3.10.19

Μιλτιάδης Φρύσσας | Μια χιλιοειπωμένη ιστορία


Eτσι που λες μεγάλε! Τον είδες αυτόν που πέρασε πριν με το κούρεμα γαϊδουράγκαθο; Τον ξέρω από μικρό. Είναι γιος της Θέκλας, μιας γειτόνισσας της μάνας μου στο Κορδελιό. Ξέρεις ρε μάγκα από πού βγαίνει το Κορδελιό; Όχι το δικό μας, των παππούδων μας λέω, στη Σμύρνη, στις χαμένες πατρίδες που λένε. Άκου να δεις: Βγαίνει απ’ το Κορ-ντε-λι-ό! Τι γελάς βρε ηλίθιε! Μου το ‘πε όπως στο λέω ο μπάρμπα-Θεμιστοκλής μια μέρα που κάναμε τσιγάρο στο μετρό που με είχε πάρει στο συνεργείο του να κάνω κάνα μεροκάματο. Παναγία μου! Τι τάφος! Ούτε βδομάδα δεν άντεξα. Μπάρμπα-Θεμιστοκλή του λέω, έχω καιρό να περάσω όσο τραβάει η ψυχή μου κάτω απ’ το χώμα όταν πεθάνω. Δε μου χρειάζεται να κάνω πειράματα από τώρα. Ευτυχώς, καλός άνθρωπος, αντί να με διαολοστείλει, με βρήκε δουλειά στην κυρία Θωμαή της εφορείας, στην ανασκαφή της Βενιζέλου που σκάβαμε όχι με γκασμά μα με τη σπάτουλα και το σουγιαδάκι και σκουπίζαμε τα χώματα με το πινέλο μη μας ξεφύγει τίποτε, ωραία πράματα σου λέω, τι λέγαμε; Α! Το Κορ-ντε-λι-ό! Ξέρεις ρε
μαλάκα τι σημαίνει Κορ-ντε-λι-ό στα γαλλικά; Τι γελάς ρε ψώνιο; Ναι! Στα γαλλικά! Πού ‘σαι ρε παιδί! Πιάσε ένα γύρο ακόμη! Με γλυκάνισο ρε χαμένε! Όχι με γλυκερίνη! Με γλυκάνισο! Γλυ-καααά-νι-σοοοό!!! Που μου θες να ενταχθείς και στην βαριά βιομηχανία της χώρας, τον τουρισμό. Και, πού ‘σαι! Βάλε και καμιά αντζούγια στο μεζέ και πες ‘του του καφετζή ν’ αφήσει τα πούστικα, μια ντοματούλα και μια σταλίτσα τυράκι, τι τυράκι δηλαδή, σκέτος ασβέστης, μη τον μπάρει και τον σηκώσει… Τι λέγαμε; Α! Το Κορ-ντε-λι-ό! Λοιπόν φίλε μου, Κορ-ντε-λι-ό πά να πει καρδιά του λιονταριού, αν θες να ξέρεις. Αλλά που! Εσύ ούτε ελληνικά δε ξέρεις καλά-καλά. Πήγες σχολειό; Ή είσαι ξύλο απελέκητο; Α! Το έβγαλες το δημοτικό; Καλά, θα μας τρελάνεις; Και ποιος μαλάκας σου ‘δωσε το απολυτήριο; Τέλος πάντων! Καρδιά του λιονταριού, το λοιπόν. Α! νάτο και το καλόπαιδο. Είδες που είχατε και αντζούγιες; Και ο άγιος φοβέρα θέλει. Και ξέρεις ποιον λέγανε καρδιά του λιονταριού βρε ζώον, ανιστόρητε, που μου έβγαλες και το γυμνάσιο. Τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο βρε μαλάκα! Τον βασιλιά των Εγγλέζων που είχε κατέβει στα Ιεροσόλυμα με τις σταυροφορίες και το ‘χε τάμα φαίνεται και πέρασε και απ’ το Κορδελιό κι’ έμεινε τ’ όνομά του. Από κει το είπανε Κορδελιό! Αλλά στο γυμνάσιο που πήγαινες δε σας τα μάθανε αυτά. Ή μήπως έκανες κοπάνα εκείνη τη μέρα; Ναι, καλά! Είχες μαγουλάδες. Εσύ έξη χρόνια μαγουλάδες είχες. Στο σπίτι στο φέρανε το απολυτήριο… Καλά! Χαζός είσαι; Και βέβαια μιλούσαν και τα γαλλικά οι Εγγλέζοι. Ήταν μορφωμένοι άνθρωποι. Άλλωστε εκείνη την εποχή ήταν μπερδεμένα τα πράματα. Ούτε σύνορα υπήρχαν. Τι κοροϊδεύεις βρε βλαξ; Τι δουλειά είχε ο Λεοντόκαρδος στο δικό μας το Κορδελιό; Το δικό μας δε βγαίνει από τον Λεοντόκαρδο. Από τις κορδελιάστρες βγαίνει. Κάθε δεύτερο σπίτι εκείνα τα χρόνια είχε μια κοπέλα που δούλευε κορδελιάστρα στην Αλυσίδα και στην Ελβιέλα. Πάει, κλείσανε κι’ αυτά. Η κρίση σου λέει. Τον είδες λοιπόν εκείνον που πέρασε πριν με το κούρεμα γαϊδουράγκαθο; Υπηρετεί φαντάρος! Φαντάρος και σου κουρεύεται όπως του καπνίσει, τριγυρνάει με τα πολιτικά, στρατός σου λέει μετά. Ποιος τολμούσε εκείνα τα χρόνια; Είχαμε ένα κουρέα στη μονάδα, συνονόματό μου Θρασύβουλο, ο πατέρας του είχε σουβλατζίδικο στον Άγιο Πρόδρομο και πριν χρόνια που είχα μια δουλειά και πέρασα από κει, ο πατέρας του είχε συγχωρεθεί και είχε γίνει ο Θρασύβουλος ο κουρέας αρχισουβλακατζής. Χαρές που μου ‘κανε! Τι γίνεται βρε συνονόματε; Χρόνια και ζαμάνια! Ωραία χρόνια και τέτοια. Τώρα πήζουμε πάνω στη σχάρα χειμώνα καλοκαίρι. Να αγκαλιές, να φιλιά, τσακίσαμε και ένα βουνό σουβλάκια, δωρεάν εννοείται και ένα καφάσι μπύρες να θυμηθούμε τα χρόνια τα παλιά. Ε, ο Θρασύβουλος λοιπόν, όταν ήταν κουρέας, ένα κούρεμα ήξερε: με την ψιλή. Τέλος πάντων. Τώρα ο στρατός έγινε κατασκήνωση για παιδάκια, κολλέγιο! Αναρωτιέμαι τι σκατά φαντάρους φτιάχνει την σήμερον ημέρα. Αν μπουκάρει ο Τούρκος ποιος θα τον σταματήσει; Ποιοί λοκατζήδες βρε ούφο! Μόνο φιγούρα είναι τούτοι. Ε! ψιτ! Παιδί! Τι θα γίνει; Στεγνώσαμε. Σου έλεγα φιλάρα πως εκείνα τα χρόνια, τα ξέρεις άλλωστε, ήταν αυστηρά! Πολύ! Ούτε τρανζιστοράκι δεν επιτρέπονταν. Όχι σήμερα με τα κινητά, τα σκάι, να δούμε τι άλλο ακόμη. Εγώ είχα καβαντζώσει ένα τρανζιστοράκι, τόχα πάρει στο Βαρδάρη στα στρατιωτικά είδη, σκέτος ασύρματος στρατιωτικός: Με κεραίες, κουμπιά και όλα τα συμπαρομαρτούντα στο χακί. Μέχρι και τα καλωδιάκια των ακουστικών ήταν χακί. Το είχα στην τσέπη, τα καλώδια κατάσαρκα μέχρι το αυτί, λίγο στο σβέρκο μπορεί να φαίνονταν. Κι’ άκουγα τραγουδάκια, Καζαντζίδη, Άκη Πάνου, εφτά νομά σ’ ένα δωμά και εκείνο το τραίνο φεύγει στις οκτώ, πλάνταζες αλλά ωραία, το φχαριστιώσουν. Αλλά όσο και νάναι, παρ’ όλη την παραλλαγή πάλι φοβόμουν μη με κάνουν τσακωτό, ήταν και τα καρφιά βλέπεις, το άλφα-δύο. Δε μ’ έμοιαζε τόσο η φυλακή αλλά το αγαπούσα εκείνο το τρανζιστοράκι και δεν ήθελα να καταλήξει στα χέρια κανενός καραβανά να το χαίρεται. Και νάσου μιαν ωραία πρωία, αγαπά ο θεός τον κλέφτη, αγαπά και το νοικοκύρη, στην αναφορά λέει ο διοικητής ξέρει κανείς από ραπτομηχανή; Τι κάνει νιάου-νιάου; Το παιδί που έκανε τον ράφτη στη μονάδα, παλιοσειρά, αλλοίμονο σε μας τους νέους, είχε απολυθεί και την είχε κάνει. Και ψάχνανε τον αντικαταστάτη. Μανούλα μου! Τι λαχείο ήταν αυτό! Πριν προλάβει κανένας άλλος σηκώνω το χέρι, με φωνάζει στη σέντρα, στρατιώτης Θρασύβουλος Θράσος 110 εσσό διατάξτε λέω το ποιηματάκι με όλη τη δύναμη της φωνής μου, χαιρετάω, τραβάω και μια προσοχή, κόντεψε να γκρεμίσει το διοικητήριο. Καλά, καλά λέει εκείνος αλλά το είχε εκτιμήσει, το κατάλαβα, από πού ξέρεις ραπτομηχανή με ρωτάει. Η μάνα μου είναι μοδίστρα κύριε διοικητά του απαντάω, με την σίνγκερ γεννήθηκα, με το ένα πόδι στη ραπτομηχανή και το άλλο στη σαρμανίτσα με μεγάλωσε. Με το γουργουρητό της με νανούριζε μωρό. Που ήταν κι’ αλήθεια. Κι’ έμαθα όταν μεγάλωσα λιγάκι να γεμίζω τα μασουράκια με την κλωστή, να λαδώνω, ν’ αλλάζω βελόνες άμα σπάγανε, να γαζώνω, τα πάντα όλα. Εντάξει μου λέει, τράβα πάρε τα πράματά σου από τον θάλαμο και γρήγορα στο ραφείο, ξέρεις που είναι; Από σήμερα θα είσαι ο ράφτης της μονάδας. Και ο φύλακας του ραφείου, συμπληρώνει. Θα κατεβαίνεις μόνο για την αναφορά και το συσσίτιο. Θα σου τα χρεώσουν όλα με 108. Αν χαθεί τίποτε αλλοίμονό σου. Αν ήξερα λέει! Το ραφείο ήταν στο στρατόπεδο ο παράδεισος επί της γης. Στου διαόλου τη μαμά, σε μια γωνιά του στρατοπέδου, ένα σπιτάκι ασβεστωμένο στην κορφή μιας πλαγιάς, έβλεπες από κει πάνω ταψί το στρατόπεδο, τις κινήσεις, τα πάντα, ποιος έρχεται, ποιος φεύγει. Τραβάω που λες ακόμη μια προσοχή και πίνω το εξαφανιζόλ πριν μετανιώσει. Το ραφείο μάγκα μου ήταν καλύτερο απ’ ότι φανταζόμουν. Εκτός από την σίνγκερ είχε και όλα τα σύνεργα ενός κανονικού ραφτάδικου στην τρίχα, ένα ωραίο τραπέζι εργασίας, ψαλίδια, κλωστές, πήχεις, σαπουνάκια, κουμπιά, σίδερο, τα πάντα όλα. Μέχρι ολόσωμο καθρέφτη. Φαίνεται παλιά είχαν ράφτη επαγγελματία και μετά ξεπέσαν στη φανταρία. Είχε και ένα κρεβάτι για την αφεντιά μου χωρίς δεύτερο πάτωμα να ψυχοπλακώνεσαι όπως στον θάλαμο, χώρια την ποδαρίλα και το καλύτερο, μιαν αυλίτσα μπροστά τσιμενταρισμένη με μια γύφτικη πολυθρόνα και μια κληματαριά γεμάτη σταφύλια που είχαν αρχίσει να ωριμάζουν. Βαγγελίστρα μου! Νόμισα πως είχα απολυθεί και με στείλανε αλλαή. Τέτοια ήταν η χαρά μου. Ξέθαψα το τρανζιστοράκι μου και άραξα στο ταρατσάκι να απολάψω. Δεν πέρασε όμως πολύ ώρα και βλέπω ένα τζιπ ν’ ανηφορίζει σηκώνοντας σκόνη. Πήγε η ψυχή μου στην κούλουρη. Πάει είπα μέσα μου, ότι αρχίζει ωραίο τελειώνει με πόνο κι’ έτρεξα να ξαναθάψω το τρανζιστοράκι μου στο σάκκο. Πού ‘σαι νέος! Πιάσε μια γύρα. Και γρήγορα. Συγκινήθηκα. Τι λέγαμε; Α! Σαν έφτασε το τζιπ είδα πως έσερνε ένα τρέιλερ τίγκα στην κουβέρτα. Πηδάει ένας καραβανάς, ένα μούτρο με μουστάκι σα βούρτσα, απ’ το τζιπ και με φωνάζει. Ράφτης! Έλα δω! Διαταγές! του κάνω και τρέχω κοντά του. Ξεφόρτωνε μου κάνει με βαρύ ύφος και στον οδηγό του, άιντε οδηγέ, βάλε ένα χεράκι και συ, θα νυχτώσουμε. Βγάλαμε σπυριά μέχρι να κουβαλήσουμε τον γιούκο με τα κουρέλια σε μια γωνιά στο ταρατσάκι κι όταν τελειώσαμε γυρνά ο ανθύπας και μου λέει κοίτα αύριο να είναι έτοιμες θα ‘ρθω να τις πάρω. Ήταν από κείνες τις κουβέρτες τις στρατιωτικές που ανοίγουν στη μέση απ’ την πολυκαιρία, για πετάμα δηλαδή, μα τώρα που είχανε βρει ράφτη, εμένα δηλαδή, είπανε να τον βάλουν να βγάλει το φίδι απ’ την τρύπα μην μας τρώει τζάμπα την πατάτα μπλουμ. Με πέρασε κι’ απ’ την κουρούπα πως μπορεί να ήταν στη μέση και καμιά κονόμα, να μοιράζανε τις παλιές δηλαδή αν μ’ εννοείς και να βαστούσαν για την πάρτη τους τις καινούριες, ποιος ξέρει, μα εμένα δε μ’ έπεφτε λόγος, οπότε έπιασα το κουπί. Πιάνω μια κουβέρτα, την πάω στο τραπέζι, την διπλώνω στη μέση, βλέπω πως εκεί που είχε ανοίξει η ύφανση ήταν δυο-τρία δάχτυλα, μετά το πανί ήταν πιο γερό, είπα θα κάνω εδώ το γαζί. Έβαλα και μερικές καρφίτσες να την κρατήσουν στην θέση της όπως έκαμνε η μάνα μου. Δοκιμάζω τη σίνγκερ, δούλευε γλυκά, χουρχούριζε σα γατούλα. Βάζω το χακί μασούρι, τοποθετώ το κουβερτάκι στη θέση και άιντε καλή αρχή λέω. Φρρρρπππ! Σα βούτυρο το γάζωσε η σίνγκερ πέρα-πέρα. Το τεντώνω μετά, τέλειο! Με το βαρύ ψαλίδι κόβω τα περιττά πλάι στο γαζί, ανάβω και το σίδερο, μη στα πολυλογώ το είχα κάνει καινούριο μόνο τέσσερα-πέντε δάχτυλα πιο στενό. Μετά πιάνω ένα άλλο και άλλο και άλλο. Η χακί κλωστή τέλειωσε, στα παπάρια μου είπα, έβαλα τη μαύρη ακόμη και την κόκκινη. Η σίνγκερ είχε πιάσει για τα καλά το τραγούδι και τραγουδούσε και τραγουδούσε και ο γιούκος χαμήλωνε και η στοίβα με τις κουβέρτες μεγάλωνε. Μέχρι τα μεσάνυχτα είχα τελειώσει. Μόνο για τη μάσα είχα κατέβει στο στρατόπεδο. Μετά βγήκα στο ταρατσάκι, έβαλα το τρανζιστοράκι στο αυτί και άναψα τσιγάρο. Εκείνη τη νύχτα δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Την άλλη μέρα μετά την αναφορά νάσου ο ανθύπας ο μουστακαλής με το τζιπ. Μου τη φυλούσε. Δεν περίμενε να είχα τελειώσει και είχε έρθει με την πενθήμερη στην άκρη της γλώσσας αλλά αναγκάστηκε να την καταπιεί. Φορτώσαμε τις κουβέρτες στο τρέιλερ και τσακίστηκε. Είχαμε μια σειρούλα στο θάλαμο, ένα φτωχαδάκι, λιμό και μαυριδερό, από κείνα που παιδιά τρώγαν κάθε δεύτερη μέρα. Είχε μείνει λειψό, ένα και πενήντα με τα χέρια στην ανάταση μα όλοι τον αγαπούσαν. Τον παίρναν τσιγάρα και κανένα παγωτό στο καψιμί κι’ όταν βγαίναμε έξοδο τον κερνούσαν καμιά ρετσίνα. Στις ψάθες δούλευε πολίτης. Μιαν ωραία πρωία που λες, καθόμουν στη σκιά στο ταρατσάκι μου παρέα με το τρανζιστοράκι και τον βλέπω από μακριά ν΄ανηφορίζει. Φτάνει, κρατούσε στα χέρια ένα πακέτο τυλιγμένο μ’ ένα χαρτί. Σειρούλα μου λέει, με δώσαν την στολή εξόδου την καλοκαιρινή μα είναι πολύ μεγάλη για το μπόι μου. Μπορεί να γίνει τίποτις; Έλα ρε καρντά του κάνω, φόρα την να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε. Βάζει το πουκάμισο, χωρούσαν άλλοι δυο σαν του λόγου του μέσα. Άπλωσε ρε καρντά τα χέρια του λέω και πιάνω να δω τι περισσεύει. Οι τσέπες κόντευαν να βρεθούν κάτω απ’ τις μασχάλες. Καλά δεν είχαν μικρότερο μέγεθος να σου δώσουν; Αυτό είναι το μικρότερο μου λέει. Πολύ τσιλιβίθρα σου λέω. Ριγέ μπιτζάμες στα μέτρα του μια ρίγα θα είχαν. Με έρχεται τότες μια ιδέα. Βάλε ρε φίλε το πουκάμισο ανάποδα του λέω και πάω και πιάνω το κουτί με τις καρφίτσες. Αρχίζω απ’ τον αγκώνα, σιγά-σιγά πιάνω με καρφίτσες ότι περίσσευε μέχρι μασχάλη και μετά στα πλευρά. Βγάλτο τώρα του λέω. Πάω το πουκάμισο στο τραπέζι, το διπλώνω στη μέση και βάζω καρφίτσες κι’ απ’ την άλλη μη φύγουν τα κουμπιά μονόμπαντα. Το γυρνάω πάλι απ’ την καλή, το φοράει ο φίλος, ωχ-ωχ-ωχ φώναζε τον τσιμπούσαν οι καρφίτσες. Με τα χίλια ζόρια το φόρεσε. Κουτί τον ταίριαξε. Καλά ρε σειρά μου λέει, αυτό το βάσανο θα ‘χω κάθε φορά που το φοράω το γαμημένο; Άραξε σειρά του κάνω, δε τελειώσαμε ακόμη. Βγάλ ‘το. Ωχ-ωχ-ωχ ξανά, το έβγαλε. Το γυρνάω πάλι απ’ την ανάποδη, πάω στη σίνγκερ και τραβάω δυο γαζιά σύριζα στις καρφίτσες. Κόβω με την ψαλιδάρα τα περισσέματα και του το δίνω. Το φοράει και σκάει ένα χαμόγελο αυτί με αυτί. Με το παντελόνι με ρωτάει μετά, τι θα γίνει. Έλα αύριο για το παντελόνι του λέω. Ευχαριστώ, τίποτις. Στο συσσίτιο λέω σε μια σειρούλα που δούλευε γραφέας στο διοικητήριο να μου τσουρνέψει ένα συρραπτικό μην έχουμε πάλι κλάματα με τις καρφίτσες γιατί και στα παντελόνια είναι πιο επικίνδυνα τα πράματα. Αντιλαμβάνεσαι. Την άλλη μέρα το πρωί στην αναφορά που το έφερε. Το παντελόνι δεν ήταν δύσκολο. Το πήρα από μέσα με το συρραπτικό να σβήνει στο καβάλο γλυκά-γλυκά, έκοψα από κάτω μια πιθαμή μπατζάκι, σου έκανα τον μάγκα γαμπρό. Το μόνο που δε φαντάστηκα ήταν πως έσκαβα τον λάκκο μου. Διότι η επιτυχία απλώθηκε σα πυρκαγιά στο στρατόπεδο και οι μακαντάσηδες αντί να περιμένουν καμιά άδεια να πάνε τις στολές τους στη μάνα τους για σενιάρισμα τις φέρνανε σε μένα. Η σίνγκερ και το συρραπτικό είχαν πάρει φωτιά. Ερχόταν και μερικές παλιοσειρές που δεν θέλαν στένεμα αλλά παραποίηση στολής. Έτσι, για μαγκιά! Τους έφτιαχνα ένα φυτιλάκι οριζόντιο στην ράχη, εκεί πάνω στη ραφή. Ήταν και μερικοί πολύ προχώ που θέλανε όχι ένα, αλλά τρία το ένα δίπλα στο άλλο. Ας ήταν καλά η σίνγκερ. Βέβαια όταν αντάμωναν τα μαγκάκια με κανένα μονιμά πήγαιναν με την ράχη στον τοίχο. Καλή είναι η μαγκιά μη φάμε όμως και καμιά καμπάνα σου λέγαν. Με εννοείς;! Όσο για μένα, Πόντιος Πιλάτος. Μεταξύ κατεργαρέων ειλικρίνεια. Ωραία εποχή! Αλλά ως γνωστόν, τίποτες της προκοπής δεν κρατάει για πάντα. Παλιοζωή, παλιόκοσμε και παλιοσυγκοινωνία… Θυμάσαι που σού ‘λεγα για κείνον τον ανθύπα, τον καραβανά, τον μουστακαλή που με είχε στο μάτι; Κάτι καταλάβαινε πως την καταέβρισκα στο ραφείο και δεν μπορούσε να το χωνέψει. Και μια ωραία πρωία τον βλέπω να καταφθάνει με το τζιπάκι. Ούτε συνταγματάρχης να ήτανε! Σαράντα χρονών άνθρωπος δεν μπορούσε να πάρει τα πόδια του, το γομάρι. Ήρθε λοιπόν και τι νομίζεις ότι με φέρνει; Ένα πακέτο ύφασμα στρατιωτικό να του ράψω στολή εξόδου επίσημη!!! Το εννοείς;! Το βόδι! Αντί να πάει σαν άνθρωπος σε ένα κανονικό στρατιωτικό ραφείο, ήρθε στο ραφείο του στρατοπέδου για τη στολή. Γιατί εκεί θα πλήρωνε ο μαλάκας, ο σπαγκοραμμένος. Κατάλαβες; Δε γίνεται, δεν ξέρω λοχαγέ μου του λέω. Τον ανέβασα και κανά δυο βαθμούς για γλύψιμο. Καλά ρε, μου λέει, τι σκατά ράφτης είσαι; Μήπως δε με χωνεύεις και δε θέλεις να μ’ εξυπηρετήσεις; με λέει απειλητικά. Μα τι λέτε κύριε λοχαγέ μου! Εγώ εσάς; Αλλά ράφτης δεν είμαι, χειριστής ραπτομηχανής είμαι. Αυτό ζήτησε ο κύριος διοικητής, αυτό προσφέρθηκα. Άναψε κόρωσε ο δικός σου, άλλαξε χίλια χρώματα και, τσακίσου να γυρίσεις στον θάλαμο, πέντε μερούλες, από μένα μου ρίχνει και αύριο στην σέντρα για τα περεταίρω. Έτσι καρντά τέλειωσε άδοξα η καριέρα μου σα ράφτης. Εϊ! Παις! Μια γύρα ακόμη και το λογαριασμό. Και να σου πω και κάτι; Αυτή την ιστορία την είπα προ καιρού στην καρντασίνα μου τη μικρή που είναι διαόλου κάλτσα, ένα της λες, δέκα καταλαβαίνει και έχει και πένα κάτσε καλά και έκατσε και την έγραψε καλύτερη απ’ ότι έγινε αδερφάκι μου και τις προάλλες βγήκε και σε βιβλίο*. Να ξέρεις δηλαδή. Που δε μας λες ποτές τίποτις για την πάρτη σου, μόνο Μπαοκάρα και Ιβάν Σαββίδης.
 *Πρόκειται για το εξαιρετικό διήγημα «Το Ραφείο εν Στρατοπέδω» της Ολβίας Παπαηλίου που δημοσιεύτηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό DipGeneration του 2017.
https://exitirion.wordpress.com/2019/09/25/miltiadis-fryssas-mia-xilioeipomeni-istoria/?fbclid=IwAR2kbsMhJegTSQXxMVDESLQchy_Pd7xPIofdmmdwlmnuql7s-mDpbkbfSso

Δεν υπάρχουν σχόλια: