10.11.21

Σαν τον τεχνίτη που φυσάει το γυαλί


ΑΛΝΤΕΝ ΝΟΟΥΛΑΝ
 Χαίρομαι που είμαι εδώ 
ανθολόγηση – μετάφραση – επίµετρο: Γιάννης Παλαβός, εκδ. Loggia, σελ. 128 
 Ο Νόουλαν πέθανε στα πενήντα, μα δεν φοβόταν να πεθάνει. Ο φόβος να μην είχε γεννηθεί ήταν πιο ισχυρός από τον φόβο του θανάτου. Παρά τη δύσκολη παιδική ηλικία, τη λήψη ενήλικων ευθυνών στην εφηβεία, τα προβλήματα υγείας που εμφανίστηκαν νωρίς, ήταν τέτοια η όρεξη για ζωή –ό,τι κι αν σημαίνει η πιο απρόβλεπτη λέξη της ελληνικής γλώσσας– που έσβηνε τις επιπλοκές της απελπισίας. Αλλωστε, το δηλώνει απερίφραστα σε δύο ποιήματα της ανθολογίας και συγκαλυμμένα στα υπόλοιπα. Αν το «Χαίρομαι που είμαι εδώ» λειτουργεί σαν ένα πιστοποιητικό γέννησης της ποίησής του –το κυοφορούμενο έμβρυο κρυφακούει την ανήλικη μητέρα που ανακοινώνει την εγκυμοσύνη στον πατέρα–, τότε το «Εγκώμιο του μεγάλου θαλάσσιου ίππου» είναι μια όψιμη αναγγελία θανάτου, εκδηλωμένη ως κατάφαση. Ο Νόουλαν πήγαινε βιαστικά κατά κει, ποτέ δεν έπαψε να πίνει και να καπνίζει, καταπονώντας το ήδη ταλαιπωρημένο σώμα του, κι επειδή είχε τη γεύση του θανάτου στο στόμα, ήταν ο κατάλληλος να γράψει: «Διότι το να μην έχεις γεννηθεί/ είναι η μοναδική τραγωδία/ που μπορούμε να φανταστούμε,/ μα δεν χρειάζεται διόλου να τη φοβόμαστε». Κι όμως, τη φοβόταν. «Διότι το να μην έχεις γεννηθεί/ είναι η μοναδική τραγωδία/ που μπορούμε να φανταστούμε…». Το παραδέχομαι, γνωρίζω ελάχιστα για τον Νόουλαν. Εχω διαβάσει μονάχα το μοβ λιγνό βιβλίο σε επιλογή και μετάφραση του Γιάννη Παλαβού. Γιατί να προσποιηθώ το αντίθετο; Είμαι λοιπόν από κάθε άποψη επιπόλαιος που τολμώ να επισημάνω πως τα «Ιστορικής σημασίας γεγονότα» και «Κάνει επιδρομή στο ψυγείο και συλλογίζεται την πατρότητα» αρκούν για να συνοψίσουν τα σαράντα ποιήματα της συλλογής, που με τη σειρά τους συνοψίζουν τα επτακόσια δημοσιευμένα ποιήματα του Καναδού συγγραφέα. Στο πρώτο, μια σύντομη οικογενειακή σκηνή –τρεις άνθρωποι τρώνε, αξημέρωτα, φρυγανισμένο ψωμί με κανέλα– είναι για τον Νόουλαν εξίσου σημαντική με την προσεδάφιση στη Σελήνη, ενώ στο δεύτερο, η συνειδητοποίηση πως ο θετός του γιος βρίσκεται στον προθάλαμο της ενηλικίωσης, αποκαλύπτει τη δική του κατάσταση. Στέκεται αμήχανα μπροστά στο ανοιχτό ψυγείο με τις κρύες μπίρες –προηγουμένως ο μικρός έχει ζητήσει μία– και το φως, μέσα από τα τρόφιμα, τον προσγειώνει στο πεδίο υπενθύμισης της προδοσίας και της αφοσίωσης. Μια μικρή γουλιά (ή μπουκιά) για τον άνθρωπο, μια μεγάλη γουλιά για την ανθρωπότητα. Ο Νόουλαν θεωρεί πως είναι η αγάπη. Ακούγεται ξεπερασμένο. Αλλά δεν είναι. Η σύνοψη της σύνοψης. Η ποίησή του δεν έρχεται να ευλογήσει την καθημερινή ζωή (συμβίωση, επιθυμία, οικονομία, ποτό, αρρώστια, γράψιμο). Αντιθέτως. Την μπλοκάρει, τη σπάει. Εμποδίζει τη ροή που σε κατευθύνει ύπουλα προς τον θάνατο και μόνο το ποίημα σε βοηθά να τη διακόψεις προσωρινά. Ή, έστω, να μην αισθανθείς για μια στιγμή ανήμπορος. Κι ας είσαι. Μπορεί τα πράγματα να λέγονται ψιθυριστά, μ’ ένα προφορικό ύφος αφοπλιστικής απλότητας, όπως κάποιος που ρίχνει τις λέξεις στο χαρτί δίχως ανάγκη να τις επεξεργαστεί περαιτέρω, ωστόσο είναι ειδικά αυτή η τακτική που φτιάχνει βάθος. Επειδή δεν φαίνεται πως το φτιάχνει. Επειδή ο τρόπος κρύβει τον πλούτο και δεν μας επιτρέπει να τον διακρίνουμε αμέσως. Παρατηρώντας τη ρουτίνα Ο Νόουλαν παντρεύτηκε το ’63, αρρώστησε το ’66, δίδαξε στο πανεπιστήμιο για χρόνια, έζησε με τη γυναίκα του, φρόντισαν παρέα το παιδί της. Οπως φαίνεται, δεν είχε καμιά περιπετειώδη ζωή. Τα ποιήματά του δεν προκύπτουν από τίποτα συγκλονιστικές εμπειρίες, αλλά από μια σταθερή παρατήρηση της ρουτίνας. Το κουμπί που λείπει από το μάλλινο πουκάμισο, μια λεκάνη με κρύο νερό, μια αγκαλιά γεμάτη πακέτα με δώρα, ένα μονοπάτι στο δάσος. Αν έχεις εκείνο το ανεξήγητο στοιχείο –αναρωτιέμαι σε ποιο σημείο του σώματος εντοπίζεται, στην καρδιά;– δεν χρειάζεσαι πολλά για να γράψεις. Ενα πρωινό τηλεφώνησα στον μεταφραστή, τον Γιάννη. Είναι φίλος. «Τελικά τι συμβαίνει στο ποίημα με τις μπίρες;» τον ρώτησα. «Ο πατέρας προσφέρει στον γιο μια χλιαρή. Ο γιος παίρνει στη ζούλα μια κρύα, πίνει δυο γουλιές. Σφίγγει καλά το καπάκι. Βάζει το μπουκάλι πίσω στο ψυγείο. Ο πατέρας αντιλαμβάνεται την απάτη». Ετσι είναι οι γιοι. Ετσι και οι πατεράδες. Οπως τα ποιήματά του. Είναι τρυφερά και υπομονετικά και σημαδεμένα από μια ασίγαστη απορία. Ο Νόουλαν θυμίζει τεχνίτη που φυσάει το γυαλί. Κάθε φορά το γυαλί παίρνει διαφορετική μορφή, ωστόσο περιέχει πάντα την ίδια ποσότητα αέρα, εκπνοής. Η εκπνοή ονομάζεται θαλπωρή της ραγισμένης καθημερινότητας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: