ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά φαινόμενα της ταραγμένης δεκαετίας 1940-1950 είναι η έκρηξη της γυναικείας λογοτεχνίας. Πρόκειται για μια ποσοτική και ποιοτική έφοδο προς την ισότητα. Οι γυναίκες γράφουν πολλά, σημαντικά και εκτενή έργα. Η έκταση των κειμένων –πολλά τα μυθιστορήματα– σηματοδοτεί και το μέγεθος της φιλοδοξίας. Η θεματική αλλάζει πλήρως σε σχέση με την προπολεμική δεκαετία. Οι σελίδες των μυθιστορημάτων γεμίζουν τώρα από νεαρές ηρωίδες που επιθυμούν να κάνουν κάτι στη ζωή τους, κάτι που θα μείνει για τους ερχόμενους. Η εικόνα της γυναίκας-θύματος, χαρακτηριστική για τον μεσοπόλεμο, εγκαταλείπεται. Μια εντελώς καινούρια αυτοπεποίθηση αναδύεται στα κείμενα. Το σύμβολο του ταξιδιού, δηλαδή η διεκδίκηση της ελευθερίας, γίνεται το πυκνότερο μοτίβο. Ουσιαστικά, από τα μέσα της δεκαετίας του 1940 η γυναικεία λογοτεχνία μπαίνει στη σύγχρονη εποχή, με έργα που αντέχουν άνετα έως τις μέρες μας.
Την άνθηση αυτή της γυναικείας λογοτεχνικής παραγωγής αμέσως μετά την Κατοχή την είχε επισημάνει η κριτική ήδη από την εποχή εκείνη: «Αν εξαιρέσει κανείς το ιστορικό μυθιστόρημα, όλο τον τελευταίο καιρό δεν εκυκλοφόρησαν στην Ελλάδα παρά μόνο πεζογραφήματα γυναικών», σημειώνει το 1948 ο νεαρός συγγραφέας Αστέρης Κοββατζής. Για γυναίκες που «παραμερίσανε πολλούς άντρες της παλιάς σχολής και στο ζήτημα της έντονης προσωπικότητας και στο ζήτημα της σωστής κατανόησης των εγκοσμίων», θα μιλήσει ο Βάρναλης. Ο Μυριβήλης θα εξάρει τη σημασία των «νεότατων γυναικών της Αθήνας», εκείνων που δεν ανήκουν στην Αριστερά (επιδιδόμενος σε ένα ακραία σεξιστικό σχόλιο σε βάρος των τελευταίων). Για «φαινόμενο» «ομαδικής εμφάνισης νέων γυναικών» γράφει ο Απόστολος Σαχίνης. Αργότερα θα επισημάνουν το ίδιο και άλλοι κριτικοί ή ιστορικοί.
Η αντιστοίχηση της λογοτεχνικής άνθησης με την αιφνίδια παρουσία των γυναικών στον δημόσιο βίο, λόγω του
πολέμου και της Κατοχής, είναι μάλλον ευνόητη. Αυτή την εποχή συντελείται μια μαζική έξοδος από το σπίτι, από τα
παραδοσιακά γυναικεία έργα, από τον περιορισμό (μεγαλύτερο ή μικρότερο) στον ιδιωτικό χώρο. Οπωσδήποτε δεν
είναι η πρώτη φορά που οι γυναίκες συμμετέχουν στον δημόσιο χώρο –και
προηγούμενοι πόλεμοι είχαν προκαλέσει τη γυναικεία κινητοποίηση –, όμως
είναι η πρώτη φορά που αφορά πολύ μεγάλο μέρος του πληθυσμού και όπου
συμβαίνει μια σαφής υπέρβαση των «γυναικείων» ρόλων. Κατά τον πόλεμο οι
γυναίκες βοήθησαν, όπως και άλλοτε, ως νοσοκόμες· κατά την πρώτη φάση
της Κατοχής συνέβαλαν στην οργάνωση συσσιτίων. Με την Αντίσταση όμως,
κατέβηκαν μαζικά στους δρόμους ή και ανέβηκαν στο βουνό. Αν αρχικά η
συμμετοχή τους μπορούσε να νοηθεί ως προέκταση των γυναικείων καθηκόντων
(διατροφή, περίθαλψη), στην πορεία τα όρια αυτά ξεπεράστηκαν. Η ένταξη
στις οργανώσεις αντίστασης και η δυναμική παρουσία στις διαδηλώσεις (με
αρκετά θύματα), η άνοδος στο βουνό όχι μόνο για βοηθητικές αλλά και για
καθαυτό στρατιωτικές δραστηριότητες, η απόκτηση (στην Ελλάδα των βουνών)
του δικαιώματος του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι, δημιουργεί εντέλει μια
νέα πραγματικότητα, που μεταβάλλει την εικόνα για τη γυναίκα στα μάτια
των ανδρών και δίνει μια καινούρια αυτοπεποίθηση στην ίδια.
Εκτός από αυτά πάντως, η αίσθηση του κινδύνου, η υπερένταση της δράσης, η αβεβαιότητα για την αυριανή μέρα,
όλα τείνουν να χαλαρώσουν τις παραδοσιακές συμβατικότητες: «Παράνομοι
πόθοι, κοιμισμένοι από χρόνια ξυπνήσανε ξάφνω, καθώς τα φύτρα της γης,
ζαλίζαν τη σκέψη και οδηγούσαν στην ηδονή, σαν αντίδοτο του θανάτου.
Έμοιαζε να είχε δημιουργηθεί μια νέα συνείδηση για ελευθερία χωρίς
περιορισμό», θυμάται κάποιος που έζησε την εποχή. Το τέλος της Κατοχής,
πράγματι, θα ήταν, στη συνείδηση των ανθρώπων που βίωναν τα μεγάλα
γεγονότα, το ξημέρωμα ενός τελείως διαφορετικού κόσμου, ένα άνοιγμα προς
την πρόοδο και την απελευθέρωση. Οι προσδοκίες βέβαια διαψεύστηκαν· ο
Εμφύλιος ανέκοψε αυτή την πορεία, το ζήτημα όμως της γυναικείας
απελευθέρωσης είχε λάβει, τον καιρό της Αντίστασης, μια ιδιαίτερα ισχυρή
ώθηση.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξαν αντιφάσεις και αμφισημίες. Η Αριστερά, που καθοδηγούσε και τη δυναμική
προς την ισότητα, έβλεπε και τώρα, όπως και στο παρελθόν, με αρκετή
καχυποψία μια αντίθεση (αυτήν ανάμεσα στα φύλα) που έτεινε κάποτε να
επισκιάσει την ταξική11. Στον «δωδεκάλογο» της ΕΠΟΝ, για παράδειγμα,
διαβάζουμε μια σαφέστατη αποκήρυξη του φεμινισμού:
Θέλουμε εμείς οι Νέες, λυτρωμένες από τον απατηλό και παραστρατημένο
φεμινισμό, να σπάσουμε τις αλυσίδες της πολύμορφης σκλαβιάς μας και ν’
αγωνιστούμε ολόψυχα πλάι πλάι και μαζί με τους νέους, για να
καταχτήσουμε την οικονομική, την κοινωνική και την πολιτική μας ισότητα.
Μόνο έτσι θα λάμψει ο αληθινός εαυτός μας και θα υψωθούμε στον γνήσιο
γυναικείο ανθρωπισμό.
«Πλάι πλάι» και «μαζί» με τους νέους: ο πλεονασμός εφιστά την προσοχή
στη συντροφικότητα, ξορκίζοντας την αντιπαλότητα προς το άλλο φύλο. Ο
λόγος της επίσημης Αριστεράς αυτή την εποχή, και μάλιστα κατά την
Απελευθέρωση και την έναρξη του Εμφυλίου, έχει ορισμένες απηχήσεις
ιδιαίτερα συντηρητικές, τονίζοντας τις «γυναικείες» αρετές της στοργής
και της συμφιλίωσης, της μητρότητας και της νοικοκυροσύνης13. Ό,τι έδινε
με το ένα χέρι (εκλογικά δικαιώματα, ας πούμε), η Αριστερά φρόντιζε να
το εξισορροπήσει, αφαιρώντας κάτι, με το άλλοΙ […]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου