Δημοσιεύτηκε 17 Σεπτεμβρίου 2021 diastixo.gr
Ο πεζογράφος Γιάννης Ατζακάς, έχοντας φτάσει πλέον σε εκείνο το ηλικιακό όριο που δεν συγχωρούνται μέτριες επιδόσεις και δεν συγχέονται ποιοτικές ανακατατάξεις, αυτό που πρέπει να παρουσιάζει πλέον είναι η διατήρηση όλων εκείνων των χαρακτηριστικών, όπως η παπαδιαμάντεια παρακαταθήκη και η έντονη πολιτικοποίηση, στοιχεία που τον χαρακτήρισαν σε όλη του την πορεία και τα οποία τον διαφοροποίησαν από άλλους συνομήλικους συναδέλφους του. Πράγματι, ο Ατζακάς όχι απλώς υποκλίνεται στο μέγεθος του Αγίου των Ελληνικών Γραμμάτων, όχι μόνο εισπράττει (και στη συνέχεια παραθέτει ως δικό του επίτευγμα) και τον τρόπο έκφρασης και της δομής αλλά και της ατμόσφαιρας και των μύθων που συγκλίνουν σε περιθωριακούς και δευτερεύοντες πρωταγωνιστές, ασήμαντων ανθρώπων, αλλά –πολύ περισσότερο, σίγουρα– επιθυμεί να θεωρηθεί ως ένας αναγνώστης του, ως ένας συνεχιστής του ακραίου του έργου. Παράλληλα, τοποθετώντας τους μύθους του από τη Μικρασιατική καταστροφή μέχρι το τέλος της Χούντας, της Μεταπολίτευσης αλλά και της οικονομικής κρίσης, ουσιαστικά πιστοποιεί το ότι η πολιτική παράμετρος στον ίδιο υπήρξε όχι απλώς σημαντική, όχι απλώς αφομοιωμένη αλλά, επιπλέον, σφύζουσα από ενέργεια, κοινωνική και ιστορική, δυνάμενη να επαναφέρει στη μνήμη μας, ακόμη και αν δεν ζήσαμε όλες τις περιόδους, το ιστορικό στίγμα και, τέλος, ικανή να συνδυάζει ένα παραμύθι λογοτεχνικό με την εποχή, όπου τα πάντα ή σχεδόν απορρέουν από πολιτικούς, αδούλωτους, συναρπαστικούς και υπερβολικά διασπαρμένους αγώνες, επιπλέον των ιδεών.
Ο συγγραφέας Ατζακάς έγραψε μυθιστόρημα, διήγημα, νουβέλα, όλα τα είδη δηλαδή του πεζού λόγου, με την ίδια ευστοχία, έτσι που να μην μπορεί κανείς να τον καταχωρίσει εδώ ή εκεί, να μην μπορεί να πει αν είναι καλύτερος διηγηματογράφος ή μυθιστοριογράφος. Σε όλα του τα έργα (τα οποία και έχουμε παρακολουθήσει λόγω και της απόλαυσης –η οποία δεν έχει σχέση με σάτιρα αλλά με ψυχαγωγία– και της εργασίας μας), μας φανερώνει τον ιδιαίτερο λογοτεχνικό και πολυτασικό ατμοσφαιρισμό, στρέφει το βλέμμα του κύρια σε ανθρώπους οι οποίοι βασανίστηκαν πολύ στη ζωή τους, σε συνανθρώπους οι οποίοι δεν βρήκανε την επιτυχία, σε άτομα περιθωριακά, που πέρασαν βιώνοντας μόνο την πίκρα, τη θλίψη και την απογοήτευση, ταυτοποιήθηκαν στην ιστορία, καθένας κάτω από την πένα ενός ταλαντούχου και ώριμου δημιουργού, ο οποίος και αναπαριστά την όποια παρουσία τους έστω μέσα από φανταστικές συνιστώσες και λογοτεχνικό ψεύδος. Οι αντιήρωες λοιπόν του Ατζακά και σήμερα, και για τους νεότερους, αποτελούν μονάδες που δεν έχουν σχέση με την αναγνωρισιμότητα, που δεν συνυπάρχουν μαζί τους, που δεν αποτελούν φίλους τους, που δεν περιφέρονται στα κινητά και τα διαδίκτυα, που δεν είναι εφικτό να τους προσδιορίσουν, η ουσία όμως είναι πως, με την ιδιοσυγκρασία τους, την όποια προσωπικότητά τους, τα βάσανα που κουβαλούν στις πλάτες τους, τη φθαρτή τους ιστορία, την ιερή τους σύσταση, αποτελούν σημείο αναφοράς για όλους εκείνους που ψάχνουν, που ενδιαφέρονται, που προσδοκούν το καλύτερο, όχι μόνο μέσα από το ψυχικό κενό αλλά μέσα από το ανάγλυφο πεδίο της Τέχνης.
Από όλα τα υλικά που απλώνει ο Ατζακάς στο τραπέζι για να γράψει (γλώσσα, έκφραση, ύφος, μύθοι, δομή, λογοτεχνική κατασκευή) εκείνο που έχει τη μεγαλύτερη σημασία, την ουσιαστικότερη συνεισφορά, είναι η ατμόσφαιρα. Πράγματι, με μια τεράστια υπερβολή, αλλά και κανονική και κλασική μέθοδο, η ατμόσφαιρα μας ωθεί θα έλεγα σε ένα κουκούλι, στα δίχτυα μιας αράχνης, σαν να κολλούν τα χέρια μας από κόλλα υγρή, τα μάτια μας από λογοτεχνικό πάθος και η ψυχή μας από μια αληθινά μεγάλη δόση ενός λυπητερού μασάζ. Η ψυχολογική μας ταύτιση, όχι μόνο των ηρώων που αναφέρονται αλλά και των υπολοίπων, των πιο σύγχρονων και πιο κοντινών μας, οι οποίοι λειτουργούν ως εξαρτήματα ενός μεταδοτικού ερεθίσματος, ως απόδοση διάσωσης και ως θέση ευαισθησίας στην πραγματικότητα, είναι απόλυτη. Αλλά και όταν ο διηγηματογράφος αναφέρεται στο άλλο σκέλος της ατομικής του ευθύνης, δηλαδή στα ιστορικά και πολιτικά γεγονότα, η ατμόσφαιρα ακολουθεί την προσωπική του επιλογή, που ως περίσσια υπόθεση συγκινεί και εμάς τους αναγνώστες, ακόμη και αν τη γνωρίζουμε. Έχουμε σχέσεις, είμαστε υποψιασμένοι, άρα ο ίδιος τα καλύπτει με την αχλή του μύθου. Δηλαδή, οι όποιες ενέργειες, σκέψεις, αποφάσεις, πράξεις που λαμβάνουν χώρα και αφορούν ήρωες οι οποίοι ενώ βρίσκονται στο εξωτερικό, είτε αγωνιζόμενοι για ελευθερία, είτε προσπαθώντας να βάλουν σε μια τάξη τα οικογενειακά και επαγγελματικά τους προβλήματα, είτε βλέπουν τον τόπο τους να καταστρέφεται, είτε πολιτικά ανήκουν στην αντίπερα όχθη, το θέμα είναι πως διέρχονται το κείμενο ως άμιλλα, ως σύννεφο μοναδικό σε έναν ηλιόλουστο ουρανό, ως μια κατευναστική και δραματική συνυπόσχεση.
Ο πεζογράφος Γιάννης Ατζακάς γράφει πολυσέλιδα διηγήματα, δεν φοβάται χάσματα ή κενά, δεν πτοείται από μικρής έκτασης προθέσεις αφηγημάτων της ίδιας ουσίας, απεναντίας, απλώνει τις ιστορίες του με παραδοσιακό τρόπο, ούτως ώστε για παράδειγμα ένα κομμάτι σαράντα πέντε σελίδων να χρειάζεσαι μιάμιση ώρα προκειμένου να το διαβάσεις. Αυτό σημαίνει πως παρά την απλότητα της έκφρασής του, παρά το ευθύβολο της παράθεσης, παρά το κατανοητό του υπό εξέλιξη μύθου, στην πραγματικότητα δεν έχουμε να κάνουμε με κάτι το εύκολο, το μη απαντητικό, το γρήγορο ξεπέταγμα, το εντελώς επικαιρικό. Αντιθέτως, απολαμβάνουμε μια λογοτεχνική ευελιξία, μια πεζογραφική μετάλλαξη, μια συγγραφική συνδρομή, στόχος της οποίας είναι να μας μεταφέρει –ίσως όχι ολοκληρωτικά, αλλά πάντως σε μεγάλο βαθμό– σε άλλες εποχές, σε διαφορετικές περιόδους, σε ιστορικές στιγμές, σε παλλόμενες μνήμες και αναμνήσεις και σε άλλες αναγνωστικές ταυτίσεις. Άρα, όχι μόνο η αξία των διηγημάτων του Ατζακά να είναι συναρπαστική, όχι μόνο να είναι σημαντική, όχι μόνο να είναι αξεπέραστη, αλλά πολύ περισσότερο να είναι μια δοκιμή ανάμεσα στην κλασικότητα και την παράδοση και στο σήμερα, ένα ρίσκο δηλαδή το οποίο ο δημιουργός παίρνει από την αρχή της καριέρας του, έως του σημείου της πλέριας παραστατικότητας με ό,τι κι αν θεωρείται σύγχρονο ή επικαιρικό. Ο «όμορφος κόσμος» του Ατζακά, απ’ αυτόν που συνεισέφερε ως πεζογραφική τέχνη, μας σερβίρεται και θεωρείται δεδομένος, τόσο ως επιβλητικότητα, όσο παράλληλα και ως επιμονή. Καθώς ο ίδιος, συνεπής στη διαδρομή του, στις αξίες του και στην εμμονή του να γράφει έτσι, κατορθώνει να γίνεται το παρελθόν πιο αξιοπρόσεκτο και πιο χρηστικό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου