3.11.21

Δημήτρης Μανιάτης «Μπρούντζινος», εκδόσεις Μετρονόμος, 2021


Αν έβρισκε κάποιος μετά από χρόνια τη νέα συλλογή διηγημάτων του Δημήτρη Μανιάτη σε μια ξεχασμένη βιβλιοθήκη, και έπαιρνε ως δεδομένο ότι αυτή αντικατοπτρίζει αντικειμενικά τα τεκταινόμενα στην ελληνική κοινωνία τη συγκεκριμένη περίοδο που διανύουμε, η εικόνα που θα σχημάτιζε γι’ αυτήν εκ πρώτης όψεως θα ήταν πολύ ιδιαίτερη, αν όχι παραμορφωτική. Ο δημοσιογράφος (συντάκτης στα Νέα) και διηγηματογράφος Μανιάτης γράφει και ξαναγράφει με εμμονή για τους οίκους ανοχής, τόσο για τους πελάτες όσο και για τις εργαζόμενες εκεί, για τα καταγώγια, τις πορνοταινίες ιδιωτικής χρήσης αλλά και τα σινεμά πορνό, τα στριπτιζάδικα, τις συναυλίες δημοφιλών πλην λούμπεν τραγουδιστών, και κάπου-κάπου ξεπροβάλλουν εικόνες εφημερίδας ή ένα στιγμιότυπο σε φέρι μποτ, που λίγο όμως διαφέρουν από τη γενική σύλληψη. Η γλώσσα είναι άμεση, κοφτή, ενίοτε της πιάτσας, χωρίς συγγραφικές αιδημοσύνες. Θα έλεγε κανείς ότι η χώρα του Μανιάτη είναι ένα απέραντο χαμαιτυπείο, κυριολεκτικά σίγουρα, ίσως όμως και μεταφορικά. Το τελευταίο βέβαια ελέγχεται γιατί για να πει κανείς ότι μεταφορικά μια χώρα είναι χαμαιτυπείο, θα πρέπει να έχει στοιχειώδη συνείδηση του γεγονότος. Αυτό που χαρακτηρίζει όμως τον κόσμο που περιγράφει ο Δημήτρης Μανιάτης είναι η απόλυτη έλλειψή της. Με την έννοια όχι την ηθική αλλά τη λειτουργική και την ταυτοτική. Κανείς δεν έχει συνείδηση ούτε του τι είναι ούτε του τι κάνει ακριβώς. Δεν έχει γενικότερα συνείδηση γιατί δεν έχει καν ταυτότητα. Οι ρόλοι είναι ρηχοί, η αισθητική παντελώς απούσα, οι στόχοι ανύπαρκτοι. Μια αρκετά άθλια καθημερινότητα που έχει να προσφέρει μόνο στοιχειώδη επιβίωση και τη χαρά της συμμετοχής στη λούμπεν ζωή, για όσους βέβαια δεν είναι συστατικό μέρος της και άρα μπορούν να τη νιώσουν, δηλαδή κυρίως για τον αφηγητή και τον αναγνώστη. Αυτό που προκαλεί όμως τέτοιες σκέψεις στον αναγνώστη δεν είναι ο κόσμος των μπορντέλων καθαυτός, είναι οι ανθρώπινοι τύποι που τον πλαισιώνουν. Η επιτυχία του Μανιάτη είναι ακριβώς αυτή, ότι φτιάχνει και περιγράφει ανθρώπινους τύπους οι οποίοι δεν είναι κόντρα ρόλοι ούτε όμως συμπλέουν ακριβώς με το σκηνικό. Είναι ουδέτεροι, είναι «ό,τι να ‘ναι», άνθρωποι που πράττουν χωρίς να έχουν (ούτε να θέλουν να έχουν) καμία συναίσθηση των πράξεών τους. Λ.χ. τρεις γιάπηδες που δεν έχουν καν ταξική συνείδηση, πηγαίνουν σε συναυλία λούμπεν τραγουδιστή μετά το τένις, με τα ρούχα του τένις και τις ρακέτες, οπότε οι άλλοι τους γιουχάρουν. Ένας νάνος λέει τα κάλαντα και αποδεικνύεται ότι παίζει και σε πορνοταινίες ως επιβήτορας. Ένας πελάτης οίκου ανοχής και η κοπέλα που τον υποδέχεται, σκέφτονται και οι δύο από μέσα τους ότι πρέπει να τελειώσουν γρήγορα αυτό που κάνουν γιατί έχουν μετά να πάνε κάπου. Αποδεικνύεται ότι μετά πηγαίνουν στο ίδιο μέρος, σε μια εκκλησία! Είναι Μεγάλη Τρίτη και πηγαίνουν να δουν έναν διάσημο ψάλτη, που τον παρακολουθούν κάθε Μεγάλη Τρίτη γνωστοί μουσικοί της Αθήνας, να ψέλνει – τί άλλο; - το τροπάριο της Κασσιανής. Ίσως όμως το κορυφαίο διήγημα της συλλογής είναι ο «Μπρούντζινος», που δίνει και τον τίτλο στη συλλογή. Περιγράφει έναν απίθανο τύπο που φτιάχνεται μέρες ολόκληρες ενόψει ενός ραντεβού στο Ζόναρ’ς με κάποια Έμιλυ, κάνει αποτρίχωση, σολάριουμ, ράβει κοστούμια και τελικά όταν φτάνει στο σημείο του ραντεβού και περιμένει, δεν τον νοιάζει καθόλου η Έμιλυ αφού έχει ερωτευτεί για τα καλά τον εαυτό του. Αυτό καθώς και το αμέσως επόμενο διήγημα, με θέμα τον ναρκισσισμό, τη λατρεία της αυτοεικόνας, είναι τα διηγήματα που δίνουν τον τόνο στην αναπαράσταση της εποχής που, εντέλει είναι ψευτο-χαμαιτυπική – και καθόλου αρχετυπική. Αν έστω και ένας συγγραφέας βλέπει αυτό το πράγμα να συμβαίνει γύρω του τότε, οι συνήθεις ανησυχούντες για το μέλλον του έθνους, αυτή τη φορά ίσως θα πρέπει να ανησυχήσουν πραγματικά.

Δεν υπάρχουν σχόλια: