και δυναμικές αφαιρώντας την δυνατότητα ιστορικής παρέμβασης και δημιουργίας.
Είκοσι επτά χρόνια μετά τον θάνατο του Μάνου, η χώρα αυτές τις μέρες πενθεί με παλλαϊκό τρόπο τον Μίκη. Με τα τραγούδια του αλλά και ανασύροντας μνήμες και εικόνες του, από στιγμές που αποτελούν πια περιουσία όλων.
Αυτή η συναυλία του Άξιον Εστί το 1977 στον Λυκαβηττό, με το συνωστισμένο πλήθος να τραγουδά τους στίχους του ποιήματος, είναι επιτρέψτε μου να πιστεύω η εικόνα της «καλής Ελλάδας». Μιας Ελλάδας που έστω για μια στιγμή θέλησε να ξεπεράσει τη Μοίρα της τραγουδώντας την πίστη της στην Ομορφιά.
Κι αν δημιουργεί αμηχανία σε διάφορους «παροικούντες την Ιερουσαλήμ», η τόσο μεγάλη λαϊκή απήχηση του Μίκη, ας σκεφθούν τι θα σήμαινε η αποκαθήλωση από το εικονοστάσι του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού των μορφών του Μίκη, του Μάνου, της Γενιάς του ’30, των επιγόνων τους, αλλά και όσων ακόμη και σήμερα συντηρούν παλεύοντας με τα κύματα, τις αναφορές τους. Τι θα έμενε άραγε;
Κι αν υπάρχει ένας λόγος για να αναφερόμαστε στον Μάνο όταν αναφερόμαστε στον Μίκη και στον Μίκη όταν μνημονεύουμε τον Μάνο, είναι γιατί ακριβώς αυτή η εποχή δεν σηκώνει άλλους διχασμούς, ούτε ψεύτικες αντιπαλότητες. Απαιτεί μια Ελλάδα αποφασισμένη να ξεφύγει από τη Μοίρα της! Έστω και για μια στιγμή.
ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣ ΚΑΡΑΣΟΥΛΟΣ
5 Σεπτεμβρίου 2021
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου