17.9.21

Κοσμάς Κοψάρης: Αθηνά Βογιατζόγλου, Ερωτοπαίγνια, εκδ.Κέδρος


Η Αθηνά Βογιατζόγλου στην εξαιρετική ποιητική συλλογή της αποτυπώνει ως ποιητικό υποκείμενο τον έρωτα για την ίδια τη ζωή
σε ένα πολυεδρικό επίπεδο. Το αρχέγονο συναίσθημα, που διαπερνά ως ακατανίκητη συμπαντική δύναμη κάθε πτυχή της ανθρώπινης βιοποικιλότητας, στις ποιητικές της αναπαραστάσεις αποδίδεται ως η καταλυτική δύναμη που αφουγκράζεται τις εσώτερες υπαρξιακές ανησυχίες, ανάγοντάς την από την παιδικότητα στην ωριμότητα. Ο έρωτας στον ποιητικό της καμβά μεταρσιώνεται σε έναν οδοδείκτη της δημιουργικής της πνοής, άρρηκτα συνυφασμένος με την ποιητική δημιουργία.

Ο ποιητικός φακός καταγράφει οτιδήποτε σχετίζεται με τον έρωτα στην ευρεία του έννοια ως αγάπη για την ύπαρξη. Ο έξοχος λυρισμός της συλλογής, η επιδέξια σκηνοθετημένη εξομολογητική διάθεση, η τάση ενδοσκόπησης μέσα από τις χωροχρονικές υπαρξιακές καταβυθίσεις σε όλα τα στάδια που οδήγησαν την ποιήτρια στη διαμόρφωση μιας μεστής και άρτιας αυτοέκφρασης όσο και αυτοπραγμάτωσης, διοχετεύονται επιδέξια στον εκάστοτε δέκτη των ποιημάτων της μέσα από την πολυμορφία της έννοιας του έρωτα σε επτά επιμέρους θεματικές που καταμαρτυρούν την ενύπαρξη ποιητικότητας σε κάθε εξελικτική φάση μετάβασης με την απόκτηση κάθε φορά και μιας νέας ιδιότητας στο κοινωνικό γίγνεσθαι.

Ο έρωτας γίνεται μια ισχυρή μετασχηματιστική δύναμη που εξισώνεται με την ποίηση. Η ποίηση ενυπάρχει σε κάθε ίνα του ποιητικού υποκειμένου στον τρόπο που βιώνει, αισθάνεται και αντιλαμβάνεται τον κόσμο. Όταν σφυγμομετρεί τις υπαρξιακές καταβαραθρώσεις, αλλά και όταν προβαίνει σε αναπολήσεις του χρόνου που έφυγε, αλλά δεν χάθηκε, καθώς η ποίηση διατηρεί την μνήμη ανεξίτηλη, οδηγώντας τη να βρίσκεται τόσο μακριά και συνάμα τόσο κοντά από την ίδια της την ύπαρξη, προβαίνοντας σε ένα είδος αντικειμενοποίησης του εγώ. Για κάθε στάδιο που διέρχεται ο έρωτας, το ποιητικό εγώ κοιτάζει με ήρεμη ενατένιση τόσο το χτες όσο και το σήμερα, δίνοντας προοπτική στο αύριο. Ο λειασμένος ποιητικός της λόγος, ενδυναμωμένος από ποικίλα κοινωνικά ερεθίσματα, εμποτίζει την ποιήτρια με μια σπάνια εκφραστική δύναμη, της οποίας μακρινός αντίλαλος θα μπορούσαν να είναι οι ποιητικές φωνές του υστεροσυμβολισμού.

Η Βογιατζόγλου, μέσα από μια ενίοτε μινιμαλιστική μορφή γραφής, αναδεικνύει μια σπάνια εικονοπλασία, ανακλώντας την εξεικονιζόμενη πραγματικότητα απαραχάρακτη. Στην «Αυτοπροσωπογραφία», στην αρχή του βιβλίου περιγράφει ότι στον ποιητικό της, ατέρμονο, μικρόκοσμο οι ψηφίδες της ποιητικής δημιουργίας καθίστανται αέναοι συνοδοιπόροι σε κάθε βιωματικό σταθμό της, συνυφασμένο είτε με τον πόνο της φθοράς είτε με την ευτυχία. Όσο και αν η ποίηση στο διάβα του χρόνου φαίνεται ανήμπορη, οι διακλαδώσεις της περιστοιχίζουν την ποιήτρια με ένα βαθύ πέπλο ώριμου αναστοχασμού για να θυμάται με λιγότερο πόνο τα όσο πονάνε, για να χαίρεται για όσα έδρεψε στη ζωή της ως σύζυγος, μητέρα, κόρη, ακαδημαϊκός, γυναίκα, άνθρωπος, ώστε να καταφέρνει να εσωτερικεύει την μαγεία της ζωής με το αγνό αλλά και δυνατό πάθος του ατόμου που βρίσκεται σε απτική σχέση με τη φύση στην ευρεία κοσμική και οντολογική της διάσταση, αλλά, κυρίως, να μην φοβάται ενίοτε να μένει μόνη.

Ο έρωτας εδώ είναι μια αρχέγονη δύναμη, αμακιγιάριστη, που στέκει στο μέσο, συνενώνοντας την αρχή και το τέλος της ύπαρξης. Κατακτώντας τον έρωτα για την ποίηση, το ποιητικό εγώ μαθαίνει να αγαπά την ίδια τη ζωή μέσα από μια άλλη οπτική και ενόραση, κοιτάζοντας συνάμα το παρελθόν χωρίς την σπαραξικάρδια οδύνη του χρόνου που φεύγει, που κυλά, παίρνοντας μαζί αγαπημένα πρόσωπα που δεν θα ξαναδεί κανείς ποτέ. Η ποιητική συλλογή της Βογιατζόγλου αγγίζει τον καθένα γιατί απευθύνεται σε κάθε φάση ενός εξελισσόμενου εγώ ως ανακλαστικός δείκτης ενός πολυπόθητου εσύ.

          Εξαιρετικό προνόμιο αυτής της χαρισματικής γραφής είναι το πως κινηματογραφεί τις σκέψεις της με εργαλείο την ίδια την ποίηση. Μού δίνει την αίσθηση, απηχώντας το καλλιτεχνικό ρεύμα της Nouvelle Vague μέσα από την έκφραση του Ζαν Λυκ Γκοντάρ, ότι κινηματογραφεί την ήδη κατασκευασμένη ποιητική της εικονοποιία, τον ιδιοπρόσωπο εικονιστιστικό της καμβά, στον οποίο διαθλώνται τα θραύσματα  μιας  έντονα εσωτερικευμένης εξωτερικής πραγματικότητας:

 

Τον αέρα. Το νερό.

Τις μεσαιωνικές ερημωμένες πόλεις

των βοτάνων.

 

Το σπέρμα της σελήνης.

Τους γοφούς των χωραφιών.

 

Δεν γυρέψαμε τον έρωτα

Μόνο

το αχαλίνωτο ύψος

των λόφων.[1]

 

Ο ποιητικός της λόγος μετασχηματίζεται ακατάπαυστα σε ένα εργαλείο που προσαρμόζεται ανάλογα με την ειδικότερη θεματική. Άλλοτε, έντονα περιγραφικός και συγκρατημένος, άλλοτε, νηφάλιος, άλλοτε, έντονα συναισθηματικός, άλλοτε, χειμαρρώδης:

 

Σύννεφα θλιβερά στοργής γίνονται

νέα σύννεφα, στον πάνω

ουρανό.

Αυτή η εξάτμιση δεν έχει τέλος…

 

Όλα τα δάκρυα ανεβήκανε ψηλά.

Στο πανηγύρι των νερών που φούσκωσαν

γυρίζοντας τους μύλους της σιωπής.[2]

 

Cellophane

 

Καλά περνούσα με τις σκοτεινές κηλίδες μου,

τις δήθεν αστρικές,

με τις φακίδες και τα ερωτηματικά

που λέρωσαν τόσο χαρτί επίμονων

εραστών.

Προς τι οι διαφάνειες; Με κυρίεψε

ο δαίμονας της ανθρωπιάς.

Ας γινόμουν τουλάχιστον καθρέφτης

σε σαλόνι.

Όχι αυτό το σελοφάν. Που κανείς δεν ξέρει

πόσο επίπονα είναι χειροποίητο.[3]

 

Το ποίημα: «Cellophane», μέ συγκινεί ιδιαίτερα, διότι σε αυτό αποτυπώνεται όλη η ποιητική θεωρία της Βογιατζόγλου, που είναι μια ποίηση ανθρώπινη, ως απόσταγμα μιας βαθυστόχαστης ζωής και με πανοραμικό πλάνο τον έρωτα, έναν έρωτα που μάς ανάγει στην αρχή του κόσμου, στην αρχή της ύπαρξης και της δημιουργίας, έναν έρωτα χοϊκό, άρρηκτα δεμένο με τη φύση ως συμβολική πηγή δύναμης, έναν έρωτα συμπαντικό, υπερβατικό, ξεπερνώντας τα επίγεια, φτάνοντας πέρα από τα όρια του επέκεινα. Πρόκειται για μια έξοχη ποίηση, με ιδιαίτερο τρόπο γραφής και με ξεχωριστή εκφραστική πληρότητα. Μία συλλογή που ήρθε για να μείνει.

 

 

Ο Κοσμάς Κοψάρης είναι Δρ. Φιλολογίας Π.Ι, Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Φιλολογίας Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας ΑΠΘ, Υπ. Δρ. Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας ΑΠΘ, Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας ΕΚΠΑ, με Μεταπτυχιακή ειδίκευση στη σημειωτική του γαλλόφωνου και ισπανόφωνου σινεμά, κριτικός λογοτεχνίας-θεάτρου-κινηματογράφου.
 
[1] Αθηνά Βογιατζόγλου, Ερωτοπαίγνια, Κέδρος 2019, Αθήνα, σ.29.
[2] «À rebours», ό.π.σ.36.
[3] Ό.π.σ.57.
 
http://www.periou.gr/%ce%ba%ce%bf%cf%83%ce%bc%ce%ac%cf%82-%ce%ba%ce%bf%cf%88%ce%ac%cf%81%ce%b7%cf%82-%ce%b1%ce%b8%ce%b7%ce%bd%ce%ac-%ce%b2%ce%bf%ce%b3%ce%b9%ce%b1%cf%84%ce%b6%cf%8c%ce%b3%ce%bb%ce%bf%cf%85-%ce%b5%cf%81/?fbclid=IwAR2rDAVy-dIBKwnc8GMwkbj_gLixxT3gB8Htk298wg7g86shOpyN7GOSpW0 

Δεν υπάρχουν σχόλια: