27.9.21

Γιώργος Σεφέρης, πενήντα χρόνια από τον θάνατό του


Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος 
Μπορεί να ακούγεται παράδοξο για έναν νομπελίστα τα βιβλία του οποίου δεν έχουν πάψει ούτε στιγμή να ανατυπώνονται και να μελετώνται, κι όμως η δραστικότητα και η πάνδημη αποδοχή της ποίησης του Γιώργου Σεφέρη μοιάζει να έχει μειωθεί τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Αφενός η πανεπιστημιακή κυρίως κριτική επικεντρώνεται και τονίζει, όλο και συχνότερα, δικαίως ή αδίκως, την ελληνοκεντρική ή και εθνοκεντρική διάσταση του έργου του και τον συντηρητισμό του. Αφετέρου, ενώ πριν από 20-30 χρόνια τα ποιήματά του Σεφέρη βρίσκονταν σε κάθε φοιτητικό σακίδιο και δωμάτιο, το νεότερο αναγνωστικό κοινό (στο οποίο περιλαμβάνονται βέβαια και οι νεότεροι ποιητές μας) τον αντιμετωπίζει πια, αν το αντιλαμβάνομαι σωστά, ως άλλον έναν από τους κλασικούς, τον Ανδρέα Κάλβο φερ’ ειπείν ή τον Άγγελο Τερζάκη, των οποίων αγοράζει μεν τα βιβλία, αλλά περιορίζεται να τα διαβάζει από ιστορικό μάλλον ενδιαφέρον ή επειδή οφείλει, σε κάποιον βαθμό, να τα έχει διαβάσει και όχι από εσωτερική ανάγκη ή ενθουσιασμό. Για να μην πούμε για εκείνους που θεωρούν ύψιστο, καθώς φαίνεται, κατόρθωμά του τη συγγραφή δύο ερωτικών φράσεων στην προσωπική του αλληλογραφία και αυτές μόνο επαναλαμβάνουν όποτε θυμούνται το όνομα του ποιητή. Κι όμως ο Σεφέρης, τόσο με το ποιητικό του όσο και με το πεζογραφικό του έργο (δοκίμια, ημερολόγια και αλληλογραφία) έχει και πολλά να διδάξει και μεγάλη απόλαυση να χαρίσει στον σημερινό αναγνώστη, γιατί «το κατάστρωμα δεν είναι δικό μου, καθόλου δικό μου, είναι μια κινούμενη πλατεία, όπου πέρασα κι εγώ αλλά και πολύς κόσμος και ο αγέρας, και η βροχή, και τ’ ανθρώπινα σώματα». Την ηθική του, πρώτα απ’ όλα, όπως αναγνωρίζεται και εφαρμόζεται τόσο στην ποιητική όσο και στην πολιτική του συμπεριφορά, τόσο στην ατομική όσο και στη συλλογική ανθρώπινη εμπειρία· τη βαθιά συνείδηση του τόπου και του χρόνου, τον «καημό της ρωμιοσύνης» όπως τον ονόμαζε, την ιστορική αίσθηση και μνήμη που τον χαρακτηρίζει· τον άμεσο και οικείο, λιτό και κουβεντιαστό, θυμόσοφο και στοχαστικό τόνο της φωνής του, που γνωρίζει, θα ‘λεγες, και έχει αποδεχθεί με ηρεμία το αναπόφευκτο τέλος των πραγμάτων· τον τρόπο να μιλάς για το σήμερα, που δεν είναι συχνά παρά «σκουπίδια, καβαλίνα, μπόχα και καταλαλιά», για το δίκαιο και για το άδικο, χωρίς να ενδίδεις στον μελοδραματισμό, τη συναισθηματικότητα και την εύκολη ηθικολογία – το μέγιστον, ενδεχομένως, μάθημα για τους ποιητές της κρίσης των ημερών μας.
 Αναρτήθηκε στην ομάδα στο fb ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: