Γράφει η Διώνη Δημητριάδου
Πεζά ποιήματα (278 στον αριθμό) ονομάζει ο ποιητής το νέο του πόνημα, και αξίζει να πούμε ότι κάθε νέα εκδοτική εμφάνιση του Λουκόπουλου με την ιδιαίτερα προσωπική γραφή αποτελεί είδηση ενδιαφέρουσα. Κι αυτό γιατί, συνταιριάζοντας με άριστο τρόπο το ποιητικό ένστικτο (που αναμφίβολα διαθέτει) με μια ιδιάζουσα πεζότητα, που ακροβατεί ανάμεσα στον επεξηγηματικό, αναλυτικό λόγο, όσο και στην επιγραμματική σχεδόν φιλοσοφική παρατήρηση, επιχειρεί να γεφυρώσει ποικίλες λογοτεχνικές μορφές, με όλες να εκβάλλουν στον έξοχο εκφραστικό του τρόπο. Αλλά και στη θεώρηση του κόσμου δεν ορρωδεί καθόλου, προκειμένου να αναδείξει μια ρεαλιστική οπτική, όπως αυτή αναδύεται μέσα από ένα λόγο που όμως αιφνιδιάζει υπερβαίνοντας τη θέαση του πραγματικού. Ο Λουκόπουλος μοιάζει να βλέπει τον κόσμο σαν ένα ανεστραμμένο είδωλο, στην εικόνα του οποίου έχει το δικαίωμα (με την αθωότητα της γραφής, και μάλιστα της ποιητικής) να παρεμβαίνει κατά το δοκούν για να ισιώσει την ανάποδη εικόνα –κυρίως αν πρόκειται να εκφραστεί καταγγελτικά για τα κακώς κείμενα– εκφέροντας έναν ανατρεπτικό λόγο αποκαθιστώντας έτσι την εικόνα των πραγμάτων όπως θα την ήθελε ή όπως θα έπρεπε να είναι. Η θεματική του διατρέχει μια πορεία από το εσωτερικό του τοπίο, νύχτα όταν είναι, η μοναξιά φαίνεται («μοναξιά»), ως τον τόπο των κοινών πόνων και ελπίδων καθιστώντας έτσι τη γραφή του ταυτόχρονα σπαρακτικά τραυματική όσο και βαθύτατα κοινωνική και κατ’ ουσίαν πολιτική απέναντι σε μια κατάσταση οικειοθελούς τυφλότητας («τυφλότητα»), όπως ο ίδιος λέει. Μα είναι και η ποίηση, πιο πολύ αυτή, που άλλοτε άμεσα και άλλοτε έμμεσα δηλώνει την παρουσία της αναλόγως: πότε για να λειάνει (όσο μπορεί) τις αιχμηρές προσωπικές γωνίες, Ένα ποίημα ψάχνω να κρυφτώ («άχθος αρούρης»), και πότε για να καρφώσει τις λέξεις της πάνω στον εφησυχασμό μας, Είναι μια γάτα που τεντώνει τα νύχια της στον ήλιο, σαν ένα/ελάχιστο μανιφέστο αιχμηρότητας («ποίηση»). Η συντομία των ποιημάτων (ο ποιητής προσφέρει το ελάχιστο δυνατό κάθε φορά) απαιτεί την αναγνωστική συμπληρωματική συνέργεια πάνω στα ίχνη που σκοπίμως διαφαίνονται. Τότε κυρίως είναι που αποκαλύπτεται, κάτω από τον υπερρεαλιστικό συχνά μανδύα των μορφοποιημένων εικόνων, το απολύτως ρεαλιστικό τους περιεχόμενο. Η ποίηση του Λουκόπουλου νιώθεται και βιώνεται, καθώς διαβάζεται, με μια ισορροπία ανάμεσα στον φιλοσοφικό στοχασμό και στην παιδική αθωότητα – […] μα εκείνο που αντιστέκεται/είναι κάτι σχέδια παιδικά, («ο μαρκαδόρος»), θα πει και έτσι θα προσγειώσει στα μέτρα τα ανθρώπινα κάθε απογειωτική όσο και φιλοσοφικά απόμακρη απόπειρα ερμηνείας του κόσμου. Εν τέλει στην καλή ποίηση, όπως εδώ, τα πράγματα είναι απλά. Όπως εύστοχα γράφει ο ποιητής: Η ποίηση δεν είναι οι λέξεις της· είναι το αίμα των λέξεων (και τα βουβά σημαινόμενα), στο έξοχο «η ποίηση και οι λέξεις». Εκεί μετριέται εν τέλει και το βάρος της, και αυτό μοιάζει να το γνωρίζει εδώ ο ποιητής.
Μια μνεία να γίνει για μια ακόμη φορά στην αισθητική της έκδοσης, καθώς οι ΑΩ εκδόσεις δεν παύουν να μας εκπλήσσουν με την επινοητικότητα της παρουσίασης και την τεχνική αρτιότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου