ΠΕΡΙ ΑΝΩΝΥΜΩΝ
του Μάρκου Μέσκου
(1935 – 2019)
Στην επαρχία Λάζαρος Λάζαρον χαιρετά
Τα χρόνια ανέβαιναν γοργά. Μεγαλώναμε. Πίσω μας είχαμε κιόλας την Κατοχή.
Πίσω μας και η τρομακτική τομή του νεοελληνικού βίου: ο εμφύλιος. Τα δροσερά λιβάδια της εφηβείας μας υπήρχαν μα ήταν ακόμη ναρκοθετημένα. Πολλά δέντρα φυλλορροούσαν μακριά μας, άνθιζαν στον καιρό, ωρίμαζαν οι καρποί ατρύγητοι στα κλωνιά (για τα τσιροπούλια απρόοπτη, και διαρκής δυστυχώς, ευλογία), οι περιοχές ήταν απαγορευμένες. Η μοναξιά ασφυκτική και η ενημέρωσή μας στα βιβλιοπωλεία της μεγάλης πόλης ήταν ταξίδι μεγάλο. Η στροφή μας προς τα μέσα ήταν, φαίνεται, η πρόωρη οδύνη της πραγματικότητας. Και, τουλάχιστον κατ’ αρχάς, η περιπέτεια της λογοτεχνίας, δροσερό αεράκι. Το κατά μόνας ύστερο δροσερό αεράκι.
Ο Θανάσης Πάσχος δεν γνωρίζω αν έχει κάνει εγκλήματα στη ζωή του. Ένα, όμως, είναι βέβαιο: τύχαινε, κάπου στα μέσα του Γυμνασίου, να διαβάζει τις εκθέσεις των ιδεών μας και, στο τέλος, περιχαρής αποφαίνονταν «μα, μπράτιμέ μου αγαπητέ, αυτό δεν είναι μόνον Έκθεση είναι και ποίημα!». Το ‘λεγε μια, το ‘λεγε δυο κι εμείς τα χαϊβανάκια κάποτε τον πιστέψαμε. Αυτός μας πήρε από το χέρι, αυτός διόρθωνε στους στίχους μας τα πρώτα μετρικά λάθη, αυτός μας υπέδειξε κάποια έντυπα για να ασκήσουμε το αμφισβητούμενο ταλέντο μας κατόπιν.
Έτσι κινήσαμε.
Και ενώ κάποιοι εκπρόσωποι της μεταπολεμικής γενιάς, τριαντάρηδες πλέον, είχαν καταθέσει τον χρυσόν οβολόν τους στην ιστορία της Ποίησης, ένα σημείο που ανταμώναμε αρκετοί από τις βορεινές επαρχίες ήταν και η εφημερίδα της Θεσσαλονίκης Πρωινή Ώρα – Δευτέρα. Στη δεκαετία του ’50 υπήρχε λοιπόν η ως άνω εφημερίδα, γνήσιο τέκνο του κλίματος των ημερών εκείνων, ψυχροπολεμική εννοώ, τελικά μια άλλη γλώσσα.
Ας θυμηθούμε κάποιους τίτλους από την πρώτη σελίδα (αν αυτό σημαίνει, ακόμα, κάτι):
- Το ζεύγος Φρέντερικ Μαρς κοντά εις τους στρατιώτας μας.
- Ένα κατόρθωμα της Χωροφυλακής που δεν ξεχνιέται: Στα παλάτια του Ολύμπου τα κεφάλια των ληστών Γιαγκούλα και Μπαμπάνη, αφήγημα αστυνομικό.
- Ο Κομμουνισμός θα εκλείψει εντός 18 ετών από παντού (προβλέψεις διάσημου αστρολόγου).
- Ιδεώδεις σύζυγοι είναι οι κοντοί (διακηρύσσει η βασίλισσα των τολμηρών νεγκλιζέ).
- Ο Στρατηγός Φράνκο εώρτασε την 63ην επέτειον των γενεθλίων του.
- (…)
Και μία είδηση ακόμη από το έτος 1956, επίσης πρωτοσέλιδη:
- Αι αναπληρωματικαί εκλογαί διά την ανάδειξιν Δημάρχων / εις το Αμύνταιον Εορδαίας εξελέγη ο Τρύφων Χατζής της Ε.Ρ.Ε.
Όλα αυτά στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας. Βέβαια δεν ήταν αυτό ακριβώς που καθιέρωνε την όποια ταξική συνείδηση στον καθένα μας. Η αποστροφή της πραγματικότητας ήταν δεδομένη. Άλλωστε η «αιχμαλωσία» μας εκεί –και αλλού- δεν ήταν για καιρό. Ευθυγραμμιστήκαμε σύντομα (όσοι προσπαθήσαμε ψηλαφώντας να βρούμε τις άκρες του κόσμου κι αν τις βρήκαμε ποτέ) φανατισμένοι και στην καθαρή λογοτεχνία σύμφωνα με όσα μας είχαν συμβεί έως τότε. Αλλά η κουβέντα πάει αλλού.
Εκεί λοιπόν όλα τα πρωτοσέλιδα που αναφέρθηκαν. Στη δεύτερη σελίδα και στη στήλη «οι νέοι μας γράφουν» η διαφορά ήταν όσο το άσπρο από το μαύρο, οι νέοι –τότε- που ανύποπτοι σκότωναν (ίσως) μόνον τον εαυτό τους:
- «Στενό δρομάκι, ταπεινό, φτωχό τα βράδια σκοτεινό πως σ’ αγαπώ!»
- «Τ’ αγέρια δεν δροσίζονται τα κρίνα δεν ανθούνε όλα μαυροφορούνε στη μαύρη ξενιτιά…»
- Φτωχικό το δωμάτιο κι εκείνη η καημένη
κείτονταν στο αχυρόστρωμα χωρίς γιατρειά.
Το χέρι, ωστόσο, σήκωσεν η μισοπεθαμένη
κι άναψε ένα μικρό κερί για να ‘χει συντροφιά… - «Θα σηκωθώ κάποια φορά απ’ τον πικρό μου τάφο να σου ζητήσω ένα φιλί ένα δικό σου χάδι»
- Μοίρα σκληρή
σε προσκαλώ. Ορθώσου εμπρός μου! Θα περάσω. - (…)
Ένα σμάρι από πρωινές φωνές και ασυνείδητες αντιφατικότητες με ή χωρίς μεσοπολεμικές αναγνώσεις, τα ερωτικά φλερτ στην εύκολη διεκπεραίωσή τους, ο θάνατος ο «φιλολογικός» της συνομήλικης συναδέλφου μας Κούλας Κόντα-Ντάκου, εκεί, στη δεύτερη σελίδα της εφημερίδας, που τιτιβίζανε τα ονόματα: Πέτρος Κουγιουμτζίδης, Θάνος Αύρας, Θόδωρος Σωνίτης, Πέρσα Νικολαΐδου, Μιχάλης Εδεσσηνός, Ι.Φ. Χατζόπουλος, Νίκος Μυρσίνης, Δημ. Παναγιωτίδης, Νίκος Παπαδόπουλος, Μαίρη Νέρρη, Μάκης Θωμαΐδης, Χρ. Δέλλιος, Βιτάλης, ο Μ.Ρ.., Γερ. Κυριακόπουλος, Τώνης Τζέμπτιμπης, Μάκης Κυριαζής, Χρ. Στενημαχίτης, Νίκος Αλαργινός και άλλοι και άλλοι και άλλοι – πάνω από τα ονόματα στίχοι κυρίως, πεζοτράγουδα, στοχασμοί [1]…
Όσο γνωρίζω, κανείς δεν πρόλαβε την πνευματική αγορά και τους «38 αναγνώστες», τη θανατερή υποψία των «φίλων» και την υπερεκτίμηση της συγγραφικής ιδιότητας από τους ιδίους [2]. Εξανδραποδίστηκαν από τα πρώτα βήματά τους προτού παγιώσουν τα πιστεύω τους και προτού ολοκληρωθούν τα βαθύτερα μυστικά τους.
Όσο γνωρίζω, ελάχιστοι αξιώθηκαν να τυπώσουν κάποια πλακέτα, για τους περισσότερους ούτε φωνή ούτε ακρόαση από τότε, δεν αναφέρθηκαν, σχεδόν, πουθενά. Τα καλά της επώνυμης κοσμικής λογοτεχνίας κανείς δεν αξιώθηκε, δεν αξιώθηκε κανείς τους να συναντήσει τα συγκατανευτικά βλέμματα Κυριών και Δεσποινίδων. Άλλοι σιώπησαν οριστικά από τότε, άλλοι χάνονται στην ξενιτιά, άλλοι σκοτώθηκαν σε δυστυχήματα, άλλοι αυτοκτονούν. Και άλλοι, ανταποκριτές της Ενδοχώρας, χάνονται στέλνοντας τα μηνύματά τους στο σκοτάδι (τακτικά πρώτα, μετά αραιότερα, αραιότερα…). Πρόσφατα ο Μιχάλης Εδεσσηνός-Κολέσης πέθανε στην ιδιαιτέρα του με κακό τέλος μετά από πενήντα τόσους χρόνους αλλοπρόσαλλου βίου.
Σήμερα οι περισσότεροι είναι ήδη απόντες. Μα ήσαν άνθρωποι που έγραψαν στίχους. Και λοιπόν; Αν για όλους ισχύουν οι νόμοι των πιθανοτήτων και τα τρελά ενδεχόμενα (ναι, βέβαια, scripta manent, όμως…, όμως… – των μη επωνύμων οι δημιουργίες ονομάζονται πάρεργα ή υποπροϊόντα και γιατί άραγε εδώ να λειτουργούν οι άψογες ποιοτικές κλίμακες των νόμων της αναγνωρισμένης Τέχνης;), πουλάκια, ας πούμε οι πιο πολλοί, που χάθηκαν στις καταιγίδες των ημερών (όπως τόσοι και τόσοι άνθρωποι άλλωστε), ανώνυμοι που «προστατεύθηκαν» από τη μίαν και μόνον όψιν του ποιητικού νομίσματος: την ηθική βίωση. Την άλλη (της προσωπικής γλώσσας των ποιημάτων) δεν πρόλαβαν.
Λέτε η ζωή να ‘ναι μηχανή που σκοτώνει; Ή κάτι άλλο συμβαίνει;
(1987)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Μια άλλη κατηγορία πιο πέρα, σε άλλους τόπους και άλλες σελίδες με εμφανέστερα τα σημάδια της ενσυνείδητης λογοτεχνίας, ο Γ. Σεφερτζής, ο Μάριος Ρουσιάδης, ο Πέτρος Πήλιος (της πρώτης περιόδου), ο Νίκος Πανδής κ.α. εξαφανισμένοι κι αυτοί από τη δύναμη της ζωής ή κάποιον βιαστικό θάνατο.
[2] Φυσικά αναφέρομαι και στο πνεύμα του βιβλίου Ο δρόμος προς τη δόξα του Κώστα Χατζηαργύργη.
ωγραφικό έργο του Μάρκου Μέσκου από την τελευταία του έκθεση ζωγραφικής με τίτλο «Τα Πολλαπλά»
Από: Μάρκος Μέσκος, Προσωπικά Κείμενα, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου