17.11.21

Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, «Νεοελληνικά διλήμματα»


Από το βιβλιο: «Η ‘Ρωμιοσύνη’ στον παράδεισο. Σημειώσεις για μια κριτική του νεοελληνικού αντιδιανοουμενισμού» (εκδόσεις Έρασμος 1983)

 

Δεν έχομεν βεβαίως τους nihilistes της Ρωσίας ούτε τους socialistes της εκ χρηματολογικών ζητημάτων φλεγμονούσης γηραιάς Ευρώπης, διότι δόξα τω Θεώ δεν εγηράσαμεν εισέτι εθνικώς. ΑΓΓ.ΒΛΑΧΟΣ, 1877

Η έλλειψις παρ’ ημίν τοιούτων αιρέσεων είναι βεβαίως ευτύχημα, η  αυτάρέσκεια όμως επί τούτω ομοιάζει ως ει εκαυχάτο ο ουδέποτε πολεμήσας ότι δεν φέρει πληγήν επί του σώματος. ΕΜΜ. ΡΟΪΔΗΣ, 1877

`

Η εθνική μας «αυταρέσκεια» για την απουσία των ευρωπαϊκών εκείνων πληγών, που αναφέρει ο Εμμ. Ροΐδης στην περίφημη διαμάχη του με τον Άγγ. Βλάχο, δεν μπόρεσε ούτε να προφυλάξει ούτε να θεραπεύσει το ταλαίπωρο νεοελληνικό σώμα από κάποια άλλα κακοφορμισμένα τραύματά του· κι αυτό εκφράζεται και με την ίδια τη διένεξη των δύο λογίων, που οι ιστορικές της ρίζες βυθίζονται στο ερώτημα του Βυζαντινού λυκόφωτος: Ανατολή ή Δύση; Στο αδιέξοδο μερικών ερωτημάτων η σκέψη αποκρίνεται με το κομμάτιασμα και τον κομματισμό της. Διαφωτισμός και Ορθοδοξία, «Δημοτική» και «Καθαρεύουσα», Βενιζελισμός και Αντιβενιζελισμός κι όλες οι άλλες εκφάνσεις του εθνικού μας δυϊσμού, αποτελούν πραγματικότητες που η διαζευκτική τους παράσταση τις κομματιάζει σε συστήματα αντιθέσεων μέσα στα οποία δεν χωράνε πια παρά όσα μόνο μπορεί ν’ αντέξει το πλαίσιο της ιδεολογίας –«συντηρητικής» ή «προοδευτικής».

Τα όρια ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο περιοχές είναι κινητά και όλα τα στρατόπεδα ένας κοινός τόπος ζυμωμένος στην ίδια λάσπη και στο ίδιο αίμα. Η αθλιότητα της προοδευτικής ιδεολογίας είναι η αθλιότητα της συντηρητικής. Γιατί ο καθημερινός φασισμός της δημοκρατίας, όπως δοξολογείται στις μεγάλες εφημερίδες της, (υποκρισία μιας πολιτικής ελευθερίας που προϋποθέτει πολιτικούς κρατούμενους και φενάκη ενός πολιτικού δικαιώματος που εξέπεσε σε πολιτική υποχρέωση) συμβαδίζει με την πολιτικά ισχύουσα έννοια της «προόδου» που είναι το άδειασμα της σκέψης από τις παλιές κοίτες της στα καινούρια της καλούπια. Τα καλούπια αυτά παράγονται προοδευτικά,, καθημερινά, μαζικά, συγχωνεύοντας θέσεις και αντιθέσεις μέσα στη μεγάλη αποσύνθεση.

Αυτή η προϊούσα απώλεια βάθους στη νεοελληνική σκέψη καθρεφτίζεται εκτός των άλλων και στην κρατούσα χυδαιότητα της δημοσιογραφικής γλώσσας όπου η έκπτωση μιας ορισμένης λογοτεχνικής γραφής σε κοινότυπο συναισθηματισμό ισοζυγιάζεται με το απρόσωπο μιας ψευδεπιστημονικής ψυχρότητας. Το σύνολο καταλήγει στην αποθέωση της πολυτελούς μηδαμινότητας, της ανεγκέφαλης αυταρέσκειας και της κομψεπίκομψης ευτέλειας: Με τις σημερινές δυνατότητες αναπαραγωγής και επιβολής του γραπτού λόγου κι ενώ τα όρια ανάμεσα στη δοκιμιογραφία και την δημοσιογραφία έχουν εξαφανιστεί, ο αισθητισμός της τυπογραφίας γίνεται το ύφος του μηδαμινού.

Αυτό το ύφος μέσω του οποίου η σκουπιδογραφία ανάγεται σε καλλιγραφία έχει αποσπαστεί από μία γραφή που, πριν καταλήξει στις εφημερίδες (λυρικισμός της συνοικίας και φιλοσοφία του σκυλάδικου, μαγκιά, σημειολογία, φεμινισμός συν ολίγος μαρξισμός), υπήρξε κυρίως δοκιμιακή και ξεκινούσε από τα κείμενα του Γ. Σεφέρη, του Ζ. Λορεντζάτου και –απώτερα –του Φώτη Κόντογλου. Σήμερα δεν αντιπροσωπεύει πια την προσωπική μαθητεία του γραφέα σε μια παράδοση ή σ’ ένα έργο αλλά τη δουλωτική ετερονομία του, τη δήλωσή του πως «ανήκει» σ’ ετούτο ή σ’ εκείνο το ιδεολογικό μαγαζί –μια πράξη ένταξης (στην παράδοση ή στην αντιπαράδοση)· η πραγματική μαθητεία γεννάει καινούρια έργα, ενώ εδώ έχουμε μόνο το σχήμα μιας χειρονομίας που το περιεχόμενό της έχει χαθεί –μια μίμηση τρόπων.

Με τον τρόπο του Γ. Σεφέρη π.χ. καλύπτεται η κενολογία μιας φοβισμένης θετικότητας της νεοελληνικής σκέψης, η οποία ξορκίζει την άρνηση καταφεύγοντας σ’ ένα ύφος. Η δομή αυτού του ύφους συνδυάζει την πεποιημένη απλότητα με μια μακρυγιαννική γλωσσική ταπείνωση που εκλύεται στον κομπασμό ενός λόγια πλέον καθιερωμένου λαϊκισμού. Συχνά μέσα σ’ αυτή την ιδεολογικο-αισθητική επίκληση της αδρότητας του λόγου απηχείται ένας νοηματικός δυϊσμός, που η μια του πλευρά αποτελεί το άλλοθι της άλλης. Παράδειγμα η γνωστή φράση του Σεφέρη: «Δεν επαινώ τον Μακρυγιάννη, γιατί δεν έμαθε γράμματα [το άλλοθι] αλλά δοξάζω τον πανάγαθο Θεό που δεν του έδωσε τα μέσα να τα μάθει». Το μήνυμα που μεταφέρεται πίσω από τη φραστική περιστροφή είναι το ίδιο εκείνο μήνυμα που σήμερα εξυπηρετείται (πολύ καλύτερα βέβαια) από την κυρίαρχη κενογραφία της ποιητικίζουσας δημοσιογραφίας και της φασιστίζουσας ιδιωτείας που ονομάζει «κουλτουριάρικο» ό,τι δεν καταλαβαίνει. Το κέρδος από την αναπαραγωγή αυτού του ύφους είναι η ευκολία επαφής που δημιουργεί ανάμεσα στον γραφέα και τον αναγνώστη μετατοπίζοντας και μεταποιώντας τη φράση του Μακρυγιάννη: «Ευρισκόμεθα εις το εμείς και όχι εις το εγώ».

Σήμερα αυτή η γλώσσα, όταν δεν καλύπτει μιαν απουσία νοήματος, φέρει ένα μήνυμα πέραν και εναντίον της –στο βαθμό που αυτή η ίδια τροφοδοτεί ήδη μια λογοτεχνία αντιλογοτεχνίας:

Θα χρειαστεί λοιπόν να τυφλωθούμε και να κουφαθούμε για πολλά, να λησμονήσουμε όσους πρόθυμοι μας κάνουν τα χατίρια, [θα χρειαστεί] να ξεχνάμε καμμιά φορά το παιχνίδι του «τίς στιχίζει κρείττον» αν πρόκειται να βρούμε το αληθινό βάρος του Παπαδιαμάντη ή, χωρίς παραβολές, το δρόμο που φέρνει σ’ αυτόν και από εκεί πιο πέρα[1].

   Όσοι υποτιμούν και λιγοστεύουν τη λογοτεχνία στην «καλλιγραφία» της, για να αναδείξουν κάποια υπερκείμενη ουσία ή κάποιο κρυμμένο βάθος κάτω από την επιφάνεια της μορφής της, φθάνουν από τον αντίθετο δρόμο στον ίδιο αδιέξοδο προβληματισμό των (υποθετικών τώρα πια) αντιπάλων τους, των απολογητών του αισθητισμού, αφού καταλήγουν κι οι ίδιοι να βλέπουν τη λογοτεχνία σαν παιχνίδι. Κι αν επικαλούνται την ουσία εναντίον του παιχνιδιού της μορφής, παραβλέπουν την ουσία της λογοτεχνίας που είναι ακριβώς η τάση της να αυτοκαταργηθεί όχι θεωρητικά-προγραμματικά αλλά περνώντας μέσ’ από τις εσωτερικές της αντιστάσεις, που παρεμβάλλονται διαρκώς λίγο πριν από το όριο της τελικής σιωπής. Αυτό το πριν αποτελεί την ουσία και ταυτοχρόνως τη μορφή της λογοτεχνίας. Το μετά ή το «πιο πέρα» της λογοτεχνίας είναι το αιώνιο ζητούμενο που η ίδια θέτει στον εαυτό της –και θέτοντάς το υπάρχει· όταν ποτέ το βρει, θα φτάσει στην πραγματοποίησή της, δηλ. στο τέλος της.

Όσοι δεν το βλέπουν έτσι το ζήτημα ή όσοι δεν μπορούν να το αντέξουν έτσι – κι εφόσον από την άλλη μεριά δεν μπορούν πια ούτε και να επιστρέψουν στον ούτως ή άλλως απορριγμένο «αισθητισμό» -είναι υποχρεωμένοι να προσηλώνονται στη θέση ενός ξεθυμασμένου κατηχητισμού:

Τα γυρίσαμε όλα σε λόγια. Με τα λόγια ζούμε και με τα λόγια πεθαίνουμε. Δεν καταλαβαίνουμε πως δεν υπάρχει τέχνη παρά πως υπάρχει ζωή. Αυτό που λέμε τέχνη είναι ψεύτικο ομοίωμα της ζωής, ένα είδωλο νεκρό, αν δεν το ζωοποιεί η αληθινή ουσία της ζωής (…). Ζητάμε από τον Παπαδιαμάντη αυτό που ζητάμε κι από τον εαυτό μας, τα λόγια. Αλλά ο Παπαδιαμάντης δεν είναι μήτε λογογράφος μήτε λογοτέχνης. Ο Παπαδιαμάντης είναι ένας άνθρωπος αληθινός που έτυχε να γράψει. Ο Παπαδιαμάντης είναι ο «ποιήσας και διδάξας» και μεις καθόμαστε και λέμε πως είναι λογοτέχνης[2]!

Ο ίδιος ο Κόντογλου υποστηρίζοντας όσα υποστηρίζει έχει βέβαια πίσω του μια σειρά αφηγήσεων, η οποία τον εντάσσει σε μια λογοτεχνική παράδοση που περνάει από τον «Παλιό θαλασσινό» του Κόλεριτζ και τις προρομαντικές και μεταρομαντικές περιπλανήσεις του μυθιστορήματος (Ντηφόου-Στήβενσον-Μέλβιλ) στη μεσοπολεμική περιπέτεια της φυγής. Και ακριβώς αυτή η μεγάλη λογοτεχνική παράδοση είναι που, ενώ μας επιβάλλει από τη μια μεριά να δεχτούμε τη φράση του «Αυτό που λέμε τέχνη είναι ψεύτικο ομοίωμα της ζωής, ένα είδωλο νεκρό αν δεν το ζωοποιεί η αληθινή ουσία της ζωής», μας επιτρέπει από την άλλη να ολοκληρώσουμε τη φράση αυτή αντιστρέφοντάς την: Αυτό που λέμε τέχνη «αν το ζωοποιεί η αληθινή ουσία της ζωής» δεν είναι τέχνη.

Ουσιαστικά όμως ανάμεσα στον συγγραφέα του «Πέδρο Καζάς» και στον Χριστιανό απολογητή του έργου του Παπαδιαμάντη δεν έχουμε μια σύγκρουση αλλά μια μετατόπιση του ίδιου βιοθεωρητικού και συγκινησιακού φορτίου σε διαφορετική περιοχή: ο απόκοσμος ερημίτης γίνεται κατηχητής μες στους ανθρώπους. Αλλά ο ερημίτης που θέλει να γίνει απολογητής της ερημίας του εγκαταλείπει τον μόνο προστατευτικό χώρο του –όπου δεν του χρειάζονται άλλωστε και απολογίες. Αυτό που είναι πάνω απ’ όλα συζητήσιμο στην περίπτωση του Κόντογλου (συζητήσιμο με τους δικούς του όρους) είναι η ιδεολογικοποίηση του «καταραμένου» πυρήνα που βρίσκεται σε μερικά αφηγήματά του όπως ο «Πέδρο Καζάς» ή το «Πώς πέθανε ο ληστής Ιγνάτιος Φόβος». Η ιδεολογικοποίηση αυτή εκφράζεται και μέσ’ από τον τυπικό τρόπο με τον οποίο ο Κόντογλου αντικρύζει το έργο του Παπαδιαμάντη, τρόπο ο οποίος συνεπάγεται μια διάσπαση της οργανικής ενότητας που συνιστά ένα έργο τέχνης σε μορφή και σε περιεχόμενο.

Αν η διαφωτιστική κριτική αρνήθηκε την λογοτεχνική αξία του Παπαδιαμάντη[3], για να μειώσει το ύψος του παραδοσιακού του βάθρου, οι αντιδιαφωτιστές αντίθετα προσπαθούν να τον αποσπάσουν από την αμαρτία της λογοτεχνίας, για να τον αποδώσουν άσπιλο και αμόλυντο στην αγιοποιητική μυθολόγηση. Όμως ο Παπαδιαμάντης ξεχωρισμένος από την αμαρτία της τέχνης του είναι ανύπαρκτος. Ας ακούσουμε λίγο τη δική του φωνή, χωρίς να μισερώνουμε στα διαφωτιστικά ή αντιδιαφωτιστικά μας καλούπια:

Εις τας ώρας της μοναξίας της νυκτός εκείνης των ασυναρτήτων προσευχών και των ακουσίων βλασφημιών, έπλεον ως εν ονείρω εις άλλον κόσμον. Ήκουον ψιθύρους και φωνάς (…)Ύπνος τότε με κατέλαβεν εις το στασίδιον όπου εκαθήμην. Ο ύπνος ήτον άνευ ονείρων, όλα τα όνειρα του τα είχεν αφαιρέσει η εγρήγορσις. Μόνον ενδομύχως, εις το βάθος της συνειδήσεώς μου, μία φωνή ήτις ομοίαζε με χρησμόν, ηκούσθη αμυδρώς να ψιθυρίζει…«Ύπαγε, ανίατε, ο πόνος θα είναι η ζωή σου…» Εξύπνησα. Εσηκώθην και έφυγα. Ησθανόμην αγρίαν χαράν, διότι η Αγία δεν είχε εισακούσει την δέησίν μου. («Φαρμακολύτρια»)

Η τέχνη του Παπαδιαμάντη είναι αυτή η «αγρία χαρά». Η «αισθητική» δεν είναι «επιφάνεια» αλλά η ίδια η ψυχή του ανθίζοντας τους τρόμους και τις ηδονές της σε «ήχους, ψιθύρους και φωνάς», ενώ το σώμα ταπεινωμένο αλλ’ ανυπότακτο γράφει το δικό του ανεξίτηλο όραμα των «ασυναρτήτων προσευχών και των ακουσίων βλασφημιών». «Ο Παπαδιαμάντης είναι άνθρωπος αληθινός που έτυχε να γράψει» φώναζε ο Κόντογλου. Αλλά μιλάμε γι’ αυτόν, επειδή ακριβώς «έτυχε» να γράψει. Αν δεν έγραφε το πάθος του αλλά αρκούνταν να το βιώσει «έξω από τη γραφή», δεν θα μας έθετε το ζήτημα που συζητάμε. «Έτυχε» όμως να γράψει –και σ’ αυτό το «τυχαίο» συμβάν της γραφής κρύβεται ο πειρασμός που του ’κλεισε το δρόμο προς τον Άθω. «Με αγρίαν χαράν» δέχτηκε ο «άγιος των γραμμάτων μας» τον πειρασμό της λογοτεχνίας. Ποιος θα μπορούσε να του αφαιρέσει αυτή τη δική του χαρά, τη δική του αμαρτία –αυτό το γεμάτο κρασοπότηρο που λάμπει στα δάχτυλά του «όλο το άρωμα και πτήσις και αφρός!»

Η ίδια πολωτική διαδικασία που παράγει ψευτοδιλήμματα του είδους «Ζωή ή Τέχνη;», «Γιαγκούλας ή Καβάφης;[4]» και ρηματικές υπερβασίες αλα Λουντέμη «δεν κάνω τέχνη κάνω ζωή», τροφοδοτεί και τον ειδικό βερμπαλισμό που διέπει μια προβληματική ακινητοποιημένη μεταξύ των λαϊκιστικών εκδοχών της σκέψης του Γ. Σεφέρη και των θεολογικοπολιτικών προτάσεων του Χρ. Γιανναρά. Η πόλωση αυτή τη φορά αντιπαρατάσσει σ’ ολόκληρο τον κόσμο της δυτικής σκέψης τη μαγική εικόνα μιας παρθενικής νεοελληνικής ψυχής:

Αν εκινδύνευσε το 21 και το ελεύθερο έθνος κατόπιν υπέστη –και υφίσταται –τα πάνδεινα (…), οφείλεται κυρίως στην ξενομανία των λογίων, που επεδίωξαν πάση δυνάμει να μεταφυτεύσουν ευρωπαϊκά πρότυπα στη «σγουρή μας κόγχη» και άνοιξαν δρόμο στον δημοτικισμό, τον καπιταλισμό, το σοσιαλισμό και τα λοιπά ανθυγιεινά υποπροϊόντα τους, αδιαφορώντας ολότελα για την πραγματικότητα της νεοελληνικής ψυχής, η οποία βγαίνει κατ’ ευθείαν από το Βυζάντιο και την τουρκοκρατία[5].

Φυλακίζοντας τον Παπαδιαμάντη στο ράσο της ανατολικής ορθοδοξίας και το Σολωμό στο δόγμα του δυτικοευρωπαϊκού διαφωτισμού εξαφανίζουμε και τον πρώτο και τον δεύτερο και στήνουμε στη θέση τους τα δυο μεγάλα εικονίσματα-στοιχεία του «νέου ελληνισμού». Σ’ αυτά τα μνημειώδη εικονίσματα αφιερώνεται πάντοτε κάθε ρινοφωνία των σημερινών εθνικών λειτουργιών («μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη») –ηλεκτροφωνική δοξολόγηση του «πονεμένου» και «αγιασμένου λαϊκού μας πολιτισμού» (Ράμφος) που δεν έχει ή δεν πρέπει να έχει καμιά επαφή με τα μολύσματα της ευρωπαϊκής σκέψης (και, ει δυνατόν, της σκέψης γενικά).

Όμως τ’ ωραίο πήδημα πάνω απ’ όλ’ αυτά (τον «δημοτικισμό», τον «καπιταλισμό», τον «σοσιαλισμό» -προς τα πού άραγε;) δεν έγινε ποτέ. Έτσι μας απομένει αυτό το «πού;» ιστορικά άδηλο και με το ερωτηματικό του πάντα φιλόξενο για τα υπερβατικά διαβήματα της μεταπολιτικής μας αμηχανίας. Μόνο που εδώ θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί μήπως και αυτά τα διαβήματα δεν ανήκουν επίσης στα «ανθυγιεινά υποπροϊόντα» του τρικέφαλου τέρατος «δημοτικισμός-καπιταλισμός-σοσιαλισμός». Διότι η σκέψη ως συνεχής και «εκ των προηγουμένων» παραγωγή δεν διστάζει στα αδιέξοδά της. Απλώς κομματιάζεται ή περιστρέφεται. Οι περιστροφές, οι επιστροφές καθώς και οι «καταστροφές» της σκέψης είναι μέσα στους τρόπους κινήσεώς της. Πισωγυρίζοντας επικαλείται πάντα ένα διαλεκτικό «δεύτερο» ή «ανώτερο» επίπεδο ανάπτυξης όπου π.χ. το Α γίνεται Α τονούμενον, η Αναγκαιότητα Ελευθερία, ο Θεός Λαός και η Εκκλησία Κόμμα.

Πολλοί σταματούν εδώ παραιτούμενοι από «διαλεκτικές» επιστροφές: ο απωλεσθείς «Λαός» δεν ξαναγίνεται γι’ αυτούς με κανένα τρόπο «Θεός» και η σκέψη τους υποχρεώνεται να λειτουργεί εν κενώ μέχρι την πλήρη και συνεπή εξάντλησή της. Άλλοι όμως δεν φθάνουν ποτέ σ’ αυτή την αιχμή αλλά καθυστερούν και παρατείνουν την ανθοφορία νέων θετικοτήτων. Μέσα στα πλαίσια αυτών των «διαλεκτικών» επιστροφών το τέλμα του «νέου ελληνισμού» πλουτίζεται από τα κανούρια ιδεολογικά λύματα του λαϊκισμού και της ορθοδοξίας.

Οι ερμηνείες της νεοελληνικής ιστορίας με όρους όπως «νόθα αστικοποίηση», «μεταπρατική κοινωνία», «εξάρτηση από τις ξένες δυνάμεις» που αποτελούν τις ορίζουσες για τη «μαρξιστική» μυθοποίηση της αστικής «εθνικοαπελευθερωτικής ιδεολογίας γίνονται, μαζί με το χριστιανοσταλινικό ιδεολόγημα της «εθνικής ταυτότητας» η νέα αφετηρία για παλιές νοσταλγίες κι ενθουσιώδεις εκδρομές στις φανερές και άφαντες «ρίζες» μας. Δεξιοί και αριστεροί, δυτικόφιλοι και φιλορθόδοξοι, δογματικοί και νεοδογματικοί, ευρωκομμουνιστές και εθνοκομμουνιστές ανταγωνίζονται για το ποιος θα πιάσει πρώτος και καλύτερος τον σωστό ρυθμό. Νομπελίζοντες και Λενινίζοντες ηλιοφορούν και ροπαλοφορούν με στόχο τους των ιδεών το αλλότοπο και της ψυχής το αλλότροπο και το μη κυανόλευκο. Η ορθόδοξη ψυχή «αυθεντική ανατολίτισσα» καλά κρατεί «το νήμα της ζωής που εφ’ όσον το ακολουθήσαμε θα βρούμε επιτέλους την Ελλάδα» (Ράμφος).

Συμπέρασμα. Μέσα στο μπετόν ανθοβολούν οι ιδεολογίες της πρασινάδας. «Πρέπει να δείξουμε ότι δεν εξάγουμε μόνο τα λαχανικά μας αλλά και τη λογοτεχνία μας». Έτσι. Να μη μείνει τίποτα χωρίς την «αξιοποίησή» του. Κανένα νησί και καμιά σελίδα. «Μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη». Εθνικοποίηση συν εξηλεκτρισμός. Νοικοκύρηδες πια κι εμείς στον τόπο μας· να ξέρουμε πόσο πουλάμε και τι πουλάμε. Όχι μονάχα την Κω, την Ίο, τη Σίκινο αλλά κι αυτό που δεν ήμασταν ποτέ –μάσκες, φαντάσματα και πύργους στον αέρα.


[1] Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος: Πρόλογος στον τόμο «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, είκοσι κείμενα για τη ζωή και το έργο του», Εκδόσεις των φίλων, 1979

[2] Φ. Κόντογλου: «Παπαδιαμάντης ο πνευματικός οδηγός μας (1966). Αναδημοσιεύεται στο «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης», ό.π.

[3] «Ολόκληρο το πεζογραφικό έργο του Παπαδιαμάντη, αν εξαιρέσει κανείς τις πρώτες του μυθιστορηματικές δοκιμές [υπογραμμίζουμε τη φράση που μαρτυράει τις αισθητικές (:«συνθετικές») προτιμήσεις του γραμματολόγου] το σημαδεύει απόλυτη αναμελιά αντίθετη με κάθε νόημα τέχνης (…) Ο Παπαδιαμάντης διαβάζεται εύκολα από ανθρώπους που δεν έχουν συνηθίσει στην καλή ποιότητα και δεν απαιτεί κανενός είδους προπαρασκευή» ( Κ. Θ. Δημαράς, Ιστορία της Νεοελλ. Λογοτεχνίας)

[4] «Προσωπικά ένας οποιοσδήποτε Γιαγκούλας των ελληνικών βουνών μ’ ενδιαφέρει πολύ περισσότερο απ’ ό,τι μ’ ενδιαφέρει ο Αλεξανδρινός ποιητής. Είμαι σύμφωνος να τουφεκίζουν τους ληστές μα θα έδινα πολλά για να ακούσω τις εξομολογήσεις τους, ενώ η εξομολόγηση του κ. Καβάφη σκορπισμένη στα εκατόν πενήντα ποιήματά του δεν προσθέτει τίποτα στη γνώση μου των ανθρωπίνων παθών» (Γ. Θεοτοκάς, Ελεύθερο Πνεύμα, 1929).

Δεν υπάρχουν σχόλια: