Κώστας Κουτσουρέλης, Νύχτα, εκδ. Κίχλη, Αθήνα 2017.
«Έτσι έχουμε στη γλώσσα (και αυτό μου φαίνεται προφανές) το γεγονός ότι οι λέξεις ξεκίνησαν, κατά κάποιο τρόπο ως μαγικές. Ίσως υπήρξε κάποια στιγμή όπου η λέξη φως έμοιαζε να λάμπει και η λέξη νύχτα ήταν σκοτεινή. Στην περίπτωση της λέξης νύχτα μπορούμε να εικάσουμε ότι δήλωνε στην αρχή την ίδια τη νύχτα –τη σκοτεινότητά της, τις απειλές της, τα λαμπερά της αστέρια. Έπειτα, μετά από πολύ καιρό, φτάνουμε στην αφηρημένη έννοια της λέξης νύχτα– την περίοδο μεταξύ του φωτός του κορακιού (σύμφωνα με τους Εβραίους) και του φωτός του περιστεριού, της αρχής της ημέρας.», είναι ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο του Χόρχε Λουίς Μπόρχες με τίτλο Η τέχνη του στίχου, σε μετάφραση Μαρίας Τόμπρου από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης (σ. 104).
Η ποιητική σύνθεση του Κώστα Κουτσουρέλη με τον τίτλο Νύχτα από τις εκδόσεις Κίχλη (2017), δεν θα μπορούσε να ανταποκρίνεται καλύτερα στις παραπάνω σκέψεις του Μπόρχες. Η λέξη νύχτα σ’ αυτή τη συλλογή υπερασπίζεται τη μαγική καταγωγή της.
Στο καλαίσθητο εξώφυλλο βρίσκονται διασπαρμένα τα γράμματα της πολυσήμαντης λέξης θυμίζοντας τον αστερισμό της Κασσιόπης ή μάλλον το αντικαθρέφτισμά του, προετοιμάζοντας τον αναγνώστη για τη μυσταγωγία αυτού του βιβλίου. Χρησιμοποιώ εσκεμμένα τη λέξη «μυσταγωγία» γιατί η «ανάγνωση» θεωρώ πως δεν είναι αρκετή για να εκφράσει τη διαμεσολάβηση που εμπεριέχουν οι ομοιοκατάληκτοι στίχοι των επτά ποιημάτων μεταξύ του ποιητή, του αναγνώστη και της νύχτας. Τη νύχτα της περισυλλογής, τη νύχτα του πόθου, της οδύνης μα και της γαλήνης, τη νύχτα των ενοχών, των ονείρων και των ονειρώξεων. Τη νύχτα που γεννιέται ο φασματικός εαυτός μας και ρευστοποιείται κάθε ψευδαίσθηση ή βεβαιότητα. Η νύχτα στενάζει κάτω απ’ το βάρος των μύθων της. Αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην ανάγκη να διαφυλάξει την παραμυθία της και την αδυναμία να κρύψει τη θηριωδία της.
Η διάρθρωση της εν λόγω ποιητικής σύνθεσης είναι ένα πραγματικό ποιητικό οικοδόμημα που αποτελείται από επτά ορόφους. Αν υποθέσουμε πως το ισόγειο είναι το πρώτο ποίημα, στο έβδομο ποίημα φτάνουμε στο ρετιρέ. Όλα τα ποιήματα έχουν την ίδια αρχιτεκτονική. Αποτελούνται από 8 τρίστιχες στροφές και στο τέλος ένας στίχος μόνος του, ο οποίος αποτελεί επανάληψη του πρώτου στίχου της πρώτης στροφής, εκτός από το τελευταίο ποίημα, όπου εσκεμμένα ο ποιητής μετατρέπει το: «είναι της νύχτας η καρδιά από μάτια» σε «μάτια της νύχτας που γεννάει τον ήλιο». Η ομοιοκαταληξία είναι σταυρωτή, το μέτρο ιαμβικό, άλλοτε 12σύλλαβος στίχος και άλλοτε 11σύλλαβος, με αποτέλεσμα ο ρυθμός να θυμίζει δημοτικό τραγούδι. Ωστόσο κάθε όροφος επικοινωνεί με τον επόμενο με ένα μυστικό πέρασμα που δεν είναι άλλο από μια λέξη. Μια λέξη που στέκεται αγέρωχη σε κάποιον στίχο του προηγούμενου ποιήματος, ανοίγει σαν μυστική είσοδος και αποτελεί την είσοδο-τίτλο του επόμενου ποιήματος.
Τα ποιήματα έχουν τίτλους που αποτυπώνουν τη διακύμανση της νύχτας και τους κυματισμούς των βλεφάρων με ορολογία που θυμίζει τη διαδικασία του ύπνου ως φυσική λειτουργία: νάρκωση, βύθιση, υπνολαλία (πόσο όμορφη λέξη!), ονείρωξη, ανάνηψη, εγρήγορση, έγερση.
Τα επτά ποιήματα-σπόνδυλοι συνθέτουν τη ραχοκοκαλιά γύρω απ’ την οποία θα στηριχτεί η νύχτα, με όλες τις κυρτώσεις και τις καμπυλώσεις της. Η νύχτα γεννιέται μωρό σαστισμένο να κοιτά κατάματα τον αναγνώστη, γελάει, κλαίει, ερωτεύεται, λυπάται, ενθουσιάζεται, παραληρεί, διεκδικεί, αρθρώνει λόγο, γνωρίζοντας πως θα ξεψυχήσει από τη θριαμβευτική έλευση της μέρας. Με λίγα λόγια, η νύχτα σωματοποιείται.
Σ’ αυτή την ωδή στη νύχτα ο Κ.Κ. ανατέμνει με σεβασμό τη σιωπή της νύχτας και τη μετατρέπει σε στίχους. Γίνεται ο ανατόμος που μελετά ένα-ένα τα κομμάτια του σώματος της νύχτας, τα μυρώνει με τρυφερότητα και στοργή, προσφέροντας στον αναγνώστη ένα λυρικό, γεμάτο ρυθμό και κάλλος, ποίημα. Εστιάζει στον άρρητο κόσμο της νύχτας, στο μουγκρητό του φόβου, στην έγερση των αισθήσεων, προπάντων στους χτύπους της καρδιάς της.
Καθένα από τα ποιητικά μέρη ξεκινά με τη δήλωση του υλικού απ’ το οποίο είναι πλασμένη η καρδιά της νύχτας. Σχεδόν όλα τα υλικά είναι ρευστά ή αέρια (γάλα, αιθάλη), κάποια είναι στερεά μα δεν έχουν συνοχή αφού μ’ ένα φύσημα σκορπίζονται (στάχτη). Καθώς η νύχτα προχωρά, η καρδιά της αναπλάθεται με άυλα συστατικά.
Στο πρώτο ποίημα με τίτλο «Νάρκωση», η νύχτα έχει καρδιά από γάλα, ευθεία παραπομπή στην παιδικότητα. Η νύχτα-νήπιο βιώνει τον δυσπερίγραπτο χρόνο μεταξύ ξύπνιου και ύπνου «στης νάρκης την ακύμαντη επιφάνεια». Με μια εξαιρετική μεταφορά ο ποιητής μιλά για την αρχή της νύχτας ως έναρξη του ύπνου όπου υπαναχωρούν οι λέξεις, οι κινήσεις παύουν κι η νύχτα-νήπιο, μετατρέπεται σε δοχείο «μιας τυφλής σελήνης, το βλέμμα γίνεται στάχτη και τα μάτια βυζαίνουν σκοτάδι».
Στη «Βύθιση», το δεύτερο ποίημα της ενότητας, η καρδιά της νύχτας είναι από στάχτη με όλες τις συνδηλώσεις αυτής της λέξης. Σ’ αυτό το ποίημα έχουμε την προσωρινή συντριβή όλων των στοιχείων που μας χαρακτηρίζουν. Κάθε νύχτα γίνονται στάχτη «οι ψίθυροι, τα οράματα, οι εφιάλτες και οι πόθοι πιασμένοι στης στιγμής το αδράχτι», κι ο φόβος αποκτά την πρωτοκαθεδρία. Η βύθιση είναι ένας προσωρινός θάνατος, μια ακούσια εγκατάλειψη στον φόβο, όπου ο φόβος είναι πια φαρμάκι, φάρμακο και νοσηλεία (παρήχηση).
Τη μεταφυσική κατάσταση του ύπνου ακολουθεί η «Υπνολαλία». Η νύχτα βρίσκεται στην εφηβεία και παλεύει με την ενηλικίωση καθώς η καρδιά της είναι από αιθάλη, προϊόν καύσης της μέρας, της γλώσσας, της επιθυμίας.. Η αιθάλη γίνεται στάχτη και η καρδιά της υπνολαλίας κι αυτή από στάχτη, στο εξαιρετικό ποίημα με αυτόν τον τίτλο, που περιέχει αναφορές στην Πυθία και στον Έμπορο της Βενετίας του Σαίξπηρ, παραλληλισμό με την Ευρώπη του σήμερα, όπου όλοι οι οιωνοί έδειχναν την κρίση και τους Σάυλοκ που καραδοκούσαν. Αναφέρονται τρεις πόλεις που φώτισαν τον κόσμο. Η Αθήνα στην αρχαιότητα, η Φλωρεντία στην Αναγέννηση και η Βαϊμάρη της δημοκρατίας και των τεχνών πριν τη διαλύσει ο ανερχόμενος ναζισμός του Χίτλερ: «Σκοτάδι πέφτει πάνω στην Ευρώπη. Αθήνα; Φλωρεντία; Βαϊμάρη;/Κολλυβιστές, μεσίτες, χρεοκόποι,/ο Σάυλοκ που απ’ τη σάρκα σου ρεφάρει, στο βήμα οι κομισάριοι να βαβίζουν/κυανόκρανοι με τις παντιέρες του Άρη,//τα τρόπαια στη βιτρίνα που γυαλίζουν,/της γλώσσας της κομψής οι μανδαρίνοι/ –τα δόντια τους, τ’ ανύπαρκτα πώς τρίζουν;» Κάθε αναφορά στις πόλεις αυτές, συνοδεύεται –όχι τυχαία– από ένα ερωτηματικό με όλους τους συμβολισμούς που εμπεριέχονται σε αυτό. «Πώς σκοτεινιάσανε οι πόλεις; Πού χάθηκε το φως;» αναρωτιέται ο ποιητής και μαζί του κι εμείς: «Πώς σβήνει, πώς μαραίνεται η εικόνα,/πώς ξεθυμαίνει τ’ όνειρο στη ζάλη;/Εδώ που ’ναι καπνός θολός τα χρόνια//κι είναι της νύχτας η καρδιά από αιθάλη.» Αιθάλη ονομάζεται επίσης ο τεχνητός άνθρακας, που χρησιμοποιείται στην παρασκευή μελάνης, χρωμάτων και άλλων υλικών που παραπέμπουν στη γραφή και εν γένει στην τέχνη.
Ακολουθεί η εποχή του έρωτα σε μια σωματοποποιημένη νύχτα με το ποίημα «Ονείρωξη», όπου με ζωντανές πάλλουσες εικόνες, νευρώνες και παλμοί, βουβώνες και μηροί συμμετέχουν στη μάχη του έρωτα, μια μάχη ασθμαίνουσα, αποτυπωμένη με λέξεις πυρετικές. Αντίδοτο του θανάτου, άλλωστε, κομπάζει πως είναι ο έρωτας.
Μετά τον έρωτα ακολουθεί η ειρήνη. Με τίτλο «Ανάνηψη» ακολουθεί το ποίημα που γαληνεύει την παλίρροια του φόβου και την ένταση της ονείρωξης διεκδικώντας μια θαλπωρή απόκοσμη και παραμυθητική. Η σκέψη αρχίζει να μεθάει, οι αισθήσεις σιγά σιγά τεντώνουν τα χεράκια τους και τα μέλη γίνονται φτερά. Το θείο σε καλεί να υψωθείς. Η καρδιά της νύχτας σ’ αυτό το ποίημα «είναι από ειρήνη καθώς σκιρτά απαλά η αυγή στο μαξιλάρι».
Ακολουθεί το ποίημα εγρήγορση που εστιάζει στην σκέψη. Η νοητική ικανότητα, η γλώσσα, η ανάγκη της γραφής, όλα τα δώρα της ζωής που ναρκώνονται τη νύχτα, περιμένουν να ξεμυτίσουν μαζί με την χαραυγή. Με Καβαφική ματιά σ’ αυτό το ποίημα ο Κ.Κ. μιλά για τον χρόνο με απίστευτη τρυφερότητα: «ο χρόνος είναι ένα παιδί, που παίζει./Κι εσύ του χρόνου είσαι το παιχνίδι/αυτό το βάζο, ας πούμε, στο τραπέζι//που βάφεται τριανταφυλλί… Και ήδη/μάτια χιλιάδες το κοιτούν, κοιτάξου!/το φως σε γλείφει σαν γιγάντιο φίδι,/ο ουρανός σε διεκδικεί, φυλάξου//βιάσου μη χάσεις του φωτός τη στέψη!»
Κι ερχόμαστε στο ποίημα με τον τίτλο «Έγερση» όπου με καταιγιστικές –γεμάτες μάτια– εικόνες η νύχτα παραμερίζει για την πανηγυρική έλευση του φωτός, της ζωής, του έρωτα. Η επανάληψη της λέξης «μάτια» ως σύμβολο, οι ανεξάντλητες μεταφορές που περιλαμβάνουν τις απεριόριστες πιθανότητες που κρύβει η κάθε μέρα κλείνει με τον καλύτερο τρόπο το βιβλίο της νύχτας. Η λέξη «μάτια» κυριαρχεί ως ζωτικός ιστός της μέρας. Η γέννηση της μέρας από πάντα και για πάντα θα είναι ένα μικρό θαύμα που διεκδικεί και καταφέρνει να υμνηθεί με όλες τις τέχνες. Στην ποιητική σύνθεση του Κώστα Κουτσουρέλη το θαύμα αυτό συντελείται μέσω της επαναμάγευσης της νύχτας.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του τρίτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]
https://frear.gr/?p=31973&fbclid=IwAR1224T_6VOxu9UctSO_ErkOn-p193R9du7DEuQFEi3qcdjRq9Y9ZSEwPVI
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου