25.9.21

Ντάντα μουσάτα, Γιώργος Γκόζης


Δημοσιεύθηκε στο φύλο του ΕΤ (Eλευθερος Τύπος 18/9/2021).
«Ντάντα μουσάτα.
Πέτουρα τρως; Στεγνά τα κάνω. Σταγόνα λάδι δεν έχουν. Μη σου φαίνονται αλμυρά, καθόλου δεν είναι. Βάζω ζάχαρη από πάνω όσο είναι ζεστά και γίνονται γλύκισμα. Εγώ είμαι η Ελένη. Το βαφτιστικό μου όμως είναι Κατερίνα. Έτσι με ονομάτισε η οικογένεια το 1910 από την κοιλιά της μάνας μας ακόμα. Στη γλώσσα μας, την αρωμούνικη, τα βλάχικα δηλαδή, η Κατερίνα γίνεται χαϊδευτικά Λίνα. Έξω από το σπίτι, στην πόλη, στη Φλώρινα, το Λίνα ακουγόταν πιο κοντά στα ελληνικά με το Ελένη κι έτσι έμεινε. Όποιο κι αν ήταν το όνομά μου τότε δε μ’ ένοιαζε και πολύ. Άλλο με έκαιγε. Να φύγω. Δεν είχαμε τύχη πια εμείς εκεί. Ε, ναι, μ’ ένοιαζε και κάτι ακόμα, να μην κρύβομαι: να πάρω γι’ άντρα μου εκείνον που άρεσε σε μένα, σε κανέναν άλλον. Νά, κάτι τέτοια μάς νοιάζουν στα νιάτα μας. Καλή σου όρεξη.
Τον είδα που με κοίταζε από μακριά. Ο Γκόγκος. Γκόγκος σημαίνει Γιώργος. Ο δικός μου Γιώργος. Ο δικός μου Γιώργης. Ο μοναχογιός του Θωμά του καρβουνιάρη. Ο Γιώργης μπήκε εκείνη την παραμονή των Χριστουγέννων στην πόλη σαν έπεσε η νύχτα για τα καλά, αφού σχόλασε από το καμίνι και πήγαινε στο καφενείο του Τέγου Σαπουντζή. Εκεί τον είδα κι εγώ, στην αυλή του καφενέ πριν τα Χριστούγεννα όπου ανάβαμε φωτιά εμείς τα παιδιά της συνοικίας του Γιάζι.
Τότε είδα το βλέμμα του πάνω μου! Με λύγισε! Μου έκοψε τα πόδια! Με γονάτισε! Αν το πάρει είδηση η μάνα πως σήκωσε τα μάτια του πάνω μου κι εγώ τα δικά μου πάνω του, αλίμονό μας! Φωτιά θα πέσει να μας κάψει! Αυτός είναι φτωχός και σκούρος, λέει εκείνη. Ναι, αλλά δεν ξέρει πόσο καλός είναι! Είναι από μόνος του όλο μαζί το χρυσάφι που χάσαμε! Την απόφασή μου μια φορά την έχω πάρει.
Είμαι, ήμουν δηλαδή, από καλοβαστηγμένη οικογένεια. Το γένος Μίχα Λουπέγκου. Ο πατέρας ήταν χρυσικός. Το σπίτι μας βρίσκεται, βρισκόταν, στο κέντρο της πόλης, δίπλα από τον Σακουλέβα ποταμό, στη συνοικία Ρετζί, του μονοπωλίου του καπνού. Είναι, ήταν, πολύ όμορφο. Διόροφο αρχοντικό. Έχει, είχε, πολλά δωμάτια, όλα με μιντέρια, με σοφράδες για τα παιδιά, με χαλιά να ντύνουν τα ξύλινα πατώματα. Εμείς δεν καθόμασταν ποτέ καταγής όπως άκουγα ότι συνέβαινε αλλού στην Ελλάδα, μα σε πολυθρόνες. Ο οίκος μας έχει, είχε, τους θεούς της αρχαίας Ελλάδας σκαλισμένους στα ασπρισμένα ταβάνια, κιλίμια στα ντουβάρια, βελέντζες, εστία. Κι όλο αυτό έγινε χάνι.
Θυμάμαι το χειμώνα πολύ βαρύ τη χρονιά εκείνη. Ο πατέρας πήγαινε όπως πάντοτε κάθε μέρα στο Βαρόσι και δυο φόρες τον μήνα στην Καστοριά. Στην αγορά ξεφόρτωνε τις τάβλες του και τις άπλωνε καταγής. Το μεσημέρι έρχονταν οι καλοί πελάτες της Φλώρινας και πλούσιες από άλλες πόλεις, να ξεδιαλέξουν τα εκλεκτά της τέχνης του. Μετά το ξεδιάλεγμα, ακολουθούσαν τα παζάρια μακριά από τα περίεργα και αδιάκριτα βλέμματα. Ο πατέρας προτιμούσε να δουλεύει μόνος, χωρίς μεσάζοντες. Διπλή η κούραση, μα καλύτερο το κέρδος. Είχε, βλέπεις, και τέσσερις γυναίκες στην πλάτη του, τρεις θυγατέρες να προικίσει και τη μούμα μας. Βδομάδες να παλεύει από το πρωί ίσαμε το βράδυ με το χρυσό. Το βλέπεις ν’ αστράφτει, μα ξέρεις τί βρώμικη τέχνη είναι; Από το χάραμα στο εργαστήρι, στο κάτω πάτωμα, μέχρι τα μεσάνυχτα, να κατασκευάζει για να προλάβει τις παραγγελιές: γάμοι, αρραβώνες, λόγοι, βαφτίσια. Την επόμενη βδομάδα να πουλήσει όσα έφτιαξε, να παραδώσει τις παραγγελιές. Λες και δεν έτρωγε ποτέ αυτός ο άνθρωπος. Μόνο κάπνιζε. Με τον ταμπάκο στο στόμα του, να κρέμεται από τα χείλη του μια ζωή. Τον είχε πάντα πάνω του, στον κόρφο του, τυλιγμένο στο σακούλι του. Μέχρι εκείνη τη μέρα. Εκείνη τη μέρα που είχε απλώσει καταγής την πραμάτεια του κι αγόραζε λίρες, διότι έκανε και τον σαράφη περιστασιακά, του ήρθε ο ταμπλάς. Εγκεφαλικό θα το πουν αργότερα. Όπως και να το πεις πάντως, το ίδιο είναι. Ο πατέρας έμεινε στον τόπο, σαράντα δύο χρονών παλικάρι. Κι έτσι έμεινε χήρα η μούμα μας να μεγαλώσει μόνη της τρία κορίτσια κι εγώ με τις αδελφές μου ορφανή.
Θα κλεφτούμε με το Γιώργη και θα φύγουμε οριστικά. Τα συμφωνήσαμε. Δεν έχει πια να μας ζήσει η Φλώρινα. Τον πιστεύω. Θα τον ακολουθήσω. Θα πιάσω και δουλειά στα καπνομάγαζα. Θα γίνω καπνεργάτρια. Για ποιό λόγο, θα μου πεις, στα καπνά; Πες πως ο καπνός με κρατάει ενωμένη με τον πατέρα μου που τον είχε πάντα μαζί του, πάνω του. Για ποιό λόγο εργάτρια; Έτσι κι αλλιώς, πια, μια ξεπεσμένη αρχόντισσα είμαι. Θα μπω μαζί του, πού αλλού, στο Εργατικό Κίνημα. Στην Αριστερά. Στο Κόμμα. Καλά όλα αυτά, δε λέω, αλλά βάλε κι άλλη ζάχαρη στα πέτουρα, σηκώνουν. Τη ρουφήξανε την πρωϊνή -δεν είναι μέλι νόστιμα;
​Τί σου ’λεγα; Για τα δικά μου, ναι. Αυτές κι άλλες πολλές ιστορίες, λέλε, λέλε, πού να σ’ τα λέω τώρα; Ζωή ολόκληρη, μούλτσι άνι. Μα δεν είμαι εγώ για κουβέντες. Οι γυναίκες οι δικές μας δε μιλάνε πολύ. Τα λόγια τα πολλά τ’ αφήνουμε στους άντρες μας. Μη δίνεις σημασία που λένε εκείνοι για τον εαυτό τους πως είναι δήθεν λιγομίλητοι. Ροδάνι πάει η γλώσσα τους! Οπότε κι εγώ αφήνω στον Γκόγκο να σου πει την ιστορία μας. Την ιστορία μου, την ιστορία του, το ίδιο είναι, η ίδια είναι, είμαστε ένα. Μα εκείνος τα λέει τόσο όμορφα! Πολύ ωραία, πάρα πολύ ωραία! Ήρεμα και αναλυτικά. Έχει χάρισμα, έτσι με τούμπαρε! Λοιπόν, σύρε τώρα, γιατί έχω και δουλειές, στον μπαρμπα-Γιώργο, τον Γκόγκο με τ’ όνομα, να σε κεράσει ξυνόμαυρο, το κρασί το μαυροτράγανο, να τσουγκρίσετε τα ποτήρια, να σου λύσει εκείνος τις απορίες σου για την γενέθλια πόλη. Εγώ δεν προλαβαίνω.
Ορίστε και το νεράκι σου για να κατέβει η γλύκα. Με τις υγείες σου!»


Δεν υπάρχουν σχόλια: