Στο τελευταίο τεύχος του λογοτεχνικού περιοδικού ''Κυπριακή Εστία'', αρ. τεύχους 6, που κυκλοφόρησε αυτές τις μέρες, δημοσιεύεται μία ενδιαφέρουσα συνέντευξη του ποιητη της γενιας του '70 Γιώργου Μαρκόπουλου που μού παρεχώρησε πρόσφατα. Την αναρτω και εδω για τους φίλους του Γ. Μαρκόπουλου και γενικά της ποίησης.
.........................................
Ο έρωτας και ο θάνατος είναι οι
βασικοι τροφοδότες της γραφης μου
Ο πνευματικός άνθρωπος, σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς που διανύουμε, λόγω των αρνητικών οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών που επικρατούν στην Ελλάδα, δεν πρέπει να «χάνει ούτε μια στιγμή την ψυχραιμία του και να παραμένει πάντα με αυταπάρνηση ταγμένος στην υπηρεσία της ομορφιάς», δηλώνει ο ποιητής Γιώργος Μαρκόπουλος, ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της τρίτης μεταπολεμικής γενιάς στην Ελλάδα.
Αποτιμώντας την προσφορά της ΄΄Γενιάς του 1970΄΄, δηλαδή της δικής του γενιάς, στα Ελληνικά Γράμματα, μισό σχεδόν αιώνα μετά την εμφάνισή της, ο Γιώργος Μαρκόπουλος αποφαίνεται πως αυτή η γενιά ποιητών «στέκεται επάξια δίπλα στις δύο μεταπολεμικές γενιές: την πρώτη και την δεύτερη».
Στην συνέντευξη που ακολουθεί, ο Γιώργος Μαρκόπουλος αναφέρεται και στη γραφή του αποκαλύπτοντας πως είναι «βιωματικός άνθρωπος», χωρίς «φαντασία και ίσως αυτό να είναι καλό», για να προσθέσει στη συνέχεια πως ο «αόρατος πόλεμος» που λέγεται έρωτας, μαζί με την οδυνηρή και βασανιστικά διαβρωτική αγωνία του θανάτου είναι, αν όχι οι μοναδικοί, σίγουρα όμως οι βασικοί τροφοδότες της γραφής μου».
-Θεωρείστε από τους βασικότερους εκπροσώπους της «Γενιάς του ΄70» ή της «Γενιάς της Αμφισβήτησης», όπως επεκράτησε να λέγεται. Θα θέλατε να μας κάνετε μία αποτίμηση για το τι έχει προσφέρει αυτή η γενιά στα ελληνικά γράμματα αλλά και που βρίσκεται σήμερα;
-Προτιμώ τον όρο «Γενιά του ‘70», και αυτόν μόνο για να συνεννοούμεθα, καθότι το «Γενιά της Αμφισβήτησης» σημαίνει πολλά πράγματα, και για άλλες γενιές που η ανάλυσή του δεν είναι του παρόντος.
Όσον αφορά την «αποτίμηση», η γενιά στην οποία ανήκω, ξεκίνησε την πορεία της μεσούσης της Απριλιανής δικτατορίας του 1967-1974, μιλώντας μια δική της γλώσσα, οξεία, οξύτατη τις πιο πολλές φορές, και αυτό ήταν τότε το κυριότερο χαρακτηριστικό της, αλλά στην συνέχεια, οι περισσότεροι ποιητές, σχεδόν όλοι, ακολουθήσαμε το προσωπικό μας δρόμο∙ έναν δρόμο που μας εισήγαγε σε ιδιαίτερα, πιο εσωτερικά και πιο ουσιαστικά τοπία, καθώς και σε μια ποίηση πολύ δυνατή, ώστε τώρα που έχει περάσει μισός αιώνας και πλέον, να μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι στάθηκε – και στέκεται – επάξια δίπλα στις δύο μεταπολεμικές γενιές: την πρώτη και την δεύτερη.
-Πως βλέπετε τη προσωπική σας παρουσία στον χώρο της σύγχρονης ελληνικής ποίησης;
-Δεν ξέρω, αλλά ούτε είμαι και ο αρμόδιος να σας απαντήσω. Πάντως, φροντίζω για ότι φτιάχνω, να με ειδοποιεί ο εαυτός μου ότι είναι, τουλάχιστον, αληθινό.
-Ο Άλεν Γκίνσμπεργκ, ο σπουδαίος αυτός αμερικανός ποιητής, έλεγε ότι ο ποιητής είναι στην πραγματικότητα το αληθινό ποίημα και η ζωή του η μόνη πηγή απ’ όπου πηγάζει η αξία του λόγου του. Το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται και στην ποίησή σας. Δηλαδή, η ποίησή σας περιέχει εξίσου συγκλονιστικά βιώματα έρωτα και θανάτου, με αποτέλεσμα να δίνεται η εντύπωση στον αναγνώστη πως αυτά τα δύο βασικά στοιχεία είναι οι μοναδικοί πνευματικοί τροφοδότες της. Πως το σχολιάζετε;
-Η ρήση του Άλεν Γκίνσπεργκ, ο οποίος επηρέασε και εμένα κατά την εφηβεία μου, στην συλλογή Η κλεφτουριά του κάτω κόσμου (1973) είναι, πράγματι, σπουδαία. Κατά τα άλλα, θέλω να σας διαβεβαιώσω ότι, όπως έχω πει και παλαιότερα, είμαι βιωματικός άνθρωπος, και μόνο βιωματικός∙ δεν έχω φαντασία και ίσως αυτό να είναι καλό. Ως εκ τούτου, τα κομμάτια και θρύψαλα που σου αφήνει αυτός ο «αόρατος πόλεμος» που λέγεται έρωτας, μαζί με την οδυνηρή και βασανιστικά διαβρωτική αγωνία του θανάτου είναι, αν όχι οι μοναδικοί, σίγουρα όμως οι βασικοί τροφοδότες της γραφής μου.
-Η Ιστορία τι ρόλο παίζει στην ποίησή σας;
-Έχω μελετήσει από μικρός αρκετά την Ιστορία∙ την παγκόσμια, καθώς – πιο πολύ – και την Ελληνική. Στα γραπτά μου παίζει ρόλο σημαντικό, αλλά όχι, πιστεύω, «φανερό».
-Γράφετε γενικά μία απλή και αρκετά κατανοητή ποίηση με ελάχιστες μόνο εξαιρέσεις, όπως ο εμβληματικός στίχος «Ω πατρίδα, αιώνια ταραχή της πρώτης ερωμένης», από το ποίημα «Της φοβερής πατρίδας μου», τον οποίο προσωπικά αδυνατώ να ερμηνεύσω. Πέστε μας δύο λόγια γι’ αυτό το στίχο και αυτό το ποίημα.
-Η πατρίδα είναι ο τόπος που ο άνθρωπος πρωτοαντικρίζει το φως του σύμπαντος, το σκοτάδι και, στην συνέχεια, αμέσως, γνωρίζει βήμα προς βήμα την ζωή, όπως ακριβώς συμβαίνει και κατά την πρώτη ερωτική εμπειρία, όπου μένει έκθαμβος μπροστά στο γυμνό σώμα της γυναίκας αλλά και, στην συνέχεια, μπαίνοντας στα εσώτερα δώματα αυτού του σώματος, συναντά την ψυχή που στεγάζεται εκεί. Αυτές οι εμπειρίες, δεν ξεχνιούνται ποτέ, όσα χρόνια και αν περάσουν. Αυτό ακριβώς ισχυρίζεται και ο στίχος που μου είπατε. Ένας στίχος που παίζει καθοριστικό ρόλο, μέσα σε ένα ποίημα στο οποίο νομίζω ότι συμπυκνώνεται ολόκληρη η ζωή μου, σε μια στιγμή, μάλιστα, πολύ τραγική – θάνατος της μητέρας και επιστροφή στην γενέθλια γη – και, ως εκ τούτου, πολύ καθοριστική.
-Ποια ανάγκη σας οδηγεί στο να επεξεργάζεστε συνέχεια τα ποιήματά σας; Μάλιστα, στον τελευταίο τόμο με επιλεγμένα ποιήματά σας, που εκδόθηκε το 2014, από τις εκδόσεις Κέδρος, στον πρόλογο σας, εκδηλώνετε την πίστη σας πως από τότε που ξεκινήσατε να γράφετε, επεξεργάζεστε και συμπληρώνετε «μια και την αυτή συλλογή». Αυτό όμως δεν εγκυμονεί κινδύνους για τον αναγνώστη και κυρίως τους μελετητές που πιθανόν να εργασθούν πάνω στις πρώτες εκδόσεις των συλλογών σας;
-Ποια ανάγκη; Ακριβώς αυτή που καταθέτω στον πρόλογο της «συγκεντρωτικής» μου, του 2014, την οποία αναφέρετε και εσείς στην ερώτησή σας. Ξέρετε, δεν μου αρέσει καθόλου μα καθόλου η αντίληψη ορισμένων, ότι πρέπει να δημοσιεύουμε όλα τα ποιήματά μας, και μάλιστα ανέγγιχτα, όπως τα γράψαμε τότε που τα πρωτοεκδόσαμε, για να φαίνεται η εξέλιξη της πορείας μας. Δεν συμφωνώ, εκτός και εάν – πράγμα μάλλον αδύνατο – τυχαίνει να είναι τόσο καλά και, επιπλέον, να λειτουργούν με την ίδια ηλεκτροφόρο ένταση ακόμη και σήμερα.
-Η έκδοση αυτού το συγκεντρωτικού τόμου με τα ποιήματά σας είναι ένδειξη προς το αναγνώστη ότι έχει ολοκληρωθεί η προσφορά σας προς την ποίηση ή, μήπως, οι λογαριασμοί σας είναι ακόμη ανοιχτοί με τον χρόνο;
-Θέλω να πιστεύω – και το εύχομαι – ότι κάτι το αξιόλογο θα μου δωρίσει η ζωή, όσον αφορά την γραφή, και στο μέλλον. Την «συγκεντρωτική» την κυκλοφόρησα για να τελειώσω τους «λογαριασμούς» που είχα ανοιχτούς μέχρι τώρα μήπως και, όπως έλεγε και ο αδελφικός μου φίλος Γιάννης Βαρβέρης, «μας πιάσουν ξαφνικά τίποτα γραμμούλες πυρετού και δεν πέφτουν με τίποτα».
-Η κριτική πως αντιμετώπισε το έργο σας;
-Πολύ θετικά∙ ίσως, μάλιστα, πολλές φορές, περισσότερο θετικά και από την αξία του. Και με παρατηρήσεις – όταν υπήρχαν – εύστοχες, χρήσιμες και εξαιρετικά ωφέλιμες για μένα.
-Ποια στοιχεία επηρεάζουν τη σύγχρονη ποιητική γλώσσα και αν διαβλέπετε πως υπάρχει σήμερα προοπτική ανανέωσης αυτής της ποιητικής γλώσσας;
-Δεν ξέρω! Αυτό είναι μάλλον δουλειά των φιλολόγων.
-Οι σχέσεις σας με τους νέους ποιητές πως διαγράφονται;
-Οι σχέσεις μου με τους νέους, είναι σχέση βαθύτατης αγάπης∙ αγάπης ίδιας με εκείνη που εισπράξαμε και εμείς από τους ποιητές της πρώτης και της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς. Μάλιστα, μαζί με τον επίσης αδελφικό μου φίλο Κώστα Παπαγεωργίου, τις Πέμπτες το μεσημεράκι συναντιόμαστε σε καφενείο, όπου έρχονται μαζί μας – εναλλασσόμενοι, βέβαια, κάθε φορά – και πολλοί – πολλοί νέοι ποιητές, και περνάμε ευχάριστα∙ πολύ ευχάριστα.
-Γνωρίζω πως ανάμεσα στους φίλους σας είναι και ο σημαντικός ζωγράφος Δημήτρης Γέρος. Με τη ζωγραφική, σαν Τέχνη, διατηρείτε κάποιες σχέσεις;
-Ο Δημήτρης Γέρος, δεν είναι μόνο «σημαντικός»∙ είναι κορυφαίος ζωγράφος, κορυφαίος φωτογράφος – και μάλιστα και σε άλλες, μεγάλες χώρες, πέρα από την Ελλάδα – και μανιώδης θαυμαστής και αναγνώστης της ποίησης. Γνωριζόμαστε από την εφηβεία, και όσα έχω κερδίσει από το σπινθηροβόλο – πρωτοποριακό πνεύμα του αλλά και από την εκλεκτή ψυχή του, την ψυχή αυτής της προσφοράς, δεν μετριούνται, δεν έχουν τέλος.
Και βέβαια, με την ζωγραφική δεν διατηρώ μόνον «κάποιες σχέσεις», αλλά δεσμούς διατηρώ, άρρηκτα δεμένους μεταξύ τους. Πάθος, θαυμασμό, σεβασμό και εκτίμηση, απεριόριστη εκτίμηση. Όπως και με τις άλλες τέχνες, θα συμπλήρωνα, κυρίως το θέατρο, τον κινηματογράφο τέχνης και την μουσική όλων των ειδών.
-Υπάρχει νομίζω σήμερα μία πνευματική ένδεια, λόγω των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών που επικρατούν στην Ελλάδα. Ο ρόλος του πνευματικού ανθρώπου ποιος πρέπει να είναι σε αυτές τις δύσκολες εποχές;
-Να μη χάνει ούτε για μια στιγμή την ψυχραιμία του, και να παραμένει πάντα με αυταπάρνηση ταγμένος, στην υπηρεσία της ομορφιάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου