Μία από τις βασικές μέριμνες του Φουκώ υπήρξε ο εντοπισμός αλλά και η ομαδοποίηση των ετερόκλητων δυνάμεων που συντρέχουν στο πεδίο της νεότερης κριτικής. Στον πυρήνα της σκέψης του Γάλλου φιλοσόφου στέκεται, λοιπόν, η άποψη που θέλει την περίοδο της Αναγέννησης να πραγματοποιείται μια ριζική μετατόπιση ως προς το σκέπτεσθαι του δυτικού ανθρώπου. Έτσι, στην χριστιανική ποιμαντορική που θέλει τον άνθρωπο να επιθυμεί την καθοδήγησή του ένεκα σωτηρίας, το νεωτερικό υποκείμενο καλείται να βάλει όρια αλλά και να εξετάσει τις συνέπειες της υπακοής του. Η φαινομενική αυτή ανυπακοή επανεξετάζει τις σχέσεις μεταξύ αλήθειας, γνώσης και υποκειμένου, εγκαινιάζοντας τις εκκοσμικευμένες τεχνικές διακυβέρνησης.[i] Λίγα χρόνια νωρίτερα και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ο Αμερικάνος φιλόσοφος των επιστημών Λιούις Μάμφορντ στο έργο του Ο μύθος της μηχανής αποπειράται επιτυχώς να δείξει ακριβώς τη μεταστροφή αυτή στο πεδίο ισχύος, μέσα από μυθιστορηματικές, θεολογικές και επιστημονικές αφηγήσεις. Βέβαια, αν στο καντιανό τόλμησον φρονείν ο Φουκώ σημείωνε ένα θετικό πρόσημο, ο Μάμφορντ στο σύνολο του έργου του δεν έπαψε να κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τον άκρατο εγκεφαλισμό των σύγχρονων μορφών διακυβέρνησης και της υποταγής του υποκειμένου σε αυτές.[ii]
Η παραπάνω προβληματική φαίνεται να διατρέχει το έργο του Πάβελ Κόχουτ Ο άνθρωπος που περπατούσε ανάποδα, μυθιστόρημα που εκδόθηκε μόλις μία δεκαετία μετά την καταβαράθρωση των ονείρων που έθρεψε η Άνοιξη της Πράγας. Πέρα, λοιπόν, από την ανάδειξη και τον σχολιασμό του συστήματος ισχύος που κυριαρχούσε στην εκκοσμικευμένη ουτοπία του κομμουνισμού, Ο άνθρωπος που περπατούσε ανάποδα είναι ένα έργο βαθύτατα ριζωμένο στις ιστορικές συνθήκες που το γέννησαν: οι δυσανεξίες της κρατικής καταστολής, τα κακώς κείμενα του σταλινισμού, η επιβολή της κομματικής αλήθειας, η παραποίηση της πραγματικότητας και ως εκ τούτου η εκμηδένιση του υποκειμένου, είναι τα στοιχεία που θίγονται από τον Τσέχο συγγραφέα. Βασική του, όμως, μέριμνα παραμένει η μοίρα της πορείας της γενέτειράς του Τσεχοσλοβακίας, ιδίως μετά τα τραγικά γεγονότα που ακολούθησαν το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, και τη ματαίωση των πολιτικών πειραματισμών που σηματοδοτούσε η Άνοιξη της Πράγας το 1968.
Πιο συγκεκριμένα, στον άνθρωπο που περπατούσε ανάποδα παρακολουθούμε την πορεία του Άνταμ Γιουράτσεκ, καθηγητή Φυσικής Αγωγής και Καλλιτεχνικών στο λύκειο της πόλης Κ., οποίος μετά τον πειραματισμό του πάνω στην νευτώνεια φυσική κατορθώνει να υπερνικήσει τον νόμο της βαρύτητας. Η ρηξικέλευθη, αρχικά, ανακάλυψη καταλήγει να αποτελεί θανάσιμη απειλή για την κρατική εξουσία, καθώς διαβλέπει έντρομη την παντοκρατορία της να αμφισβητείται. Από τη συνειδητοποίηση αυτή και στο εξής παρακολουθούμε τη σταδιακή διαβολή και υπονόμευση από μεριάς κοινωνικών και κρατικών θεσμών των αποτελεσμάτων, αλλά κυρίως του ψυχισμού του κεντρικού ήρωα μέχρι και την τελική του πτώση. Αν, βέβαια, το τρίπτυχο γνώσης, εξουσίας και υποκειμένου θίγεται ακραιφνώς με την κατάδειξη της βαθύτερης σχέσης μεταξύ της γραφειοκρατίας, των νεωτερικών πολιτικών συστημάτων αλλά και της επιστήμης της ψυχιατρικής, η πρόσφατη ταραχώδης ιστορία της Τσεχοσλοβακίας υπονοείται και σχολιάζεται υποδόρια. Ως εκ τούτου, Ο άνθρωπος που περπατούσε ανάποδα εκκινώντας από τις παρυφές της επιστημονικής φαντασίας καταλήγει να είναι μια πολιτική σάτιρα με έντονο το στοιχείο του παράδοξου, ενώ η επιμελώς μασκαρεμένη κριτική της πρόσφατης πολιτικής ιστορίας προσδίδει στοιχεία κοινωνική αλληγορίας.
Αν, λοιπόν, με τον τίτλο του έργου, στον ορίζοντα προσδοκιών του συγγραφέα διαφαίνεται το είδος της επιστημονικής φαντασίας, ο υπότιτλος παραπέμπει ευφυώς στη σοβιετική εισβολή στην Πράγα τον Αύγουστο του 1968, καθώς η Λευκή Βίβλος αποτελεί το σοβιετικό προπαγανδιστικό κείμενο που κυκλοφόρησε παράλληλα με τα τανκς του Συμφώνου της Βαρσοβίας, επισφραγίζοντας τον μηχανισμό προπαγάνδας που τέθηκε σε εφαρμογή με σκοπό να δικαιολογηθεί η στρατιωτική κατοχή και η πολιτική καταστολή. Η ίδια η μορφή του μυθιστορήματος του Κόχουτ ομοιάζει με συρραφή επίσημων εγγράφων, μέσω των οποίων μαθαίνουμε αφενός την πορεία του κεντρικού ήρωα, αφετέρου τη καταστρεπτική λογική της πανοπτικής κρατικής μηχανής. Συνήγοροι, όμως, της τελευταίας στέκονται ποικίλες ομάδες, μικροοργανισμοί, καθώς και ήσσονος σημασίας επιτροπές, σύμφωνα με την νεωτερική εξειδικευμένη διαίρεση του κράτους, εντέλει τη μικροφυσική της εξουσίας.[iii] Ο Κόχουτ καλλιεργεί περαιτέρω το στοιχείο αυτό της αληθοφάνειας με το να αναδεικνύει τη δογματική γλώσσα των κρατικών ή κάθε είδους επίσημων εγγράφων, στηλιτεύοντας το λόγο της εξουσίας, ενώ την ίδια στιγμή ο Έλληνας αναγνώστης φέρει κατά νου το ελληνικό αντίστοιχο, το κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου.
Ακόμη και η φαινομενικά ελλειπτική δομή του μυθιστορήματος, αποτελούμενη μονάχα από έναν ευδιάκριτο πρόλογο και επίλογο, αφενός παραπέμπει σε αφηγηματικές πρωτοπορίες, αφετέρου αντικατοπτρίζει τα φιλόδοξα πολιτικά σχέδια εκδημοκρατισμού της Τσεχοσλοβακίας υπό την ηγεσία του Alexander Dubcek, αλλά και την τραγική ματαίωση τους από το συντηρητικό καθεστώς του Μπρέζνιεφ. Σε περιόδους κρίσης, φαίνεται, οι δυνάμεις της Ιστορίας να καθοδηγούν τα ιστορικά υποκείμενα, και πέρα από τα αρχικά ουτοπικά όνειρα ή την βίαιη ακύρωσή τους, η ενδιάμεση περίοδος να χαρακτηρίζεται, όπως θα το ήθελε ο κοινωνιολόγος Bauman, από μια εκτενής συνθήκη ρευστότητας.[iv] Έτσι, ο κεντρικός ήρωας Άνταμ Γιουράτσεκ, πέρα από την αρχική του αισιοδοξία για το μέλλον της ανακάλυψης του, καταλήγει καθηλωμένος να παρακολουθεί τις εξελίξεις εναντίον του, ανήμπορος να αντιδράσει και να αντιμετωπίσει ένα μηχανισμό που έχει βαλθεί να αποδομήσει το στέρεο των καινοτόμων ιδεών του. Αντίστοιχα, ο Alexander Dubcek υπήρξε μάρτυρας της αποτυχίας να εδραιωθεί ένας σοσιαλισμός με ανθρώπινο πρόσωπο.
Η ανάγνωση του μυθιστορήματος φέρνει στην επιφάνεια όχι μόνο τις τεχνικές αλλά και τις θεματικές καινοτομίες της αβανγκάρντ σχολής της Πράγας, τις οποίες όμως ο Κόχουτ, αν και προϋποθέτει, φαίνεται να αντιστρέφει. Έτσι, στην εργασιακή δυστοπία που περιγράφει ο Karel Capek στο θεατρικό του έργο Ρομπότ ή στο υπαρξιακό άγχος του Κάφκα της Μεταμόρφωσης ο Κόχουτ προτάσσει την ανατρεπτική δύναμη της ειρωνείας και του χιούμορ. Ακόμη και από το έργο του H. G. Wells και τον Αόρατο, όπου η επιστημονική ανακάλυψη ισοδυναμεί με την εξάπλωση των δυνάμεων του Κακού, ο Τσέχος συγγραφέας παίρνει τις αποστάσεις του, αδυνατώντας να συμφιλιωθεί με το στρεβλό υλικό της ανθρωπότητας. Η διαφορά είναι ουσιώδης στο βαθμό που εξισορροπείται η πολιτική διάγνωση και ο αναστοχασμός για το πρόσφατο παρελθόν από το ενδόμυχο όραμα για το μέλλον: γιατί η ειρωνεία, όπως πολύ σωστά τονίζει ο Λούκατς στη Θεωρία του Μυθιστορήματος, «είναι ο αρνητικός μυστικισμός των εποχών χωρίς θεό».[v] Ο Κόχουτ φαίνεται να ακολουθεί τον Κάφκα, πιστεύοντας ότι σε έναν κόσμο ριζικά ψεύτικο, δεν αρκεί μονάχα η αντιπαραβολή μιας αλήθειας, αλλά η δημιουργία ενός ολοκληρωτικά καινούργιου, αληθινού κόσμου.
Η άρτια μεταφραστική εργασία της Σόνια Στάμου – Ντορνιάκοβα αναδεικνύει ένα κείμενο έντονου πολιτικού αναστοχασμού, φέρνοντας στην επιφάνεια μία περίοδο αισθητών κοινωνικών και πολιτικών ανακατατάξεων. Αποτελεί καίρια εκδοτική επιλογή των εκδόσεων Καστανιώτη, και καθώς ο τίτλος πλαισιώνεται από το καλαίσθητο εξώφυλλο του Βασίλη Γεωργίου, συνιστά κατά αυτό τον τρόπο μία ολοκληρωμένη αναγνωστική πρόταση για το ελληνικό κοινό.
Πάβελ Κόχουτ, Ο άντρας που περπατούσε ανάποδα. H Λευκή Βίβλος για την υπόθεση του Άνταμ Γιουράτσεκ, μετάφραση: Σόνια Στάμου – Ντορνιάκοβα, Καστανιώτης, 2021.
[i] Michael Foucault, Τι είναι κριτική;, μετάφραση: Θανάσης Λάγιος, Πλέθρον, 2016, σσ. 8-19.
[ii] Λιούις Μάμφορντ, Ο Μύθος της Μηχανής. B’ Το πεντάγωνο της ισχύος, μετάφραση: Βασίλης Τομανάς, Νησίδες, 2005.
[iii] Μισέλ Φουκό, η μικροφυσική της εξουσίας, μετάφραση – σχόλια: Λίλα Τρουλινού, Ύψιλον, 1991.
[iv] Zygmunt Bauman, Liquid Modernity, Polity, 2000.
[v] Gyorgy Lukacs, Η θεωρία του Μυθιστορήματος, μετάφραση: Ξανθίππη Τσελέντη, επιμέλεια: Γιώργος Σαγκριώτης, Πολύτροπον, 2004, σ. 118.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου